Από το efsyn.gr / Ανοχύρωτη Πόλη / Θωμάς Τσαλαπάτης 30-31.07.22
Το καλοκαίρι ως απειλή
Η επιθετική ζέστη, η απότομη δικτατορία του υδραργύρου, ο παραλυτικός καύσωνας δεν θυμίζουν πια μια απλή εποχική μεταβολή.
Ο ερχομός του καλοκαιριού κουβαλάει μονίμως κάτι από τον παιδικό ενθουσιασμό. Έναν ενθουσιασμό που μπορεί να θάφτηκε κάτω από τόνους σοβαρών συμπεριφορών, υποχρεώσεων, ματαιώσεων, οργανογραμμάτων και αιχμηρών πραγμάτων.
Όπως όμως κάθε τι το υπόγειο, έτσι και ο ενθουσιασμός σκάβει σιωπηλά προς τα μέσα. Και είναι ο πληθυντικός των καλοκαιριών αυτός που επιστρέφει συμπυκνωμένος σε ένα ακαθόριστο αίσθημα που μας κάνει να το αναμένουμε σαν απελευθέρωση από τον ενσαρκωμένο ρυθμό της ρουτίνας. Γιατί το καλοκαίρι είναι μια διακοπή που υπενθυμίζει, μια αλλαγή των όρων με τους οποίους υπάρχει ο χρόνος, ένας θρίαμβος του παρόντος πολιορκημένος από την κανονικότητα των ζωών μας.
Τα τελευταία καλοκαίρια λειτούργησαν ακόμα πιο έντονα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν ήταν απλώς μια διακοπή ή μια ανάπαυλα. Πολύ περισσότερο είχαν αυτό τον χαρακτήρα του επείγοντος. Μια φυγή από τις παρανοϊκές χρονιές του εγκλεισμού και των περιορισμών. Μια παρατεταμένη στιγμή που θα σου επέτρεπε να ξεχαστείς και ίσως εκεί μέσα να έπιανες τον εαυτό σου ακόμα και να αισιοδοξεί.
Ναι, το γνωρίζουμε ότι τα προηγούμενα καλοκαίρια επιτράπηκαν αποκλειστικά για κυνικά οικονομικούς λόγους με την υπογραφή της πιο ανεύθυνης κυβέρνησης των τελευταίων αιώνων, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν σημαίνει πως δεν λειτούργησαν. Το καλοκαίρι είναι διαρκώς καλοκαίρι.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά φέτος το καλοκαίρι μοιάζει διαφορετικό. Πιο απειλητικό. Πιο αιχμηρό. Είναι ίσως η επιστροφή μας σε μια σχετική κανονικότητα που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως υπάρχουν και άλλα προβλήματα πέρα από αυτό της πανδημίας. Είναι ίσως τα γεγονότα που φανερώνονται με τον αμείλικτο τρόπο του αντικειμενικού. Οι πρωτοφανείς θερμοκρασίες στην Ευρώπη, οι διαδοχικές πυρκαγιές κατά μήκος της ηπείρου, οι θάνατοι από τη ζέστη σε μια σειρά από χώρες.
Είναι ίσως η δική μας μοίρα σε αυτόν τον ξεχασμένο από τον θεό τόπο με τα αλλεπάλληλα μέτωπα των πυρκαγιών, τις χαμένες περιουσίες και το βιασμένο περιβάλλον. Και μαζί με τη ναρκισσιστική ανικανότητα των ιθυνόντων, αυτή που συγχαίρει τον εαυτό της ακριβώς γι’ αυτά που δεν έκανε και αναζητά επιβεβαίωση αποκλειστικά στη διαστρέβλωση της πληροφορίας αδιαφορώντας για τη στάχτη των γεγονότων.
Η επιθετική ζέστη, η απότομη δικτατορία του υδραργύρου, ο παραλυτικός καύσωνας δεν θυμίζουν πια μια απλή εποχική μεταβολή. Είναι εικόνα και μαζί στιγμιαίο βίωμα ενός κόσμου που αλλάζει απότομα. Είναι η ασφυξία ενός κόσμου που βαδίζει προς τα κάπου που δεν γνωρίζουμε. Είναι η γενικευμένη αίσθηση πως κάτι έχει πάει πολύ λάθος.
Και η ταυτόχρονη ανησυχία πως είναι ίσως πολύ αργά για να το αλλάξουμε. Είναι η θέαση ενός συλλογικού σφάλματος που μοιάζει ικανό να αφανίσει σε πρωτόγνωρη κλίμακα. Είναι, ίσως, η αρχή της μεγάλης υπαρξιακής περιπέτειας του είδους μας.
Όλα αυτά ακούγονται συχνά κάπως πομπώδη. Το πρόβλημα είναι πως δυστυχώς δεν είναι. Είναι απλώς μια πρόχειρη μετάφραση των αριθμών. Το καλοκαίρι υπάρχει πια ως απειλή. Και κάθε χρόνο θα είναι μια απειλή ακόμα πιο έντονη. Από περίοδος απόλαυσης μετατρέπεται σε περίοδο όπου η καταστροφή θα βαθαίνει όλο και περισσότερο και -απ’ όσο όλα δείχνουν- με ταχύτητα που δεν έχουμε υπολογίσει.
Σύντομα το καλοκαίρι θα ταυτιστεί με τις διαδικασίες της καταστροφής. Την απόλυτη υπερθέρμανση, τις διαδοχικές πυρκαγιές, την ασφυξία, την ερημοποίηση. Το καλοκαίρι μεταμορφώνεται σε απειλή προς τους ανθρώπους.
Και το φως επιστρέφει. Αυτήν τη φορά ως καταστροφή.
~~~~~
ΔΥΣΗ ΣΤΟ ΓΚΡΑΣ, 1918, ΦΕΛΙΞ ΒΑΛΟΤΟΝ
Τρίτη Ματιά / Αρχοντία Κάτσουρα
«Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου»*
Ο Ιούλιος με το «φωτεινό πουκάμισο»** έφευγε, ανοίγοντας τον δρόμο για τον «πέτρινο Αύγουστο»** με τα μικρά ανώμαλα σκαλιά. Οι νύχτες ήταν ζεστές -όχι όσο οι μέρες. Γρύλοι και τζίτζικες συνόδευαν τις ώρες έως ότου να αποφασίσεις να πας για ύπνο -δεν γινόταν διαφορετικά, μετά την ταλαιπωρία του καύσωνα. Πώς να αντέξεις τη φλεγόμενη πόλη.
Εχεις ξεκουραστεί ύστερα από την πολυτέλεια των ολιγοήμερων διακοπών. Το αισθάνεσαι, το βλέπεις στο δέρμα και στο πρόσωπό σου, ακόμη μπορείς να ανακαλείς στη μνήμη την αίσθηση του νερού στο Αιγαίο -εκεί όπου ο βοριάς πάντα θα κάνει αυτό που πρέπει.
Το ότι έχεις ξεκουραστεί το ξέρεις και από κάτι ακόμα: οι σκέψεις σου καθάρισαν. Μαζί με το σώμα που βρήκε πάλι το σχήμα του μέσα στο νερό -ελεύθερο από τους περιορισμούς των ρούχων και τη βαρύτητα που τράβαγε τα πόδια σου κάτω-, το νευρικό σύστημα χαλάρωσε ξυπνώντας από τη δροσιά και το αλάτι, το πνεύμα βρήκε χώρο να απλωθεί και να τακτοποιήσει τα ντουλάπια του. Να πετάξει τα παλιά, να αερίσει τα πολύτιμα, να αποθηκεύσει τα αείποτε χρήσιμα και να κάνει χώρο για τις νέες ή διαρκείς ανάγκες, τις ιδέες και -γιατί όχι;- τα όνειρα. Γιατί «ζει κανείς μόνον με έναν ξερό μισθό;»***.
Τη μεγαλύτερη δουλειά την έκαναν οι νύχτες. Οταν μέσα από το σκοτάδι μιας βεράντας η μόνη θέα σου είναι ο έναστρος ουρανός και τα φώτα των πλοίων πέρα βαθιά στη θάλασσα, ή εκείνα που τρεμοπαίζουν στο απέναντι νησί. Μικρά κίτρινα ή λευκά φωτάκια, κάποια που φαντάζουν κόκκινα -σαν την ουρά της πυγολαμπίδας. Τα όρια του μυαλού διευρύνθηκαν όλα, με το δροσερό αεράκι που παίρνει τη λάβρα από το κοκκινισμένο δέρμα και το καιόμενο μυαλό, έγιναν πιο καθαρά, πιο σαφή, σίγουρα πιο ειλικρινή -αρκούσε να θέλεις να ακούσεις αυτό που μέσα σου ξέρεις, το είχες δει στο όνειρό σου ένα βράδυ που η ησυχία σε άφησε να καταλάβεις εσένα πρώτα και ύστερα, ίσως λίγο, τους άλλους.
Δεν έχει λόγια αυτή η αλήθεια, δεν έχει λέξεις -κι αν έχεις φωνήεντα και σύμφωνα να την ντύσεις, είναι φτωχά, μικρά και λίγα και δεν χωράνε το μεγάλο, το όλον των εννοιών. Αλλά τις ξέρεις, τις κατανοείς βαθιά. Οπως εκείνη την ώρα, που καθόσουν σε μια μεγάλη πέτρα, κάτω από ένα αρμυρίκι, με τα πόδια σου μέσα στο νερό. Μόνη μουσική ο φλοίσβος, ίσως και ένα τζιτζίκι. Οποιος πέρασε δίπλα σου ίσως να σκέφτηκε πως ρεμβάζεις, πως απολαμβάνεις μια στιγμή στον διεσταλμένο χρόνο των διακοπών. Ενας από τους πολλούς. Σε έναν πλανήτη τόσων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, θα υπάρχουν κι άλλοι σαν εσένα -ευτυχώς. Εκείνη είναι ακριβώς η στιγμή που έκανες τη σημαντική δουλειά, χωρίς περισπασμούς, χωρίς φιοριτούρες και ωραιοποιήσεις. Δεν τις χρειαζόσουν, βρισκόσουν μέσα στην απόλυτη ομορφιά.
Και τώρα που είσαι πίσω, στο λίγο-πολύ ίδιο «κάθε μέρα», ξέρεις τι θέλεις, τι αγαπάς, τι επιθυμείς βαθιά και για ποιο πράγμα και -κυρίως- πώς πρέπει να παλέψεις. Ξέρεις και έως πού μπορείς να φτάσεις -με όλα τα όρια που σου έχουν επιβάλει ο κόσμος, οι συνθήκες, ο χαρακτήρας και πάνω από όλα οι επιλογές σου. Βοηθός, αναπόφευκτα, το όνειρο.
«Είναι ελευθέρα η είσοδος;/ Οχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου/ πριν ελπίσω»***. Σου τη δίνει, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αλλά με «κάποιες οδηγίες αυστηρές». Ελπίζεις να τις θυμάσαι όλες στην πορεία. Κυρίως εκείνη που λέει «ν’ αφήσω/ το αίτημά μου στην κρεμάστρα/ ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ/ κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα/ μ’ αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου»***.
Δύσκολος ο δρόμος που ανοίγεται, αλλά είναι δρόμος.
* Από το ομώνυμο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. ** Από τους «Ναούς στο σχήμα τ’ ουρανού» - Οδυσσέας Ελύτης. *** Κική Δημουλά, «Συνέντευξις», από την «Εφηβεία της λήθης»
archkatsoura@yahoo.gr
Σχόλια