Εικόνα 1/Κεντρική. Ο χείμαρρος των Νεκροταφείων, περίπου στο ύψος της σημερινής πλατείας ΧΑΝΘ. Πίνακας του Deveraux, χρονολογημένος το 1847. Αριστερά το μουσουλμανικό νεκροταφείο. Δεξιότερα διακρίνεται η κοίτη του χειμάρρου της Ευαγγελίστριας. Η γέφυρα πρέπει να βρισκόταν στο σημερινό πάρκο, κοντά στο Θέατρο Κήπου.
Από το parallaximag.gr / Λέξεις & εικόνες: Γιώργος Μπλιώνης*
Μια ιδέα αξιοποίησης ενός κεντρικού χώρου του αστικού ιστού με άλλη αντίληψη
Μετά και την ισχυρή αντίθεση που εκφράστηκε από τον Δήμο Καλαμαριάς και την Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας για την ιδιωτική πολεοδόμηση της Μαρίνας Αρετσούς, ενισχύονται οι φωνές που ζητούν να εκφραστεί εξίσου ισχυρή αντίθεση στα σχέδια ανάπλασης της Δ.Ε.Θ. και να επανέλθει η λύση της μετεγκατάστασης.
Και δεν έχουν άδικο, καθώς οι σχεδιασμοί των τελευταίων ετών για τη Θεσσαλονίκη συγκλίνουν σε ολοένα και μεγαλύτερη ένταση της αστικοποίησης, κάλυψη και άλλων ελεύθερων και πράσινων χώρων από το ισχνό ποσοστό που αντιστοιχεί σε κάθε κάτοικο της πόλης, κοπές δέντρων και μεγαλύτερη εκμετάλλευση του αστικού χώρου, με την κατασκευή ογκωδών κτηρίων γραφείων, τεχνολογικών “πάρκων”, ακόμη και “ουρανοξυστών”, αν και στους τελευταίους φαίνεται ότι μπαίνει ένα “φρένο” από το ΣτΕ.
Είναι φανερό ότι, αντίθετα από τις εξελίξεις των οποίων γινόμαστε μάρτυρες, η Θεσσαλονίκη χρειάζεται “αποσυμφόρηση”, τόσο κυκλοφοριακή όσο και πολεοδομική, όπως επίσης χρειάζεται γενναίες παρεμβάσεις για την προσαρμογή της στις δραματικές εξελίξεις της κλιματικής κρίσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, η μετεγκατάσταση της Δ.Ε.Θ. θα είναι όχι μόνο μια πράξη υπολογισμένου ρεαλισμού, προσανατολισμένου στα πραγματικά συμφέροντα και την ποιότητα ζωής των πολιτών της, αλλά και ισχυρού συμβολισμού για μια στροφή προς έναν πιο ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Ωστόσο, υπάρχει και μια παραγνωρισμένη διάσταση στα επιχειρήματα υπέρ της μετεγκατάστασης της Δ.Ε.Θ., που έχει να κάνει με την ιστορία και τη γεωμορφολογία της περιοχής. Με άλλα λόγια, έχουν μεγάλη σημασία τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί εδώ, όπως και η ροή κατά το παρελθόν ενός σημαντικού χειμάρρου.
Όπως γράφουμε και στο βιβλίο μας “Η Θεσσαλονίκη των νερών” (Μπλιώνης & Τρεμόπουλος. 2017. Εκδόσεις Αντιγόνη), τα πρωιμότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην ανατολική πλευρά του Θερμαϊκού ανιχνεύτηκαν σε σωστική ανασκαφή που έγινε στο οικόπεδο του «Βελλίδειου Συνεδριακού Κέντρου», το 1993 (σελ. 22). Ανάγονται στο τέλος της μέσης (5.800-5.400 π.Χ.) και στη νεότερη νεολιθική περίοδο (5.400-4.500 π.Χ.) και αφορούν τμήμα μιας προϊστορικής εγκατάστασης, στην κεραμική της οποίας κυριαρχούν τα στιλβωμένα καστανά ακόσμητα αγγεία, που χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή.
Μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο (316/315 π.Χ.), εδώ εγκαταστάθηκε ελληνιστικό νεκροταφείο, η χρήση του οποίου συνεχίστηκε κατά τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο. Στην περιοχή υπήρχαν πολυάριθμες ρεματιές που έκαναν την περιοχή να σφύζει από ζωή. Ο πρώτος χείμαρρος έρρεε πολύ κοντά στα ανατολικά τείχη της πόλης, λειτουργώντας κατά καιρούς και ως αμυντική τάφρος, ενώ ο δεύτερος διερχόταν ουσιαστικά μέσα από το αρχαίο ανατολικό νεκροταφείο.
Σε ανασκαφή που έγινε τα έτη 2000-2001, με αφορμή την επέκταση του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (δηλ. εντός της Δ.Ε.Θ.), από την ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, διαπίστωσε «διέλευση αλλεπάλληλων χειμάρρων, με έντονες εναποθέσεις άμμου και χαλικιού ή αργών λίθων, που κάλυπταν ορισμένους από τους πρωϊμότερους τάφους, ενώ κάποιοι άλλοι ανοίγονταν στη συνέχεια μέσα σ’ αυτές. Εδώ πιθανότατα εντοπίζεται η κοίτη του μεγάλου ρέματος που στο παρελθόν κατέβαινε από την περιοχή των Χορτατζήδων και διέσχιζε τη νότια έκταση της Πανεπιστημιούπολης και τον χώρο της ΔΕΘ» (Τσιμπίδου – Αυλωνίτη Μ. «Το αρχαίο ανατολικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης και τα θαμμένα μυστικά της Διεθνούς Έκθεσης». Θεσσαλονικέων Πόλις, τ. 12, Δεκέμβριος 2003, σελ. 11-27). Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτόν τον δεύτερο χείμαρρο.
Κατά την οθωμανική περίοδο, στο ανώτερο τμήμα αυτής της περιοχής θα εγκατασταθεί το εβραϊκό νεκροταφείο (με όριο προς τα ανατολικά το σημερινό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και το κτήριο του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Α.Π.Θ.), ενώ στο κατώτερο θα εγκατασταθεί το ανατολικό μουσουλμανικό νεκροταφείο. Ο χείμαρρος που διερχόταν από αυτά τα νεκροταφεία, σχηματιζόταν από δύο σκέλη που κατέρχονταν από την περιοχή των σημερινών Σαράντα Εκκλησιών και ενώνονταν περίπου στο ύψος του σημερινού Ιβανώφειου Γυμναστήριου του Ηρακλή (Μπλιώνης & Τρεμόπουλος, σελ. 171).
Μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη και την ένταξή της στην επικράτεια του ελληνικού κράτους το 1912, ακολούθησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η πυρκαγιά του 2017 και η μικρασιατική καταστροφή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, τα μουσουλμανικά νεκροταφεία, ως ανταλλάξιμη περιουσία, έγιναν οικόπεδα. Αν και το σχέδιο Εμπράρ προέβλεπε ένα μεγάλο πάρκο στα ανατολικά της πόλης, οι πιεστικές ανάγκες στέγασης ανέτρεψαν τις προβλέψεις.
Τα ξύλινα παραπήγματα για τους πυρόπληκτους που στήθηκαν στα ανατολικά της σημερινής πλατείας Συντριβανίου και στέγασαν αρχικά εβραϊκές οικογένειες, αποτέλεσαν την αρχή δημιουργίας του προσφυγικού οικισμού της Αγίας Φωτεινής. Μετά το 1922-23, στην ίδια περιοχή και λίγο ανατολικότερα, άρχισαν να εγκαθίστανται και να φτιάχνουν παράγκες πρόσφυγες προερχόμενοι κυρίως από τη Σμύρνη.
Το 1929, αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Αγίας Φωτεινής ήταν 15.000, αποτελώντας τον δεύτερο πολυπληθέστερο προσφυγικό συνοικισμό μετά την Τούμπα. Η αίσθηση προσωρινότητας, το υποβαθμισμένο περιβάλλον και η φτώχεια συνέβαλλαν ώστε τμήματα του συνοικισμού να μετατραπούν σε καταφύγια κλεφτών, ναρκομανών και ανθρώπων που είχαν προβλήματα με τις αρχές. Ο συγκεκριμένος συνοικισμός, με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, αποτέλεσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 σοβαρό πρόβλημα για την πόλη, με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να ζητάει την κατάργησή του. Έτσι, το 1930 αποφασίστηκε η μεταφορά του ανώτερου τμήματος και η απόδοσή του στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1937 το κατώτερο μέρος της συνοικίας, περιήλθε στη Διεθνή Έκθεση, η οποία από το 1940 μεταφέρθηκε στις νέες εγκαταστάσεις της εκεί. (Μπλιώνης & Τρεμόπουλος, σελ. 238-240).
Εικόνα 2. Ο χείμαρρος των Νεκροταφείων στο ρυμοτομικό του 1919, προσαρμοσμένος επάνω σε σύγχρονη δορυφορική εικόνα από τον Leo Dri (Μπλιώνης & Τρεμόπουλος, σελ. 173).
Σήμερα, ο χείμαρρος είναι διευθετημένος ως υπόγειος κλειστός παντορροϊκός αγωγός με ωοειδή διατομή 1,80 Χ 1,20. Ωστόσο, σε περιπτώσεις έντονων βροχοπτώσεων ανασηκώνονται τα καλύμματα των φρεατίων και δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κατακλύσεων σε περιοχές όπως η πλατεία ΧΑΝΘ, η οδός Μ. Ανδρόνικου και η οδός Β. Γεωργίου (Γιαννάκης Σ. 2010. Επιρροή των ρεμάτων της αστικής και περιαστικής ζώνης του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης στην παράκτια ρύπανση του Θερμαϊκού Κόλπου. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμ. Πολιτικών Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ.).
Μάλιστα, τον Μάιο του 2018, ένα περιστατικό έντονης καταιγίδας συνέπεσε με τη διοργάνωση της “Ανθοέκθεσης” εντός του χώρου της Δ.Ε.Θ., ακριβώς κάτω από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Εκτός από τα προβλήματα υδροδότησης και πτώσης στην τάση του ρεύματος, σημειώθηκαν και υλικές ζημιές, ενώ παρασύρθηκαν σχεδόν όλες οι γλάστρες της Ανθοέκθεσης, καθώς ο υπόγειος παντορροϊκός αγωγός που αντικατέστησε την κοίτη του χειμάρρου δεν επαρκούσε προφανώς για να διοχετεύσει την περίσσεια του νερού. Το περιστατικό έχει μείνει από τότε στη μνήμη των κατοίκων της πόλης, με τον σκωπτικό τίτλο “το ποτάμι με τις γλάστρες”!
Είναι καιρός λοιπόν, να ξαναθυμηθούμε το σχέδιο Εμπράρ, να αποδώσουμε τον χώρο στη δημιουργία ενός αξιοπρεπούς μητροπολιτικού πάρκου με υψηλό πράσινο και να αποκαταστήσουμε την ανοικτή κοίτη του χειμάρρου, προσδίδοντάς της την περιβαλλοντική, υδρολογική, εκπαιδευτική, αναψυχική, ιστορική και κοινωνική αξία που της αρμόζει.
*Ο Γιώργος Μπλιώνης είναι Δρ. Βιολογίας/Οικολογίας και συγγραφέας περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και περιβαλλοντικής ιστορίας.
Σχόλια