Τα δισκάδικα που έμαθαν τη Θεσσαλονίκη ν' ακούει μουσική

Από το lifo.gr / Μαρία Παππά 
Πέντε άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει με τα δισκάδικα της πόλης, μουσικόφιλοι ή ιδιοκτήτες τους, μάς μιλάνε για την ιστορία τους.
Για δεκαετίες η Θεσσαλονίκη είχε μερικά από τα πιο θρυλικά δισκοπωλεία της Ελλάδας. Δισκάδικα που όχι μόνο διαμόρφωσαν την κουλτούρα τριών τουλάχιστον γενεών και δημιούργησαν ένα κοινό φανατικών μουσικόφιλων αλλά έγιναν και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης. Μαγαζιά όπως ο Πάτσης, το Blow Up, το Rollin’ Under, το Rock100, η Λένα, το Billboard, o Σούτσος, η Λύρα, το Bebop, το Stereodisc ήταν κάποτε το σημείο όπου συναντιούνταν όλες οι μουσικές φυλές, τότε που ήταν πιο ξεκάθαρα τα είδη και προτιμήσεις του κόσμου. Από την αρχή της νέας χιλιετίας και μετά ελάχιστα άντεξαν τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στη μουσική, τα πιο πολλά έκλεισαν, με εξαίρεση το Stereodisc και το Ποπ από τα παλιά, τα οποία επιμένουν σθεναρά και συνυπάρχουν με πιο πρόσφατα, όπως ο Λωτός και το Noise Records. Ωστόσο η κουλτούρα των δισκοπωλείων αντέχει ακόμα στη Θεσσαλονίκη και εξακολουθούν να υπάρχουν μαγαζιά-στέκια το ίδιο «ψαγμένα» και ειδικευμένα όσο και παλιά. Μιλήσαμε με πέντε άτομα που έχουν μεγαλώσει με τα δισκάδικα της πόλης για τις αναμνήσεις τους όλα αυτά τα χρόνια, επισκέπτες και πελάτες, καθώς και ιδιοκτήτες που εξυπηρετούν τις ανάγκες των μουσικόφιλων ακούραστα όλα αυτά τα χρόνια.

Αναστάσιος Διολατζής
Mουσικός Διευθυντής του Reworks Festival
«Το πρώτο δισκοπωλείο όπου πήγα ήταν ο Λωτός. Με τράβηξε εκεί ένας φίλος που ήδη ζούσε εδώ. Ο Λωτός έφερνε αρκετή ηλεκτρονική μουσική που τότε άκουγα και αγόραζα και ήταν από τα πιο διαχρονικά και αγαπητά δισκοπωλεία της πόλης. Ο άνθρωπος που είναι εκεί είναι απίστευτος, μουσικόφιλος πολύ και απίστευτα ευγενής. Το δισκάδικο έχει μια ευρεία γκάμα, δηλαδή ήταν από τα δισκοπωλεία που είχαν υποστηρίξει πιο πειραματικά, πιο experimental πράγματα. Έφερνε τέτοια από τότε. Στην Θεσσαλονίκη ήρθα για να μείνω μόνιμα το 2003-2004. Πήγαινα και σε άλλα δισκοπωλεία. Πιο πριν υπήρχε το Kinetik και άλλα, αλλά εγώ αυτά δεν τα πρόλαβα, το Billboard, το Music Kitchen. Τη δική μου την περίοδο υπήρχε το Noise, που έφερνε δίσκους ηλεκτρονικής μουσικής, πολύ progressive και house, και ο Λωτός, με πιο techno πράγματα, πιο experimental, και αυτά εμένα με είχαν κερδίσει περισσότερο τότε. Έκανα βόλτα όμως σε όλα τα δισκάδικα, στο Stereodisc π.χ., που είναι επίσης ιστορικό δισκοπωλείο και αρκετά κεντρικά στην Αριστοτέλους. Γενικά, το χαρακτηριστικό που έχουν τα δισκοπωλεία εδώ στη Θεσσαλονίκη είναι ότι οι άνθρωποι που τα έχουν, τα έχουν επειδή πραγματικά γουστάρουν πολύ τη μουσική, γι’ αυτό υποστηρίζουν τον θεσμό και το φορμάτ. Δεν ξέρω αν επιχειρηματικά έχει πολύ νόημα να κρατάς ένα δισκάδικο σήμερα. Δεν είναι τόσο πολύ cash mashine. Τέτοια συνθήκη υπάρχει και τώρα στη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί άλλα δισκοπωλεία, το Father, το 17 μια καρμική κατάσταση, το Vinyl Salvation. Το άλλο ενδιαφέρον που παρατηρείς είναι ότι πλέον έχουν εξειδικευτεί, π.χ. άλλο είναι πιο τζαζ, άλλο πιο άφρο. Έχεις δισκοπωλεία που είναι πιο dance, έχεις και δισκοπωλεία που είναι all around. Έχει κάτι για όλους.
Rock 100
Αυτό που έκλεισε πρόσφατα και στοίχισε στους μουσικόφιλους ήταν το Playground. Ο Ηλίας, ο ιδιοκτήτης του, είχε απίστευτες μουσικές γνώσεις και γούστο και τα πράγματα που έφερνε ήταν εξίσου καλά. Πραγματικά ήταν ένα δισκοπωλείο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από το Rush Hour της Ολλανδίας π.χ. Έφερνε πράγματα που μετά στο Discogs έδινες πολλά χρήματα για να πάρεις το δίσκο. Αν εξαιρέσεις αυτό είναι μια, καλή περίοδο για τη Θεσσαλονίκη αυτήν τη στιγμή. Έχει πολλά δισκάδικα, ίσως και περισσότερα απ’ όσα σηκώνει η αγορά ‒ μακάρι να κάνω λάθος. Να φανταστείς, πριν από την καραντίνα είχε ανοίξει το Phonomono, ένα δισκοπωλείο που ειδικευόταν στα γιαπωνέζικα pressings. Είχε από Pink Floyd μέχρι J-pop. Δυστυχώς το μαγαζί έκλεισε και δουλεύει μόνο το online. Εγώ, που έχω μια μανία με τα γιαπωνέζικα, θα έλεγα ότι μου λείπει αρκετά. Από την άλλη, αισθάνομαι πολύ καλά που υπάρχουν τόσα δισκάδικα ανοιχτά. Είναι ευλογία για την πόλη».

Τάσος Βαφειάδης
ΜΙC.gr, συγγραφέας των βιβλίων «Ιστορίες από τη μουσική πλευρά της ζωής» και «Οι κρυμμένες ιστορίες πίσω από τα τραγούδια»
«Οι πρώτες αναμνήσεις μου είναι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου σε κάθε περιοχή υπήρχαν τρία-τέσσερα δισκάδικα. Μπορεί να ήταν και περισσότερα από τους φούρνους! Όσο πιο παλιά πάμε, τόσο καλύτερη ήταν η κατάσταση για έναν δισκοπώλη. Ήταν μια εποχή που οδεύαμε όπου μύριζε βινύλιο. Το Blow Up στην Αριστοτέλους μαζί με το Πάτσης στην Τσιμισκή ήταν από τα πιο εμπορικά, στα οποία ξεκίνησα τις “καταδύσεις”. Πιο μικρός ψώνιζα εκεί. Μετά δεν κάλυπταν τις ανάγκες μου. Στην πλατεία Αριστοτέλους ήταν (και είναι ακόμα) το Stereodisc, ένα δισκάδικο που θυμάμαι να έχει πολύ ιδιαίτερα πράγματα στο πατάρι. Ένα από τα πιο ωραία δισκοπωλεία ήταν η Λένα στην Εγνατία, δίπλα στην Καμάρα. Μεγάλο δισκάδικο με ένα μαγικό υπόγειο με χιλιάδες δίσκους. Δυο επίσης κλασικά ήταν το Rock 100 στην Παύλου Μελά, το οποίο ήταν ακριβό και δεν αγόραζα, πήγαινα μόνο για χάζι, και το Bebop στην Π.Π. Γερμανού με ειδίκευση στα μπλουζ και την τζαζ. Τα δισκάδικα με πιο ψαγμένα πράγματα ήταν το Rollin’ Under και ο Λωτός στην Καστριτσίου, που σήμερα βρίσκεται στη Σκρα.

Φεύγοντας λίγο από το κέντρο, υπήρχε το πολύ ωραίο ημιυπόγειο Rock ‘n Roll στην Τούμπα, με πολλά 7ιντσα, και η Συννεφούλα σ’ ένα στενό της Λ. Στρατού, όπου γράφαμε κασέτες με τραγούδια που δύσκολα βρίσκαμε. Το μεγαλύτερο δισκάδικο που θυμάμαι, όμως, στη Θεσσαλονίκη ήταν το Ηχόχρωμα. Αρχικά βρισκόταν ανατολικά στην 28ης Οκτωβρίου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τσιμισκή, στο ύψος της Εθνικής Αμύνης. Είχε ένα τεράστιο υπόγειο με άπειρους δίσκους. Σύχναζα περισσότερο σε δύο κυρίως, στο Rollin’ Under του Μπάμπη Αργυρίου και στον Λωτό του Πάκη Τζιλή, που μάλιστα υπάρχει και σήμερα και όταν θέλω κάτι, πηγαίνω εκεί. Ήταν τα δισκάδικα που δεν έβαζαν στα πικάπ τους (και αργότερα στα CD-players τους) τις επιτυχίες που έπαιζαν τα ραδιόφωνα, αλλά νέα, φρέσκα, άγνωστα και πάντα ενδιαφέροντα πράγματα. Πέραν των άλλων, οι ιδιοκτήτες ήταν άτομα που ήξεραν πολλά από μουσική και πάντα έβγαινες κερδισμένος μιλώντας μαζί τους.
 
Blow up
Δεν θα ξεχάσω ότι κάποτε, για λίγες δραχμές, δεν μου έδωσε ο ιδιοκτήτης του Billboard που βρισκόταν στην Προξένου Κορομηλά τον δίσκο “Bloodletting” των Concrete Blonde. Tον είχα δει στη βιτρίνα του μαγαζιού το Σάββατο που βγήκα βόλτα. Κατέβηκα, λοιπόν, Δευτέρα πρωί να τον αγοράσω, μια που ήμουν απογευματινός στο σχολείο, και ο ιδιοκτήτης μου λέει πως είναι εισαγωγής και κάνει 2.450 δρχ. Βγάζω ό,τι έχω και δεν έχω από τις τσέπες μου και μαζεύονται 2.420. Ε, λοιπόν, ο γέρο Σκρουτζ δεν μου τον έδωσε! Όχι τίποτε άλλο, δεν το έβρισκα και αλλού. Έπαιρνα τηλέφωνα, με κέρματα, σε όποιον έμενε κέντρο μήπως είχε να μου δανείσει 30 δρχ. Τζάνκι εντελώς! Τελικά, μια φίλη μού έδωσε τα χρήματα που μου έλειπαν. Τον αγόρασα και γύρισα σπίτι με τα πόδια! Θυμάμαι, επίσης, και ένα από τα πιο καλτ δισκάδικα της πόλης, τoν Σούτσο, στον οποίο έβρισκες τα πάντα, κυριολεκτικά. Κάποια στιγμή πουλούσε μέχρι και παπαγάλους! Ο Σούτσος άλλαζε συχνά μαγαζιά, οπότε ποτέ δεν ήξερες αν θα τον έβρισκες εκεί που τον άφησες. Θυμάμαι, λοιπόν, το πιο extreme μέρος όπου είχε μετακομίσει. Ήταν στις αρχές της Ιασονίδου, κοντά στην Καμάρα, σε ένα υπόγειο πάρκινγκ αυτοκινήτων! Έχω ακόμα την εικόνα στο μυαλό μου. Είχε απλώσει γύρω γύρω σε ράφια και κασόνια όλους τους δίσκους. Ένας τεράστιος, σχετικά σκοτεινός χώρος στο κέντρο, άδειος, μόνο με δίσκους περιμετρικά στους τοίχους. Εντελώς σουρεαλιστικό σκηνικό!».

Αυρήλιος Κουκούτσης
Iδιοκτήτης του Noise Records
«Το Noise ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 1992. Συμπλήρωσε πια τα είκοσι εννιά χρόνια συνεχούς λειτουργίας και εδώ και έναν μήνα διανύει αισίως το τριακοστό έτος ζωής. Το ξεκίνημα του λεγόμενου “1ου Noise” ήταν στην οδό Αγγελάκη στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε έναν μικρό χώρο μόλις δεκαπέντε τ.μ., ο οποίος στο τέλος της πενταετίας που ακολούθησε αποδείχτηκε πολύ μικρός για τον ολοένα αυξανόμενο τότε όγκο της πελατείας. Έτσι, τον Δεκέμβρη του 1997 το Noise μεταφέρθηκε σε νέο, μεγαλύτερο και πιο “εξελιγμένο” κατάστημα στην οδό Λώρη Μαργαρίτη (το Noise v.2.0), όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκατρία χρόνια. Τον Δεκέμβρη, πάλι, του 2010, αυτήν τη φορά όμως λόγω της αυξανόμενης πίεσης κυρίως από τον συνδυασμό της γενικότερης οικονομικής κρίσης και των νέων δεδομένων της τεχνολογικής εξέλιξης (internet/mp3/downloading), το Noise έπρεπε να εγκαταλείψει και αυτό το σημείο και να μεταφερθεί για τρίτη φορά σε νέο location (ως Noise v.3.0), στη Δημήτρη Μαργαρίτη (σχεδόν «συνωνυμία» με την προηγούμενη οδό), στο νούμερο 5 (πάντα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης), και το πιο πιθανό είναι να μείνει εκεί ως το και τέλος του. Το Noise γεννήθηκε καταρχάς από το την ανάγκη που υπήρχε τότε να καλυφθεί ένα αρκετά μεγάλο κενό στην αγορά δίσκων και CDs της εναλλακτικής ποπ-ροκ αλλά και κυρίως λόγω της απίστευτα ραγδαίας εξέλιξης και απήχησης της χορευτικής (και ηλεκτρονικής γενικότερα) μουσικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το βασικό (και μέχρι σήμερα σχεδόν απαράλλαχτο) ύφος του με την εξειδίκευση στα indie pop, alternative pop-rock, synth-pop, post-punk και new wave από τη μια και στην techno-house-dance και electronica γενικότερα απ’ την άλλη. Σήμερα δεν θα τολμούσα να κάνω καμία απολύτως σύγκριση με την περίοδο 1995-2005, την οποία θεωρώ “χρυσή εποχή” του Noise. Υπήρχαν μέρες παραλαβής που γινόταν στο κατάστημα το αδιαχώρητο.

 
Noise Records
Είναι αλήθεια ότι εκείνα τα πρώτα χρόνια των ’90s, και τα υπόλοιπα της ίδιας δεκαετίας, η απήχηση της indie pop και της alternative rock είχε φτάσει σχεδόν σε επίπεδα mainstream με την κυριαρχία της britpop μέχρι κάπου τα μέσα των ’00s. Παράλληλα, η dance σκηνή, μετά την έκρηξη στα τέλη των ’80s της acid-house και της techno, γεννούσε απίστευτου ενδιαφέροντος νέα genres/υποκατηγορίες, η καθεμιά με το δικό της μεγάλο κοινό. Κάποια είδη απ’ αυτά έκαναν τον κύκλο τους, άλλα καταφέρνουν να στέκονται μέχρι και σήμερα, και κάποια ξεχασμένα απ’ τα ’80s, όπως τα synth wave, new wave, post-Punk και dark wave, μετά την εντυπωσιακή αναγέννησή τους κάπου αρχές των ’00s, παραμένουν στο προσκήνιο, περισσότερο μάλιστα και από τότε που ήταν η εποχή τους. Αυτό που έχει συρρικνωθεί σίγουρα είναι το κοινό της indie pop, του οποίου μεγάλη μερίδα, μάλλον επειδή μεγάλωσε, στράφηκε πλέον σε πιο “ενήλικες” μορφές μουσικής.

Πάντως, είναι γεγονός ότι γενικότερα τα σημερινά μουσικά γούστα χαρακτηρίζονται από έναν πλουραλισμό που, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπόρεσα ποτέ να ενστερνιστώ. Και όπως έγραψα κάποτε στα social, με θεωρώ άτομο με “μπετόν-αρμέ” μουσικές παρωπίδες και μουσικά στεγανά και κολλήματα, για τα οποία όχι μόνο δεν μετανιώνω αλλά τα έχω και θα συνεχίσω να τα έχω ως σημαίες μου και θα τα πάρω μαζί μου ως έχουν και στον τάφο. Όσο και αν ακουστεί εγωιστικό, πιστεύω ότι στα ’90s και στα ’00s το Noise έβαλε κάτι πολύ παραπάνω από ένα λιθαράκι στη σκηνή της alternative indie pop της πόλης αλλά και σε αυτήν της club-dance. Όσον αφορά την κουλτούρα των δισκοπωλείων στη Θεσσαλονίκη, δεν ξέρω αν στις μέρες μας ισχύει πλέον κάτι τέτοιο. Σαφώς και τα όποια εναπομείναντα δισκάδικα έχουν το καθένα το δικό του κοινό και κύκλο, σίγουρα όμως η κατάσταση δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την εποχές που ένα δισκάδικο, όπως και το Noise, ήταν και ένα στέκι/σημείο συνάντησης. Ίσως έχει παραμείνει ζωντανό, επειδή τα συγκεκριμένα μουσικά μου γούστα του έδωσαν αυτήν τη σταθερή ταυτότητα για την οποία φημίζεται ή, έστω, φημιζόταν κάποτε.

Βέβαια, η αλήθεια είναι, και δεν θα το κρύψω, ότι τα τελευταία χρόνια το Noise κρατιέται με νύχια και με δόντια. Εδώ όμως είναι και το οξύμωρο: αυτή η εμμονή/επιμονή μου να ακολουθώ αυτόν τον μουσικό δρόμο ακόμα και σήμερα και να μη δέχομαι να προσαρμοστώ, όπως απαιτείται σε μεγάλο βαθμό, στις μουσικές εξελίξεις, είναι απ’ τη μια ο Γολγοθάς μου, από την άλλη ίσως να ’ναι και ο λόγος που το Noise υπάρχει και συνεχίζει ακόμα. Α, ναι, είναι και το ότι πραγματικά αγάπησα και αγάπω ακόμη αυτό που κάνω εδώ και τόσα χρόνια, όσο και αν τα ψυχικά αποθέματα και η όρεξη λιγοστεύουν χρόνο με τον χρόνο!»

Πάκης Τζιλής
Iδιοκτήτης του Λωτού
«Ο Λωτός ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1990 ως βιβλιοδισκοπωλείο στην αρχική μορφή του και με έναν φίλο τότε, τον Κώστα Δημητρίου. Στο σημείο που υπάρχει και σήμερα είναι από τον Οκτώβριο του ’96. Πάντα υπήρχε μια φιλοσοφία, μια προσπάθεια να καλύπτει τις σύγχρονες τάσεις της μουσικής, εννοείται έχοντας και υλικό από παλιότερες δεκαετίες και με μια πιο ανοικτή ματιά. Δεν υπάρχει κάποια ειδίκευση ή αποκλεισμός κάποιου είδους, εκτός ίσως από το mainstream. Ως δισκοπωλείο έχει περάσει αρκετά διαφορετικά στάδια, αλλά πάντα προσπαθούσα, και συνεχίζω να προσπαθώ, να καλύπτω τη δισκογραφία στα κομμάτια που ενδιαφέρουν το μαγαζί και στον βαθμό που είναι ενημερωμένο και ταυτόχρονα να προωθώ νέα πράγματα. Κάπως έτσι ο Λωτός κατά κάποιον τρόπο ταξιδεύει μαζί με τη μουσική, την εξέλιξή της και τα ρεύματα που έρχονται κατά καιρούς.

Το μαγαζί άνοιξε σε μια εποχή που το βινύλιο ήταν κυρίαρχο και το CD έκανε στην Ελλάδα τα πρώτα του βήματα. Κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό του ’90 το CD κυριάρχησε, οπότε κατά κάποιον τρόπο οι κύριες πωλήσεις αφορούσαν το CD. Βέβαια, ως μαγαζί ο Λωτός δεν εγκατέλειψε ποτέ το βινύλιο. Ουσιαστικά ξεκίνησε μέσα από τους απόηχους της δεκαετίας του ’80 (new wave, post-punk). Έζησε αυτή την εδραίωση του alternative και του indie, την έκρηξη των ηλεκτρονικών κάπου μέσα στα ’90s, τόσο της χορευτική μουσικής όσο της πειραματικής.

Την καλύτερη περίοδό του, εμπορικά, μάλλον θα την τοποθετούσα κάπου προς τα τέλη του ’90 με αρχές του 2000. Η αλήθεια είναι ότι η φύση της δουλειάς έχει αλλάξει πάρα πολύ, με την έννοια ότι εντός του μαγαζιού είναι πεσμένη σε σχέση με εκείνα τα χρόνια, παρ’ όλα αυτά έχει ξεκινήσει ένα άλλο πεδίο, αυτό των διαδικτυακών αγορών. Με βάση τα ελληνικά δεδομένα, ο Λωτός μπήκε νωρίς σε αυτό, σχετικά έγκαιρα. Έχουμε σάιτ από το 2003 και πλέον ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεων γίνεται διαδικτυακά και κατά κάποιον τρόπο καλύπτει ένα ποσοστό δουλειάς. Όλη αυτή η ιστορία με το Covid-19 ευνόησε τις πωλήσεις δίσκων.

Πάντοτε τα δισκοπωλεία ήταν ένας χώρος ζύμωσης. Σε μεγαλύτερο βαθμό παλιότερα, σε μικρότερο βαθμό τώρα, αλλά συνεχίζει να ισχύει. Παλιότερα το δισκοπωλείο ήταν από τις ελάχιστες πηγές ενημέρωσης και πληροφόρησης για κάποιον. Τώρα βασικά η πληροφορία έχει απελευθερωθεί και το δισκοπωλείο περισσότερο τη φιλτράρει, θα έλεγα. Μέσα σε όλο αυτό το χάος των μουσικών πληροφοριών κάνω μια προσπάθεια να δώσω σε κάθε πελάτη πράγματα που ανάλογα με τα γούστα του θα μπορέσουν να τον ικανοποιήσουν, δηλαδή προσπαθώ να κάνω ένα μικρό φιλτράρισμα ανάλογα και με τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου.

Ο Λωτός έχει μεγαλώσει και έχει διαμορφώσει πολλούς ανθρώπους. Νομίζω ότι υπάρχουν εκατοντάδες άτομα στη Θεσσαλονίκη που ουσιαστικά διαμορφώθηκαν ως έναν βαθμό μέσα από την τριβή στον Λωτό. Μου το έχουν πει πολλοί άνθρωποι. Υπάρχουν πελάτες π.χ. που έρχονται από το ’90. Δεν θα σου έλεγα ότι είναι πολλοί, αλλά υπάρχουν μερικές δεκάδες άνθρωποι που έρχονται από παλιά, όχι με την ίδια ζέση ή τόσο συχνά όπως παλιά, αλλά κρατούν την επαφή, δημιουργώντας μια πολύχρονη σχέση. Ο Λωτός είναι ένα κλασικό μαγαζί της πόλης ή νεοκλασικό, όπως το χαρακτηρίζω, επειδή μπορεί να είναι παλιό, αλλά διατηρεί μια φρεσκάδα».

Κοσμάς Ευφραιμίδης
Συνιδιοκτήτης του Stereodisc
«Το Stereodisc άνοιξε το 1968 από την αγάπη ενός ανθρώπου για τη μουσική. Ξεκίνησε με κλασική μουσική και στερεοφωνία και μετά εξελίχθηκε σε ένα κανονικό δισκοπωλείο. Κάθε δεκαετία έφερνε τα δικά της. Δεν υπάρχει κάποιο είδος που δεν έχει περάσει από το μαγαζί. Στην αρχή ήταν μόνο βινύλιο. Για μένα είναι το ιστορικότερο δισκοπωλείο της πόλης. Ερχόμουν κάθε μέρα εδώ. Ήξερα τους κωδικούς των δίσκων απέξω και κάποια στιγμή με ρώτησαν αν ήθελα να δουλέψω. Ήταν 1984 και ήμουν δεκαεννιά χρόνων. Θυμάμαι ότι τους είχα ζητήσει να πληρώνομαι σε δίσκους.

Από μια μικρή έρευνα που κάναμε, είμαστε στα πέντε παλιότερα δισκοπωλεία στην Ευρώπη που λειτουργούν από το ’60 μέχρι και σήμερα στο ίδιο μέρος. Δεν βάζω σε αυτά μαγαζιά που είναι second hand exclusive. Αυτά τα θεωρώ παλαιοπωλεία.

Εδώ πέρα έρχεσαι και ενημερώνεσαι. Μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε e-shop. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε λόγω της πανδημίας. Με τη Μέμα Μπινοπούλου (σ.σ. τη συν-ιδιοκτήτρια του Stereodisc) γνωριστήκαμε στο μαγαζί. Όταν η παλιά ιδιοκτήτρια ήθελε να το πουλήσει, το αγοράσαμε εμείς. Και οι δυο κάναμε ραδιόφωνο για χρόνια.

Υπήρχε μια εποχή που περίμεναν ουρές από νωρίς πριν ανοίξουμε, ό,τι γίνεται σήμερα στο Zara και στο H&M. Είχαμε ειδικά πράγματα που δεν υπήρχαν ούτε στην Αθήνα και περίμεναν για να τα πάρουν. Όταν κάναμε αμερικανική και αυστραλέζικη εισαγωγή, φέρναμε πέντε-επτά κομμάτια και έπρεπε να τα προλάβουν. Αυτό γινόταν μέχρι το ’90-’92, μέχρι την εποχή που άρχισε να έχει πτώση το βινύλιο και να ανεβαίνει το CD.  
Stereodisc
Πάντα ήμασταν παθιασμένοι με τη μουσική ως μαγαζί και ο κόσμος που έρχεται το νιώθει αυτό. Κι έτσι το κρατήσαμε τόσα χρόνια, από το πάθος και την αγάπη μας και με προσεκτικές κινήσεις. Δεν χαλάσαμε ούτε μια στιγμή την ταυτότητά μας. Ήμουν ένας άνθρωπος κολλημένος με τα δισκοπωλεία. Σε όλα δούλευαν φίλοι μου. Απλώς διάλεξα να είμαι εδώ επειδή ήταν πιο ανεξάρτητο, δεν ήταν τόσο μαζικό.

Η Θεσσαλονίκη για δεκαετίες είχε κάποια θρυλικά δισκοπωλεία. Αυτά ήταν το Blow up, o Ράμογλου, το Rock100 κι εμείς. Μετά από όλα αυτά και κατά τη διάρκεια της ιστορίας αυτών των δισκοπωλείων άρχισαν να ανοίγουν και κάποια νεότερα, π.χ. αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως ο Λωτός. Είχαμε το καλύτερο έθνικ τμήμα της Θεσσαλονίκης και το δεύτερο καλύτερο το είχε το Rock100. Ο Μπάτσης έφερνε πιο “γυαλισμένα”, π.χ. Spice Girls, ή, αν ήθελες Μητροπάνο, πήγαινες στο Blow Up. Αν ήθελες Piazzola, ερχόσουν μόνο εδώ. Ήταν και ο Ράμογλου. Είχε ένα πάρα πολύ καλό μαγαζί η Λύρα, με ένα εξαιρετικό τζαζ τμήμα. Ο Σούτζος είχε μια τεράστια αποθήκη με χιλιάδες βινύλια, σαν να ήταν στοκ, αλλά δεν ήταν μεταχειρισμένα. Είχε πάρα πολλά δισκοπωλεία η Θεσσαλονίκη και πολλά μικρά σε γειτονιές. Ήταν ασύλληπτο. Από εκείνη την εποχή δεν έχει μείνει τίποτα τώρα, μόνο εμείς. Όταν κάναμε την ανακαίνιση, θέλαμε να είναι ένα μέρος που να μη φαίνεται “σκονισμένο” στα νέα παιδιά, να δουν ότι υπάρχουν δισκοπωλεία που μπορεί να φαίνονται καινούργια, αλλά μπορεί σε αυτά να βρεις δίσκους που δεν βρίσκεις ούτε στα παλιά, που κοιτάνε μπροστά, όχι πίσω, γενικά να μη φαίνονται σαν έτοιμα να κλείσουν, αλλά σαν μόλις να άνοιξαν».

Σχόλια