Είχα πάει στα Πάνω Μούλια τση Μεσσαράς, σ’ ένα μνημόσυνο ενούς καλού φίλου.
Εθάρρουνα πως ευρισκόμουνε σε πανηγύρι.
Μόνο όργανα που δεν επαίζανε, μα δεν ήσανε και λίγοι αυτοί που εσιγοτραγουδούσανε μαντινάδες.
Πολύς ο κόσμος, άφθονα τα κεράσματα και τα φαγητά, με πρώτα τ’ αντικρυστά.
Ποταμοί το κρασί και η ρακή.
Εγελούσανε τα χείλια ολονών κι αστραπές επετούσανε τα μάθια τους, κατευτείαν από τα φυλλοκάρδια τους όπου έκαιγε φωθιά.
Δίπλα μου στην τάβλα εκαθότανε ένας εκατοχρονίτης γέροντας και εξεκοκάλιζε με το τσακάκι του ένα πλευρό προβάτου.
Πρώτη φορά εθώρουνα τόση ανοιχτοκαρδιοσύνη σε μνημόσυνο και του το ‘πα.
Εγέλασε και μου ‘δωσε ένα κομμάτι ψαχνό, καρφωμένο στη μπίκα του μαχαιριού του.
Εσκουντρίξαμε και τα ποτήρια, ξέχειλα με μεσσαρίτικο μαρουβά.
Και με ρώτηξε.
‘’Κατέχεις σύντεκνε ποιο είναι το θηλυκό του χάρου;’’
Εβάλθηκα να συλλογούμαι, μα απόκριση δεν εύρισκα να του δώσω.
Το κατάλαβε.
Έκοψε μου ακόμη ένα κομμάτι κριάς, εξαναγέμισε τα όφκερα ποτήρια, εξανατσουγκρίσαμε.
‘’Να σου πω εγώ, σύντεκνε, γιατί δεν το γατέχεις. Το θηλυκό του χάρου, είναι η χαρά’’ μου ‘πε κι εκατέβασε μονορούφι το μαρουβά.
Και σαν εσκούπισε τα μουστάκια του με την ξανάστροφη του χεριού του, μου ‘πε τη μαντινάδα:
‘’Σάικα θα περνά καλά
άθρωπος σαν ποθάνει,
γιατί δε γιάγυρε κιανείς
παράπονα να κάνει’’.
Σχόλια