Η λέξη «ναυάγιο» προέρχεται από το «ναυαγός», που το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ορίζει ως εκείνο το πρόσωπο που βρέθηκε στη θάλασσα χωρίς τη θέλησή του και, μεταφορικά, ως τον άνθρωπο που έχει χάσει κάθε ελπίδα να φτάσει στην πραγματοποίηση των στόχων του ή που τον βρήκαν στη ζωή μεγάλες συμφορές.
Η λέξη ετυμολογείται από το «ναυ» (ναυς=πλοίο) και το «αγός», από το «άγνυμι» που σημαίνει «σπάζω, συντρίβω», οπότε το «ναυαγός» θα προσδιόριζε εκείνον που «συντρίβει το πλοίο του».
Επειδή κανένας εχέφρων και τίμιος δεν θα άνοιγε μια τρύπα στο δικό του το καράβι, ούτε θα το έριχνε στα βράχια με τη θέλησή του, «ναυαγός» συνεπώς είναι αυτός που καταστρέφει το πλεούμενό του επειδή δεν μπορεί να αποφύγει το κακό, επειδή οι καιρικές συνθήκες ή κάποια αβαρία το πάνε φούντο. Οπότε, ναι, ο ναυαγός είναι ο ναυτικός που έσπασε το καράβι του - χωρίς όμως να το θέλει.
Χωρίς να το θέλει; Η μελέτη των λέξεων μπορεί να σε βοηθήσει να καταλάβεις καλύτερα τον εαυτό σου και τον κόσμο γύρω σου. Λοιπόν, από μια άποψη, όλοι μας είμαστε κάπως σαν ναυαγοί, ο ελληνικός λαός, εννοώ, που τελικά το ’ριξε, ηθελημένα ή άθελά του, το καράβι στα βράχια για τα καλά. Πολιτικώς αλλά και κοινωνικώς. Από ακρισία, φιλοτομαρισμό, άγνοια ή δεν ξέρω ’γώ τι άλλο, το βουλιάξαμε το καράβι. Οι φτωχοί γίνονται και επισήμως φτωχότεροι, οι πλούσιοι πλουσιότεροι, οι άδικοι παραμένουν ατιμώρητοι, η ιδιωτεία, με κάθε έννοια και συμπαραδήλωση, κυριαρχεί, ενώ η κοινωνία γίνεται πιο συντηρητική, πιο φοβισμένη, πιο άγρια, πιο θρησκόληπτη, πιο δυσανεκτική – πόσες γυναικοκτονίες είπαμε πως έχουμε από την αρχή του χρόνου;
Βέβαια, κατ’ άλλους, όλα αυτά είναι ανοησίες, καταστροφολογικές μιζέριες και τα πάντα πάνε κατ’ ευχήν. Το καράβι της πατρίδος πλέει σταθερά, κυβερνημένο από δυνατό χέρι και άγρυπνο μάτι, προς ένα λαμπρό μέλλον. Κι αν μας τύχει κάτι κακό, έχουμε τους ηρωικούς λιμενικούς μας για να το ρυμουλκήσουν αυτό το κακό μακριά απ’ τη ρότα μας κι αν τουμπάρει, τούμπαρε. Αυτή η χώρα γελοιοποιείται ακόμα κι όταν εγκληματεί.
Το ναυάγιο, πάντως, είναι μια λέξη σημαδιακή. Είναι η άλλη, η σκοτεινή πλευρά της ενδόξου ιστορίας μας, κι όχι μόνο της ναυτικής. Πολλά έχουμε αποτολμήσει και την έχουμε πατήσει, ως μεμονωμένα άτομα και ως λαός, και πολλές μεγάλες συμφορές, ανήκουστες, μας έχουν βρει. Η έκφραση «ναυάγησαν τα σχέδιά του» τείνει να γίνει το εθνικό μας σλόγκαν. Αυτή η κακοδαιμονία, το «κακό το ριζικό μας», που λέει κι ο ποιητής, έχει αισθητικοποιηθεί, έχει γίνει Τέχνη. Παράδειγμα, τα «Ναυάγια της ζωής», μια δραματική ταινία του 1959, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πλυτά, σενάριο Ορέστη Λάσκου, μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με πρωταγωνιστές τους Τζένη Καρέζη, Ανδρέα Μπάρκουλη, Ελένη Ζαφειρίου, Παντελή Ζερβό, κ.ά.
Δηλαδή, κάτι δεν πρέπει να πηγαίνει καθόλου καλά μ’ αυτή τη χώρα, εάν γυρίζονται, προβάλλονται και βλέπονται λαϊκά δράματα, στα οποία μια κοπέλα, διωγμένη από τον πατέρα της και εγκαταλειμμένη από τον αγαπημένο της, καταλήγει σε οίκο ανοχής, όπου εκεί τη συναντά και την ερωτεύεται εν αγνοία του ο αδερφός της, κάτι που την οδηγεί στην αυτοκτονία, αλλά τη σώζει ο καλός της, ο γιατρός που την είχε παρατήσει! Μήπως μόνοι μας το σπάμε το καράβι;
«Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο
βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο
καθότανε στο διπλανό σκαμπό
και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό
Του είπα παππούλη τι ζητάς εδώ
δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό
μου είπε, τέκνον κάνεις μέγα λάθος
εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος
Κοίταξε γύρω του στεγνούς και μεθυσμένους
και μου είπε εγώ τους αγαπάω τους κολασμένους
αν θες ν’ αγιάσεις πρέπει ν’ αμαρτήσεις
ε κι αν προλάβεις, ας μετανοήσεις».
«Μπαρ το ναυάγιο» Αρλέτα
Σχόλια