Ηθελα να γράψω μια ιστορία. Μια ιστορία απλή και παρηγορητική, που να μπορεί να ανακουφίσει τους εφιάλτες όλων όσοι δυσκολεύονται να κοιμηθούν τη νύχτα. Που να μοιάζει με μια αγκαλιά, σαν αυτές που σου έκαναν όταν ήσουν παιδί και έκλαιγες –γιατί τελείωσε το παγωτό, γιατί έσπασε ένα αγαπημένο παιχνίδι, γιατί η καλύτερή σου φίλη σταμάτησε να σου μιλάει.
Και τότε, ερχόταν κάποιος, η μαμά, ο μπαμπάς, η αγαπημένη σου θεία, μια μεγαλύτερη ξαδέλφη, σε έπαιρνε αγκαλιά, σε ρωτούσε «τι έχεις», σε καθησύχαζε ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά άρχιζε τη διήγηση μιας ιστορίας, αληθινής ή φανταστικής, που σου θύμιζε την κατάστασή σου ή ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν, κι εσύ ηρεμούσες, χαλάρωνες, ξεχνούσες το βάσανο που σου είχε προκαλέσει τόση θλίψη και άρχιζες να ρωτάς: Πώς έγινε αυτό; Γιατί δεν έκανε το άλλο; Και τώρα τι πρέπει να κάνουν; Και οι απαντήσεις έρχονταν απλά, αβίαστα, χωρίς κομπιάσματα, με μια σοφία που σε ηρεμούσε. Και σε λίγη ώρα όλα ήταν καλά. Και εσύ ήξερες, το ένιωθες ότι το ήξερες, πως ναι, υπάρχουν δυσκολίες και αναποδιές, αλλά όλα ξεπερνιούνται. Και πως μικροί σε ηλικία άνθρωποι, ή λίγο μεγαλύτεροι, ακόμη και αν έπρεπε να αντιπαλέψουν ένα βουνό προβλήματα, στο τέλος ήταν νικητές και ευτυχισμένοι.
Ενα τέτοιο παραμύθι μού έλειπε. Και νόμιζα –νομίζω– ότι λείπει από πολλούς ανθρώπους. Κυρίως λείπει από τα παιδιά, τα δικά μας, που ζουν κάπως καλά, αλλά κυρίως τα παιδιά του πολέμου. Εκείνα που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, πιο πριν στη Συρία και στο Ιράκ, μετά στην Ουκρανία και ξανά –και ξανά– στη Γάζα, κάποια και στο Ισραήλ. Παιδιά που είδαν το πραγματικό πρόσωπο του φόβου και του θανάτου, που έχασαν ανθρώπους δικούς τους και αναγκάστηκαν να αφήσουν τα παιδικά τους κρεβάτια –όσο φτωχά κι αν ήταν, ήταν τα δικά τους.
Εξω είχε αρχίσει να κάνει επιτέλους κρύο. Αν και δεν είχα ζήσει φθινόπωρο, παρά κάτι που με κόπο θύμιζε ενδιάμεση εποχή, η μνήμη του καλοκαιριού ξεθώριαζε και το μόνο που ονειρευόμουν ήταν ένας όμορφος χειμώνας: με ζεστά ροφήματα, μαλακές κουβέρτες και μάλλινα χαλιά και μαλακά μαξιλάρια για να κάθομαι στο πάτωμα, καλή παρέα τις μέρες της ανάπαυσης και ωραίες ιστορίες, κατάλληλες να τις μοιραστείς, να γελάσεις και να συγκινηθείς. Ετσι, σαν παραμύθια για μεγάλους, που μπορεί να μη σε διδάσκουν, αλλά σε καλοπαίρνουν και σε ξεκουράζουν.
Ετσι θυμήθηκα τον «Λαβύρινθο του Πάνα», εκείνο το μαγευτικό –αλλά και τόσο δυστοπικό– παραμύθι του Γκιγέρμο ντε Τόρο. Και παράλληλα σκέφτηκα τα χιλιάδες αυτά παιδιά που σαν την ηρωίδα του, τη βιβλιοφάγο μικρή Οφηλία, ψάχνουν ένα ψέμα για να χωθούν και να σωθούν.
Να γίνει η δύσκολη, αφόρητη και απολύτως άδικη ζωή τους ένα παιχνίδι με τη φαντασία και τα πλάσματά της, μήπως αντέξουν και σωθούν, και αν χαθούν να νιώθουν ότι την ώρα εκείνη γίνονται κάτι άλλο, μεγάλο, καλό, δυνατό. Πρίγκιπες και πριγκίπισσες, ήρωες γενναίοι, προστάτες όσων το έχουν ανάγκη.
Αλλά τις ημέρες αυτές, τα χειμωνιάτικα παραμύθια είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Ειδικά αν προσπαθείς να διασώσεις την ανθρωπιά σου και μαζί την ηρεμία του πνεύματός σου. Γιατί μπορεί να πέφτουμε τα βράδια εξαντλημένοι από την κούραση για ύπνο και χανόμαστε στον αναγκαίο για την επιβίωσή μας «μισό θάνατο», αλλά όταν ανοίγουμε τα μάτια ο κόσμος μας είναι ο ίδιος. Και οι εικόνες που βλέπεις –όταν στις ειρηνικές γωνιές γνωρίζεις πως υπάρχει τόσο απλή, αστείρευτη, γνήσια ομορφιά– είναι τόσο σκληρές, τόσο δύσπεπτες, που δεν σε αφήνουν να ηρεμήσεις.
Κι έτσι, εκείνο το βράδυ, έμεινα τυλιγμένη στην κουβέρτα μου, με έναν φουντωτό, ανέμελο τεμπελόγατο να κοιμάται στα πόδια μου, ενώ διάβαζα ειδήσεις. Οταν κοιμήθηκα όνειρα δεν είδα. ‘Η δεν τα θυμόμουν το πρωί. Καλύτερα;
Ποιος ξέρει; Θα ήθελα όμως να έχω τη γεύση από ένα όνειρο καλό.
Σχόλια