Κυρώσεις / 04.03.2022
Η λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα «κυρώ», από το ουσιαστικό «κύρος», που σημαίνει την αναγνωρισμένη αξία, το γόητρο.
Μετά τη ρωσική επίθεση εναντίον της Ουκρανίας, η Δύση, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Eνωση, ανακοίνωσαν την πρώτη δέσμη κυρώσεων εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Αυτές οι κυρώσεις στρέφονται κατά προσώπων, όπως το πάγωμα των καταθέσεων Ρώσων ολιγαρχών σε ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και κατά του ρωσικού κράτους: κυρώσεις οικονομικές, χρηματοπιστωτικές, ταξιδιωτικές, αλλά και συμβολικές, όπως η ματαίωση της διεξαγωγής του τελικού του Champions League σε ρωσικό έδαφος.
«Κύρωση» είναι η πιστοποίηση της εγκυρότητας εγγράφου ή κειμένου από επίσημο φορέα: παράδειγμα, «Η Βουλή προχώρησε στην κύρωση της σύμβασης». Η λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα «κυρώ», από το ουσιαστικό «κύρος», που σημαίνει την αναγνωρισμένη αξία, το γόητρο, τη βαρύτητα που οφείλεται στην προσωπική αξία, ενώ στη νομική επιστήμη το κύρος είναι η ισχύς, η εγκυρότητα. Στον πληθυντικό, όμως, «κυρώσεις», είναι η ποινή που προβλέπεται για συgκεκριμένο αδίκημα ή παράπτωμα.
Είναι επίσης, όπως λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, κάθε μέσο καταναγκασμού (στρατιωτικού, οικονομικού ή πολιτικού χαρακτήρα) το οποίο επιβάλλεται από τη διεθνή κοινότητα σε κρατικό οργανισμό, όταν διαπιστώνεται παράβαση των διεθνών και νομίμων συνθηκών. Η λέξη, στη νομική επιστήμη, αποδίδει τον γαλλικό όρο sanction.
Βέβαια, όλα αυτά ισχύουν στο ακριβές, δίκαιο και ιδανικό σύμπαν των λεξικών – στον αληθινό κόσμο, οι κυρώσεις επιβάλλονται πάντα από τον ισχυρότερο προς τον ασθενέστερο. Oσο για τη διεθνή κοινότητα, αυτή συνηθέστατα αποτελεί τον θεσμικό φερετζέ που καλύπτει τα ανομήματα της υπερδύναμης που κάνει κουμάντο παγκοσμίως.
Για τα οποία, φυσικά, όσο ουρανομήκη και κραυγαλέα κι αν είναι, κυρώσεις δεν υπάρχουν – ποιος έχει την ισχύ να τις επιβάλει; Μήπως επιβλήθηκαν κυρώσεις όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία, ή όταν οι ΗΠΑ αναγνώρισαν το Κόσοβο; Η τιμωρία λοιπόν επιβάλλεται πάντα από πάνω προς τα κάτω. Το λεξικό λέει πως η έννοια του κύρους έδωσε στην Αρχαία Ελληνική, εκτός από την κύρωση και τις κυρώσεις, τις λέξεις «κύριος» και «κυρία», που σχετίζονται με το σανσκριτικό «sura», δηλαδή «δυνατός, ήρωας».
«Κύριος», ως προσφώνηση, είναι κάθε άνδρας, κάθε ενήλικο πρόσωπο αρσενικού γένους. Ουσιαστικά, κύριος είναι αυτός που κατέχει τη σημαντικότερη θέση, είναι ο δάσκαλος ή ο καθηγητής, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, αυτός που διαθέτει εντιμότητα και ακεραιότητα, ο αξιοπρεπής, ο ευυπόληπτος, ο σοβαρός. Κύριος είναι αυτός που έχει τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ο κεφαλαιώδης, ο πρωτεύων, συνεπώς είναι αυτός που καθορίζει το καλό και το κακό, τον αθώο και τον ένοχο, αυτός που θεσπίζει νόμους και τους εφαρμόζει, επιβάλλοντας κυρώσεις, τιμωρίες σε αυτούς που τους παραβαίνουν.
Κύριος είναι εντέλει ο σύζυγος και ο Θεός, για όποιον ή όποια έχει την παραμικρή αμφιβολία για την εξουσιαστική και πατριαρχική ιδεολογία που φέρουν και αναπαράγουν οι λέξεις. Παράδειγμα, ο κύριος του σπιτιού είναι ο οικοδεσπότης, από το οίκος+δεσπότης, που παράγεται από το «δεμ-σ-πότης», όπου «δεμ» = «δόμος, σπίτι» και «πότης» = «κύριος». Αντίστοιχα, η «οικοδέσποινα», η κυρία του σπιτιού, προκύπτει από το «δεμ+σ+πότνια». Η ετυμολογία των αντίστοιχων λέξεων στην Αγγλική έχει ενδιαφέρον: ο «lord», ο κύριος, προέρχεται από τις λέξεις «loaf» και «ward», δηλαδή «ο φύλακας του ψωμιού», ενώ η «lady», η κυρία, από τα «loaf» και «dige», «αυτή που ζυμώνει τα καρβέλια»...
Σ’ έναν ιδανικό κόσμο, ακόμα και οι κύριοι, οι ισχυροί, θα υφίσταντο κυρώσεις, εάν έβαζαν χέρι στα κοινά αγαθά, στον δημόσιο πλούτο, στα καρβέλια που άλλες και άλλοι ίδρωσαν να τα πλάσουν για να φάνε όλοι, και όχι οι λίγοι....
📌 Κύρωση
κύρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύρωσις < κυρόω / κυρῶ < κῦρος
σημασία: «τιμωρία, ποινή» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sanction [1]
κύρωση θηλυκό
1. η ενέργεια του κυρώνω, η επικύρωση
2. τιμωρία ή μέτρα εναντίον κάποιου λόγω της παράβασης ενός κανονισμού, των όρων μιας συμφωνίας, μιας διεθνούς συνθήκης κ.λπ.
Ειρήνη / 12.03.2022
Για τους αρχαίους Ελληνες, η Ειρήνη ήταν θυγατέρα του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης.
Ισως το χαρακτηριστικότερο ερμηνευτικό παράδειγμα της ρήσης του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ζιροντού «ειρήνη είναι το μεσοδιάστημα μεταξύ δυο πολέμων» είναι η ονομασία ενός γερμανικού πιστολιού, που έγραψε ιστορία τόσο στον Πρώτο όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: του διαβόητου «παραμπέλουμ», που το σχεδίασε ο Τζορτζ Λούγκερ και το πατεντάρισε το 1898.
Το παραμπέλουμ, λοιπόν (ή «Λούγκερ») πήρε το όνομά του από ένα γνωμικό που αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα: «si vis pacem, para bellum», που σημαίνει: «αν θέλεις ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο». Το πιστόλι βοήθησε πολύ στην προπαρασκευή αλλά και τη διεξαγωγή των δύο παγκοσμίων πολέμων, αλλά είναι αμφίβολη η συνεισφορά του στην υπόθεση της ειρήνης...
Στην πραγματικότητα, ειρήνη δεν υπάρχει – μόνο ειρήνευση, ανακωχή, σύντομη ή πιο παρατεταμένη κατάπαυση του πυρός. Πάντα, από τη αυγή της Ιστορίας, οι Χόμο Σάπιενς πολεμούσαν μεταξύ τους για ό,τι είχε αξία: έναν κυνηγότοπο, ένα χωράφι, μια σπηλιά, μια πηγή, μια πεδιάδα, μια πόλη, μια χώρα, μια αυτοκρατορία.
Εγιναν αμέτρητοι πόλεμοι στο όνομα της ειρήνης – ακόμα και ο Χριστός, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, είχε πει το τρομερό: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!... Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; Ουχί λέγω υμίν, ή διαμερισμόν!», που σημαίνει: «φωτιά ήρθα να βάλω στη γη! Και τι άλλο θέλω, αφού ήδη άναψε!... Νομίζετε ότι ήλθα να φέρω ειρήνη στη γη; Οχι, σας λέω, αλλά διχασμό»!
Αφού ακόμα κι ο θεάνθρωπος Ιησούς έβαλε τη φωτιά και τον διχασμό μεταξύ των ανθρώπων δίπλα δίπλα στο «αγαπάτε αλλήλους», τότε δεν είναι παράξενο που όλοι εμείς οι θνητοί αποζητούμε την ειρήνη χωρίς ποτέ να την έχουμε συνεχώς και για όλους.
Ωστόσο, την έχουμε θεοποιήσει: για τους αρχαίους Ελληνες, η Ειρήνη ήταν θυγατέρα του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης και, σαν την Παναγία, είχε κάμποσα προσωνύμια, όπως «Γλυκεία», «Βαθύπλουτος» ή «Πλουτοδότειρα».
Διαδηλώνουμε για την ειρήνη, τη ζωγραφίζουμε σαν περιστέρι που φέρει κλάδο ελαίας, την τραγουδάμε («give peace a chance», έλεγε ο Τζον Λένον), δίνουμε το όνομά της σε σταθμούς του μετρό και διαστημικούς σταθμούς (ο σοβιετικός Мир, δηλαδή «Ειρήνη»), την κάνουμε πολιτικό πρόταγμα στο κόμμα ή το κίνημά μας, γράφουμε θεατρικά έργα: στην κωμωδία «Ειρήνη», ο Αριστοφάνης βάζει τον υπηρέτη του Τρυγαίου να λέει «ουχ ήδεται δήπουθεν Ειρήνη σφαγαίς», δηλαδή «δεν αγαπά τις σφαγές η Ειρήνη». Ακόμα, την υμνούμε ποιητικά: «Τ᾿ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη/ Τ᾿ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη/ Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα/ είναι η ειρήνη», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του «Ειρήνη».
Εν αντιθέσει όμως με τις πάνδημες προετοιμασίες για τον επόμενο πόλεμο, με ένα parabellum ή κάτι ανάλογο στο χέρι, η επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία (η αγαθή προαίρεση) φαίνεται άπιαστη, φευγαλέα, κάπως σαν ένα αδειανό πουκάμισο, κάτι που ενισχύεται από το αβέβαιο της ετυμολογίας της. Πράγματι, το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως η ειρήνη, δηλαδή η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχουν εχθροπραξίες, συγκρούσεις ή αναταραχές μεταξύ κρατών ή στο εσωτερικό ενός κράτους, είναι μια λέξη αγνώστου ετύμου. Μπορεί να είναι ένα αρχαίο δάνειο προελληνικής καταγωγής, καταλήγει το Λεξικό...
📌 Ειρήνη
ειρήνη θηλυκό στον ενικό:
περίοδος απουσίας ενόπλων συρράξεων
≠ αντώνυμα: πόλεμος
Συνεκδοχικά: τερματισμός μιας βίαιης σύγκρουσης
Μεταφορικά: μη βίαιος τρόπος ζωής
Σημαία / 27.03.2022
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό «σήμα», το αναγνωριστικό σημάδι, το διακριτικό σημείο, το σινιάλο.
«Σημαία από νάιλον υψώνουμε, σημαία πλαστική, ο κόσμος δεν έχει τίποτε να χάσει, και τίποτε να βρει», τραγουδούσε ο Σαββόπουλος πριν από πολλά χρόνια. Ομως ο καιρός περνάει, ο Διονύσης συμμορφώθηκε, κι εμείς κάθε χρόνο στην εθνική μας επέτειο βλέπουμε τη γαλανόλευκη να κυματίζει παντού.
Επειδή, λοιπόν, όπως ο Αλμπέρ Καμί, αγαπάμε υπερβολικά τη χώρα μας για να είμαστε εθνικιστές, ας δούμε πέντε πράγματα περισσότερα για τη σημαία.
Η σημαία, λοιπόν, είναι εκείνο το κομμάτι υφάσματος με τα διακριτικά χρώματα και τα εμβλήματα ενός κράτους (εθνική σημαία), στρατιωτικού σώματος, κόμματος, συλλόγου και γενικότερα μιας ομάδας (αθλητική σημαία). Είναι επίσης το εθνικό σύμβολο, λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, η πατρίδα, το ίδιο το έθνος που συμβολίζει. Λέμε, π.χ. πως «έδωσαν τη ζωή τους για τη σημαία». Ακόμα, σημαία είναι, μεταφορικά, το σύμβολο μιας προσπάθειας, μιας ιδεολογίας, ενός αγώνα, όπως η Επανάσταση του 1821.
Η σημαία επίσης χρησιμοποιείται και για την επικοινωνία από απόσταση, όπως μεταξύ πλοίων, κατά την προσγείωση αεροπλάνων ή ακόμα και από τους επόπτες ποδοσφαιρικού αγώνα.
Σημαία έχουν και τα ταξί, που η πτώση της σηματοδοτεί την έναρξη του υπολογισμού της μίσθωσης – και μια που καταπιαστήκαμε με τους, ας πούμε, χαμηλότερους συμβολισμούς της λέξης, έχουμε τη «σημαία ευκαιρίας» ορισμένων κρατών, την οποία αναρτούν στα πλοία τους πλοιοκτήτες που έχουν μια αλλεργία στη φορολογία της πατρίδας τους.
Υπάρχει και η «λευκή σημαία» της παράδοσης ή της ανακωχής και, εν τέλει, έχουμε και την περίφημη «άδεια από τη σημαία», όταν ένας φαντάρος την κοπανάει από τη μονάδα του, επειδή ο διοικητής δεν του δίνει την πολυπόθητη άδεια, κι αυτός ο καημένος,–τι να κάνει;– τη ζητάει από τη σημαία του στρατοπέδου, η οποία, φυσικά, δεν του την αρνείται... Οσο για την ετυμολογία της, η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό «σήμα», το αναγνωριστικό σημάδι, το διακριτικό σημείο, το σινιάλο, του οποίου η ετυμολογική καταγωγή είναι αβέβαιη.
Τώρα, η ελληνική, όπως και κάθε σημαία, όπως είπαμε, είναι ένα κομμάτι πανί. Δεν έχει καμία σημασία από μόνη της – σημασία έχει το χέρι που την κρατά, το μυαλό που οδηγεί το χέρι και οι πράξεις που γίνονται εν ονόματί της. Κάποιοι την εξιδανικεύουν, σχεδόν λατρευτικά, ενώ οι ιδεολογικά απέναντί τους εμφορούνται από μια αγχωμένη, στανική ανάγκη αποκαθήλωσής της.
Προσωπικά, οι σημαιομάχοι και οι σημαιολάτρες μού φαίνονται σαν να είναι οι μεν κατοπτρικές, αλλά αναποδογυρισμένες, αντανακλάσεις των δε – θυμίζουν έντονα τους εικονολάτρες και τους εικονομάχους του Βυζαντίου.
Την ελληνική σημαία κρατούσαν οι φαντάροι του 1940 και οι άντρες και οι γυναίκες του ΕΑΜ, αλλά και οι δωσίλογοι Χίτες και ταγματασφαλίτες. Τη γαλανόλευκη έφεραν οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και οι βασανιστές της χούντας. Την ίδια σημαία υψώνουν και τα παιδιά των σχολείων, αλλά και οι ακροδεξιοί ή οι αστυνομικοί που βγάζουν το σιδερικό τους και πυροβολούν αδιακρίτως.
Η σημαία είναι απλώς ένα κομμάτι πανί η πλαστικό, ένα σύμβολο που φορτίζεται από τις πράξεις μας. Ισως αυτό να εννοούσε ο Νιόνιος, όταν, δίνοντας τότε στον εαυτό του και τη μουσική του την πολυτέλεια της σκωπτικής ασέβειας προς τα εθνικά μας σύμβολα, τραγουδούσε «πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ώς εδώ / ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό».
📌 Σημαία: 1. κομμάτι ύφασμα, συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο, που φέρει τα εμβλήματα ή τα διακριτικά χρώματα ενός κράτους
2. μονόχρωμο συνήθ. κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή ως σύμβολο
Προπαγάνδα / 02.04.2022
Η προπαγάνδα είναι η συνέχιση του πολέμου με οπτικοακουστικά μέσα.
Η προπαγάνδα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι οι πύραυλοι, καθώς επηρεάζει τη διεθνή κοινή γνώμη μέσα από τις κατάλληλα επεξεργασμένες εικόνες και ήχους που διοχετεύονται στα ΜΜΕ, ώστε να υποστηριχτεί το ένα ή το άλλο αφήγημα που συγκρούονται. Και η εμπέδωση ενός αφηγήματος από τον λαό είναι κάτι σαν λευκή επιταγή για τους πολεμοκάπηλους.
Η προπαγάνδα είναι η συνέχιση του πολέμου με οπτικοακουστικά μέσα. Υλικό της, η μονομερής, αποσπασματική παρουσίαση της αλήθειας ανάμικτη με ψεύδη. Επ’ αυτού, ο Αδόλφος Χίτλερ είχε δηλώσει πως «οι μάζες πιο εύκολα πιστεύουν ένα μεγάλο ψέμα παρά ένα μικρό».
Να θυμίσουμε πως οι ΗΠΑ προπαγάνδισαν στη διεθνή κοινή γνώμη την αναγκαιότητα της εισβολής τους στο Ιράκ, υποστηρίζοντας πως ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε χημικά και βιολογικά όπλα μαζικής καταστροφής, κάτι που αποδείχτηκε εκ των υστέρων ψευδές – ήταν όμως αργά για τον ιρακινό λαό.
Η κατασυκοφάντηση του αντιπάλου και η αντίστοιχη ηθική εξύψωση των φίλιων δυνάμεων είναι ο σκοπός της προπαγάνδας. Το ίδιο γεγονός, όπως ας πούμε ο βομβαρδισμός από τους Ρώσους του μαιευτηρίου στη Μαριούπολη, αφού αυτό είχε εκκενωθεί και μετατραπεί σε αρχηγείο για το Τάγμα του Αζόφ, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι μεν Ουκρανοί δεν ανέφεραν τίποτα για τις δυνάμεις των νεοναζί, οι δε Ρώσοι δεν είπαν κουβέντα για τους τραυματίες από την επίθεση.
Διαχρονικά, ο αριθμός των εμπλεκόμενων δυνάμεων και ο εξοπλισμός τους, ο απολογισμός των θυμάτων εκατέρωθεν, αμάχων και μάχιμων, οι καταστροφές στα θέατρα των επιχειρήσεων, η επίτευξη των στρατηγικών στόχων, το αξιόμαχο των αντίπαλων στρατών, το ηθικό των στρατιωτών και η πίστη τους στον σκοπό του πολέμου, όλες αυτές οι πληροφορίες ήταν ευαίσθητα θέματα για την προπαγάνδα.
Ολοι εμείς οι θεατές, που (αν είμαστε τυχεροί...) παρακολουθούμε τον πόλεμο από την τηλεόραση, ποτέ δεν μαθαίνουμε την πάσα αλήθεια – μόνο εκείνες τις πλευρές της που φορτίζονται συναισθηματικά από τους γκουρού της προπαγάνδας (όπως ο Γιόζεφ Γκέμπελς του Τρίτου Ράιχ), ώστε να διαμορφώσουμε όχι μια τεκμηριωμένη γνώμη, αλλά μια θυμική στάση, μια αντιπάθεια ή συμπάθεια.
Κάποιος θα μπορούσε να πει πως η προπαγάνδα είναι ο παραστρατημένος αδελφός της επικοινωνίας και της διαφήμισης, μια και η δεύτερη, που αφορά κυρίως εμπορικές και όχι πολιτικές δραστηριότητες (όταν δηλαδή αυτές δεν ταυτίζονται...), είναι η «αλήθεια καλώς ειπωμένη». Από την καλοειπωμένη αλήθεια η απόσταση μέχρι την πίστη, η οποία ως γνωστόν δεν χρήζει αποδείξεως, δεν είναι μεγάλη. Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει πως η προπαγάνδα προέρχεται από τον μεσαιωνικό λατινικό όρο «propaganda», από το λατινικό «propago», που σημαίνει «μοσχεύω, εκτείνω, αυξάνω», από το ρήμα «pangere», δηλαδή «μπήγω, φυτεύω».
Η πρώτη εμφάνιση της λέξης ήταν στην ονομασία «Congegratio de Propaganda Fide» (Σύνοδος προς Διάδοση της Πίστεως), που αποτελούσε συνοδικό όργανο της Καθολικής Εκκλησίας, το οποίο συνεστήθη το 1559 από τον πάπα Κλήμεντα Η’ προκειμένου να διαδώσει την πολιτική του Ενωτισμού (Ουνία), λέει το Λεξικό.
Οπως φαίνεται η εμφύτευση κάποιων συγκεκριμένων αξιών στο κεφάλι μας και την καρδιά μας από εκείνους που έχουν ίδιον συμφέρον να μας ποδηγετήσουν είναι εδώ και αιώνες το προνομιακό πεδίο της προπαγάνδας. Ισως κάτι τέτοιο να είχε στο μυαλό του ο Βολτέρος όταν έλεγε πως «αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις απιθανότητες, είναι ικανοί να σε πείσουν να διαπράξεις φρικαλεότητες».
📌 Προπαγάνδα
1. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους
2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους
Σχόλια