Από το f/b Stratakis Mixalis (τίτλος ανάρτησης keep life)
Άλλη μια διήγηση θα σας κάμω, για κείνες τις εποχές, για κείνα τα ήθη και για κείνους τους πολιτικούς, κι ας ήτανε δεξιοί.
Για τον αείμνηστο Κωστή Στεφανόπουλο θα σας μιλήσω.
Έχω να θυμάμαι ένα πολύ χαρακτηριστικό περιστατικό που δείχνει το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.
Συνέβη και αυτό στα 1981.
Λίγο πριν τις εκλογές. Άγρια περίοδος αφού τα αίματα έβραζαν.
Από τη μια όχθη έβραζαν τα αίματα εκείνων που κρατούσαν και το πεπόνι και το μαχαίρι της εξουσίας και δεν ήθελαν να το χάσουν και από την άλλη έβραζαν τα αίματα εκείνων που διεκδικούσαν και το πεπόνι και το μαχαίρι.
Το όλο κλίμα μύριζε προεμφυλιοπολεμική περίοδο.
Εκείνοι που έβλεπαν ότι λίαν συντόμως θα έφευγε από τα χέρια τους η εξουσία, έψαχναν να βρουν εξιλαστήρια θύματα για να δικαιολογήσουν τα δικά τους λάθη και για να φορτώσουν αλλού τις δικές τους ευθύνες.
Ένα από αυτά τα εξιλαστήρια θύματα – αν όχι το μοναδικό – ήμουν εγώ.
Αποτελούσα το «κόκκινο πανί» για τους «ταύρους» της Νέας Δημοκρατίας, λόγω της αρθρογραφίας μου στη «Θεσσαλονίκη».
Μέχρι και σκοποβολή με βέλη πάνω στη φωτογραφία μου έκαναν εκείνη την εποχή οι ΟΝΝΕΔίτες, τα «βαμπίρ» όπως τους αποκαλούσα.
Μέχρι και κάποιους αρσιβαρίστες είχαν προσλάβει για να μου κάνουν «ζημιά» μέσα σε ένα γυμναστήριο που πήγαινα στην οδό Βενιζέλου και ευτυχώς που οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες του με ενημέρωσαν εγκαίρως και έτσι δεν βρέθηκα «τυχαία» πλακωμένος κάτω από μια μπάρα με βάρη.
Τέτοιο ήταν το κλίμα τότε.
Αλλά εγώ δεν χαμπάριαζα.
Ίσα – ίσα φρόντιζα να τους μπαίνω στη μύτη για να έχω μετά να γράφω στη στήλη μου τις ανοησίες που έκαναν σε βάρος μου.
Σε μια μεγάλη ταβέρνα στην Αρετσού, λοιπόν, γινόταν μια συνεστίαση της ΝΔ στην οποία ομιλητής ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος, υπουργός της τότε κυβέρνησης.
Και επειδή τον συμπαθούσα και επειδή με ενδιέφερε να τον ακούσω αλλά και επειδή ήθελα να ξαναμπώ στη μύτη των συγκεντρωμένων, πήγα στην εκδήλωση.
Ε, λοιπόν, αν έβλεπαν να μπαίνει στην αίθουσα ο ίδιος ο Βελζεβούλ δεν θα αντιδρούσαν όπως αντέδρασαν μόλις είδαν εμένα. Κάποιοι βούτηξαν πάνω από το τραπέζι μαχαίρια, άλλοι έπιασαν πιρούνια, όλοι από κάτι έπιασαν.
Εγώ, κύριος.
Σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Στήθηκα σε μια γωνιά ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο, καλού κακού, άνοιξα το σημειωματάριό μου, έβαλα το κασετόφωνό μου να καταγράψει την ομιλία του Κωστή και έκλεισα τα αφτιά μου.
Όσο, όμως, και αν τα είχα κλείσει, πάλι άκουγα τα μπινελίκια που μου ερχόντουσαν σταλμένα από κάθε σημείο της αίθουσας.
Χώρια τα νοήματα που έβλεπα να μου κάνουν με τα μαχαίρια, τα πιρούνια και το λυγισμένο δάχτυλο του χεριού τους.
Και ο Κωστής Στεφανόπουλος τα έβλεπε εκείνα αλλά τι μπορούσε να κάνει;
Άλλωστε κανένας δεν ασχολιόταν μαζί του.
Όλοι με εμένα ασχολιόντουσαν.
Κάποια στιγμή το ποτήρι της υπομονής μου ξεχείλισε. Έβαλα στην τσέπη μου το σημειωματάριο και το μαγνητόφωνο και έφυγα χωρίς να τους … καληνυχτίσω.
Αυτοί όμως με καληνύχτισαν με ένα «ουστ».
Εκείνη τη στιγμή και ενώ βρισκόμουν ήδη στην πόρτα γύρισα και κοίταξα τον Κωστή. Είχε σταματήσει να μιλάει και ήταν κατακόκκινος.
Πήγα κατευθείαν στην εφημερίδα μου και πριν μου φύγουν τα νεύρα άρχισα να γράφω για τα όσα είχαν γίνει λίγη ώρα πριν στην Αρετσού.
Δεν είχα τελειώσει το κομμάτι που έγραφα, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου.
Ήταν ο αείμνηστος Κώστας Δημάδης, διευθυντής της «Μακεδονίας» που στεγαζόταν έναν όροφο κάτω από εμάς.
«Μπορείς να κατεβείς για λίγο κάτω που σε θέλω;» με ρώτησε.
Άφησα το γραφείο μου και κατέβηκα στη «Μακεδονία».
Ο Κώστας Δημάδης δεν καθόταν στο γραφείο του στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας της εφημερίδας.
Ενώ τον έψαχνα, τον είδα όρθιο στην ανοιχτή πόρτα ενός ιδιαιτέρου γραφείου που υπήρχε στην εφημερίδα και το οποίο χρησιμοποιούνταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Μου έκανε νόημα να πάω εκεί και πήγα.
Μπαίνοντας στο γραφείο είδα όρθιο τον Κωστή Στεφανόπουλο να με περιμένει. Απόρησα πότε πρόλαβε και έφυγε από το κέντρο που μιλούσε και είχε φτάσει στην εφημερίδα.
Σίγουρα δεν είχε ολοκληρώσει την ομιλία του.
«Ήρθα για να σου ζητήσω συγνώμη γι αυτά που έγιναν σε βάρος σου» μου είπε
Τα έχασα. Δεν είχα συνηθίσει να μου ζητούν συγνώμη και μάλιστα άνθρωποι της εξουσίας.
«Μα δεν φταίτε εσείς κύριε υπουργέ…» του απάντησα.
Η απάντησή του με καθήλωσε.
«Έφταιγα και εγώ Μιχάλη, γιατί έπρεπε να προλάβω τα όσα συνέβησαν» μου τόνισε.
Αυτός ήταν, ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Η «συγνώμη» του ήταν ειλικρινής και χωρίς ανταλλάγματα.
Αυτό που έκανε δεν το έκανε για να με «μαλακώσει» και έτσι να εξασφάλιζε ότι δεν θα έγραφα εναντίον του κόμματός του τίποτα για τα όσα είχαν συμβεί.
Ούτε καν μου έθιξε τέτοιο θέμα.
Δεν τον ενδιέφερε το τι θα έγραφα και εναντίον ποίων θα έστρεφα τα πυρά μου.
Απλώς, βρέθηκε μάρτυρας σε μια κατάφορη αδικία που έγινε, παρουσία του, σε βάρος ενός δημοσιογράφου που κανένα δεν προκάλεσε και απλά πήγε για να κάνει τη δουλειά του.
Και αυτή η αδικία αισθάνθηκε να τον πνίγει.
Αν ήταν άλλος στη θέση του, σίγουρα διαφορετικά θα αντιδρούσε.
Όχι «συγνώμη» δεν θα μου ζητούσε αλλά το πιθανότερο θα ήταν όταν έβλεπε τους άλλους να έχουν χουφτώσει τα μαχαιροπίρουνα, να χούφτωνε κι αυτός τη σωλήνα του μικροφώνου και να έδινε το σύνθημα «βουρ και τον φάγαμε».
Αυτός ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Άντε τώρα, να συγκρίνω αυτόν τον γίγαντα, με τους σημερινούς πολιτικούς νάνους, που κρεμούν τα νταούλια τους στο ίδιο κομματικό καρφί που εκείνος κρεμούσε τ’ άρματα του.
Ο Κωνσταντίνος (Κωστής) Στεφανόπουλος
(Πάτρα, 15 Αυγούστου 1926 – Αθήνα, 20 Νοεμβρίου 2016) ήταν δικηγόρος και πολιτικός ενώ διετέλεσε δέκατος (10ος) Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, από το 1995 έως το 2005. Εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995 με τη στήριξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Πολιτικής Άνοιξης, και κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του έχαιρε υψηλής δημοφιλίας.
Από το el.wikipedia.org
Σχόλια