Μεγάλες καρδιές vs μικρά μυαλά

ΧΕΡΙΑ, 1884-1885, ΒΙΝΣΕΝΤ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
Από το efsyn.gr / Τρίτη Ματιά / Αρχοντία Κάτσουρα
Μικρές είναι οι ζωές των ανθρώπων, λίγες και συνήθως μικρές οι χαρές τους. Την περισσότερη ζωή την περνούν μέσα στη ρουτίνα μιας καθημερινότητας που μπορεί να επέλεξαν, μπορεί όμως και όχι. Γιατί -με ελάχιστες εξαιρέσεις στα δισεκατομμύρια των «κοινών θνητών» του πλανήτη- η ζωή κυλά μέσα σε ένα σφικτό πλέγμα δουλειάς - υποχρεώσεων - οικογενειακής ζωής.

Αν μπορείς, αν φτάνει ο μισθός, αν το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις, θα πας κι ένα σινεμά, ένα θέατρο, λίγες ημέρες διακοπές, θα διαβάσεις ένα βιβλίο. Θα κάνεις κάτι από όλα αυτά που μπορεί να δίνουν νόημα στην ύπαρξη ή απλώς να την κάνουν πιο υποφερτή. Κι ύστερα, θα επιστρέψεις στο ίδιο το γνώριμο και σταθερό, που θα σε καθησυχάσει, γιατί δεν θα σε ξεβολέψει. ‘Η που δεν θα σε αφήνει να κοιμηθείς το βράδυ -γιατί τελικά, αυτά που σε βασανίζουν δεν «σβήνουν» με παυσίπονα και «γιατροσόφια».

Ποιος μπορεί να πει ότι είχε εύκολη ζωή; Λίγοι, και από αυτούς λιγότεροι είναι αυτοί που συνειδητοποιούν ότι την έχουν. Και τι σημαίνει εύκολη ζωή; Τα πολλά λεφτά; Σίγουρα λύνουν προβλήματα, διευκολύνουν καταστάσεις, ίσως και να διασώζουν σε κάποιες περιστάσεις. Το ασφαλές περιβάλλον; Ποιο είναι αυτό; Να μην ανησυχείς για τίποτα; Να μη χρειάζεται να προσπαθείς για τίποτα; Κάποιοι άλλοι να φροντίζουν για όλα αυτά κι εσύ να μην ενδιαφέρεσαι να δεις έξω από το χρυσό κλουβί σου; Ούτε τον άνθρωπο που πεθαίνει δίπλα σου;

Η ανθρώπινη ζωή είναι συνυφασμένη με τη γέννηση και τον θάνατο, με την απώλεια και τη δυσχέρεια. Και αν κάποιος είναι τυχερός -και κουνήσει λίγο και τα χέρια του- με μερικές στιγμές ευτυχίας που δεν θα περιγράφονται με λόγια. Και με μικρές χαρές ή κάποιες απολαύσεις, που συχνά δεν αγοράζονται, αλλά είναι εκεί και περιμένουν να τις ανακαλύψεις: στιγμές γέλιου με φίλους, ένα νόστιμο φαγητό, μια έναστρη νύχτα στις αρχές του καλοκαιριού, μια καθησυχαστική αγκαλιά, ένα χάδι, η συντροφιά ενός ζώου και η παρουσία ενός ή δύο ή τριών ανθρώπων, που θα είναι εκεί στα πολύ δύσκολα και μετά και στις χαρές.

Η ευτυχία και η δυστυχία του ανθρώπου είναι ότι, συνήθως, έχει συναίσθηση αυτών που του συμβαίνουν και, σε κάποιο βαθμό, των συνεπειών τους. Και η γνώση του πεπερασμένου της ζωής μπορεί να είναι ένας άξονας γύρω από τον οποίο λαμβάνει τις αποφάσεις για το πώς θα ζήσει. Αν θα είναι «καλός» ή «κακός» ή κάτι ανάμεσα στα δύο, εξαρτάται από πολλά: τον χαρακτήρα, το περιβάλλον, την παιδεία, τη διαπαιδαγώγηση και τη συνείδηση του κόσμου αλλά και από τυχαία γεγονότα που μπορούν να τον κάνουν να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται.

Θυμάμαι τις γιαγιάδες της Λέσβου. Εκείνες τις καλές γυναίκες, καλές χωρίς κανένα εισαγωγικό, που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, για να φροντίσουν κατατρεγμένους που βγήκαν μισοπνιγμένοι και ταλαίπωροι στο νησί τους. Που στα μωρά παιδιά των προσφύγων είδαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους και έκαναν ό,τι θα είχαν κάνει για τα δικά τους. Δεν σκέφτηκαν εθνικότητα, θρησκεία ή φυλή, είδαν τον άνθρωπο. Και πλάι τους στάθηκαν και άλλοι άνθρωποι, που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι και πρόσταζε η καρδιά τους.

Και δεν μπορώ να μην τις αντιπαραβάλλω με τους άλλους, εκείνους που οχυρωμένοι πίσω από το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνικότητα, βλέπουν παντού εχθρούς και μόνο δηλητήριο έχουν να πετάξουν, καλλιεργώντας το μίσος. Είτε γιατί μόνο αυτό ξέρουν είτε γιατί αυτό είναι το «συμφέρον» ή αυτό που «πουλάει».

Και αναρωτιέμαι. Οι γιαγιάδες της Λέσβου, γυναίκες μάλλον φτωχές, που μπορεί να μην πέρασαν από τα μεγάλα σχολεία και τα μεγάλα σαλόνια, γιατί είχαν τόσο μεγάλες καρδιές; Και εκείνοι οι άλλοι, που τα είχαν και τα έχουν όλα αυτά, γιατί έχουν τόσο μικρό μυαλό; Και αν τα βάλω τελικά στο ζύγι, τι είναι αυτό που το κάνει να γύρει;

Σχόλια