Μπροστά σε μια τρομακτική αφήγηση ή μπροστά σε ένα σωστά κατασκευασμένο αστείο δεν υπάρχουν φίλτρα.
Οι μέρες περνούν μέσα σε μια μουντή συνθήκη. Λίγο ο καιρός με τα πισωγυρίσματά του, λίγο τα νέα που δεν σε αφήνουν ποτέ να ησυχάσεις, λίγο ο διαρκής βραχνάς της πανδημίας που σε λίγους μήνες τελειώνει και λίγους μήνες μετά επιστρέφει. Είναι το μέλλον μας βομβαρδισμένο και οι συνθήκες άσχημες.
Είναι η ακρίβεια που πολιορκεί πέρα από οποιοδήποτε παράλογο και μαζί η μηδενική κοινωνική συσπείρωση ως ανάχωμα για το οτιδήποτε. Είναι μια μαλακή δυστοπία, φτιαγμένη από την εξάντληση, την απογοήτευση και την αίσθηση αυτή πως χάνεις τη ροή των αλλαγών. Πως τα πράγματα αλλάζουν και εσύ δεν τα παίρνεις καν χαμπάρι.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας δίνει χαρά. Οχι χαρά ακριβώς. Ποια είναι η συνθήκη αυτή που μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντανοί κάτω από το παρατεταμένο μούδιασμα. Και δεν μιλώ εδώ για τις μεγάλες εμπειρίες. Γι’ αυτές που απαιτείται σχεδιασμός και σώμα, δραστηριότητα και γεγονότα. Μιλώ κυρίως για τις μικρές στιγμές, τις στιγμές εκείνες στις χαραμάδες της καθημερινότητας.
Τις στιγμές που διαβάζεις κάτι πριν κοιμηθείς, που κάνεις ένα διάλειμμα βλέποντας κάτι, που ξεχνιέσαι ενώ ψάχνεις κάτι άλλο. Είναι οι στιγμές αυτές που μας χτίζουν. Εκεί που γυρνάμε σχεδόν ασυναίσθητα όταν θέλουμε να αποδείξουμε πως ο χρόνος μπορεί να σταματήσει έστω για λίγο και πως υπάρχει ένας εαυτός κάτω από τον καθημερινό εαυτό μας που μένει περιφρουρημένος, διαρκής και συνειδητός ακόμα και τις στιγμές αυτές που δεν είναι ορατός από την επιφάνεια.
Εχουμε ανάγκη να γυρίζουμε στις πηγές. Στα στοιχεία εκείνα που ενυπάρχουν και βγαίνουν στην επιφάνεια απότομα και ακατέργαστα. Γιατί υπάρχει κάτι πιο βαθύ που μας συνέχει. Πέρα από τις επιλογές και το υπερεγώ, πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις και τις προσωπικές προτιμήσεις. Υπάρχει κάτι στα έγκατα, κάτι που ταυτίζεται με την ανθρωπινότητά μας. Οπως έχει. Χωρίς λογικές επεξεργασίες και φιλτραρίσματα. Κάτι ανθρώπινο που φτάνει σχεδόν πριν τον πολιτισμό.
Τα στοιχεία αυτά –όπως τουλάχιστον εγώ τα νιώθω και τα βιώνω– είναι το γέλιο και ο τρόμος. Τα στοιχεία αυτά ως αντιδράσεις κυρίως απέναντι σε καλλιτεχνικά ή έστω δημιουργικά προϊόντα. Απέναντι σε βιβλία ή ταινίες, ακόμα περισσότερο απέναντι σε προσωπικές αφηγήσεις στο πλαίσιο μιας παρέας ή μιας σχέσης. Υπάρχει κάτι στις δύο –φαινομενικά– διαφορετικές συνθήκες που ξυπνά ένα ξεχασμένο ανθρώπινο ορυκτό και στιγμιαία του δίνει σχήμα.
Μπροστά σε μια τρομακτική αφήγηση ή μπροστά σε ένα σωστά κατασκευασμένο αστείο δεν υπάρχουν φίλτρα. Το πολιτιστικό παραπέτασμα που μας καλύπτει ξηλώνεται και αναβλύζει ο εαυτός όπως κρύβεται κάτω από τα μπάζα της προσωπικότητας. Ως τρόμος του σώματος απέναντι σε κάτι που νιώθει να το απειλεί. Ως γέλιο του στήθους ως αντίδραση στο αναποδογύρισμα του κόσμου και της τάξης των πραγμάτων.
Αν γράφω για τα στοιχεία αυτά –έστω και πρόχειρα, έστω και βιαστικά– είναι γιατί πιστεύω πως έχουμε ανάγκη, ίσως περισσότερο από ποτέ, να έρθουμε σε επαφή με κάτι βαθύτερο, με κάτι πιο επείγον και κάτι πιο ανθρώπινο.
Με όρους καθημερινής χειρονομίας. Με τα στοιχεία αυτά που μας υπενθυμίζουν την υπόστασή μας και τα όριά μας. Που τελικά, κόντρα σε μια καθημερινότητα που μας πλακώνει, μας κάνουν να θυμηθούμε τα ανθρώπινα υλικά μας και μέσα από αυτά τις αναγκαιότητες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες της ανθρώπινης εκδοχής του εαυτού μας.
Σχόλια