Η γιαγιά μου η Τασία

Είμαι από τους ανθρώπους που ως παιδί κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι πήγαινα στο πατρικό της μάνας μου, στην γιαγιά Τασία και τον παππού Νικόλα. Από τη Βέροια, στο χωριό Ριζάρη, λίγο πριν την Έδεσσα.

Οι αναμνήσεις είναι πάρα πολλές. Γειτονιά χωριού, παιδιά, πολλά παιδιά, παιχνίδι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ αργά, άνθρωποι της γειτονιάς, σκόνη, πληγές στα γόνατα που έτσουζαν, μπάνιο με νερό στην λεκάνη και στους κουβάδες που ζέστενε ο ήλιος.

Η μορφή που ξεχώριζε και ήταν πανταχού παρών ήταν η γιαγιά Τασία. Πάντα παντού, ότι πιο γλυκό υπήρχε.

Δεν σταματούσε να κινείται και να δουλεύει ποτέ, μαγείρεμα, καθαριότητα στο σπίτι, οι κότες στο κοτέτσι, η αυλή, στο χωράφι πολλές φορές, ζύμωμα του ψωμιού στις φαρδιές λαμαρίνες, η δική μου φροντίδα.

Ήρθε με τους δικούς της μωρό από την Μικρά Ασία, πολλές ιστορίες από τον πόλεμο, η νάρκη που πάτησε το φορτηγό που ήταν κι αυτή μέσα στην καρότσα. Γερμανοί, εμφύλιος, χωριό Μεσόβουνο, χωριό Ριζάρη. Η γιαγιά Τασία ήταν Πόντια, έχω άποψη για τους Πόντιους, προκομμένοι άνθρωποι, απ' το τίποτα δημιουργούν τα πάντα. Δεν θυμάμαι όμως για πόσο καιρό, για πόσα χρόνια ίσως δεν σήκωνε τα μάτια της για να κοιτάξει τον πεθερό της τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου της.

Η γιαγιά Τασία, η Σύκα χαϊδευτικά, δεν θυμάμαι από που βγήκε αυτό το Σύκα, κάποια στιγμή είχα ρωτήσει αλλά ξέχασα, δεν ξέρω πως γράφεται, αν γράφεται. Σύκα, Σίκα ή Σήκα. Δεν έχει σημασία, η Συκούλα είναι μέσα μου, για πάντα θα είναι.

Πολλές φορές έλεγε σε περιγραφές της ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Ήμουν μικρός, είχα πιάσει ψείρες, εκείνη με την κοκκάλινη χτένα τις ξεχώριζε πάνω στο τραπέζι. Την έβαζα να βάζει τις ψείρες μέσα σε σπιρτόκουτο ώστε όταν θα ερχόταν η μάνα μου να τις δει. Δεν σταματούσε εκεί η "κακομαθαινειά" μου, δεν δεχόμουν να βάλω ψειρόσκονη αν δεν έβαζε κι η ίδια ψειρόσκονη, το έκανε. Τι να έκανε;

Μετά από πολλά χρόνια, το καλοκαίρι του 2003, τότε που είχαν πιάσει την 17Ν. Η γιαγιά ήταν στην Αθήνα στην άλλη της κόρη, είχε πέσει και σπάσει το πόδι της. Τον καιρό εκείνο οι αρχές έψαχναν για μια Άννα της 17Ν. Εγώ μαζί με τον ξάδερφό μου, τον άλλον της εγγονό γράφαμε πάνω στον γύψο συνθήματα για την 17Ν και δηλώναμε "εγώ είμαι η Άννα της 17Ν". Η καλή μας η Σύκα αγχώνονταν. Πιο πριν πάλι στην Αθήνα, το 1996-1997, στις πρώτες διαδικτυακές συνομιλίες που δοκιμάζαμε όλοι, σύνδεση με Ιταλία για συνομιλία με την άλλη της εγγονή. Ο ίδιος ξάδερφος και εγώ την βάζαμε να πει ως password για την σύνδεση, "εγώ είμαι η γιαγιά του δικτύου", το έλεγε. Ακόμα κλαίμε απ' τα γέλια.

Την πιο καλή πλάκα την είχε κάνει ο ξάδερφός μου, πάλι στην Αθήνα. Η γιαγιά έπλεκε, εκείνος δίχως να το καταλάβει η ίδια, έριχνε στα χέρια της και στον τοίχο δίπλα της το κόκκινο λέιζερ φως, (αυτό που όλοι έχουμε παίξει κάποια στιγμή και βοηθά αν θέλουμε να δείξουμε κάτι στον πίνακα) στην συνέχεια έβαλε μια μήτρα με την μορφή από ένα αγγελάκι, η γιαγιά μας σταυροκοπιόταν. 

Δεν έχω ξανασυναντήση άλλον άνθρωπο που να γαργαλιέται χωρίς να τον αγγίξεις, από τα δυο μέτρα απόσταση αν έκανα κίνηση να γαργαλίσω μπλόκαρε. 

Θυμήθηκα στην κηδεία της, μου έμαθε πως να καθαρίζω φιστίκια, πολλά μαζί, τρίβοντας τα μέσα στα χέρια και μετά ανοίγοντας τις χούφτες φυσάμε. Ήταν λιγομίλητη, γενικά και ειδικά αν είχε κόσμο, απαντούσε αν την ρωτούσες, δεν ξέρω αν ντρέπονταν ή αν δεν είχε να πει. Μεγαλώνοντας εγώ πειράζοντάς την και μεταξύ σοβαρού και αστείου την κατηγορούσα σε σχέση με την μάνα μου. ''Σταμάτα γιατί εσύ φταις για όλα όσα τραβάω απ' την μάνα μου έτσι όπως της έκανες'' της έλεγα. Εκείνη μου γελούσε.

Είναι παράξενη η αίσθηση των μεγεθών, είμαι σχεδόν πενήντα και είχα γιαγιά. Η γιαγιά Τασία γεννήθηκε το 1928, πέθανε στα 94 της χρόνια. Έκανε με τον παππού Νικόλα που πέθανε το 1996 τρία παιδιά, δυο κορίτσια και ένα αγόρι. Την μάνα μου την γέννησε στα 18 της, στα 45 ήταν δεύτερη φορά γιαγιά, η μάνα μου στα 27 της γέννησε εμένα, ήταν μάνα ήδη τέσσερα χρόνια πριν. Η γιαγιά μου η Τασία πέθανε το βράδυ της 25ης Μαρτίου 2022, ανήμερα της γιορτής μου και των γενεθλίων του πέμπτου εγγονιού της, της Τασούλας. Όλη την μέρα της γιορτής μου είχα μια ακαθόριστη βαριά αίσθηση, κάποια στιγμή κατά την διάρκεια της ημέρας σκέφτηκα ότι από ένα σημείο της ζωής και μετά όλα είναι συμφιλιώσεις. Το βράδυ με την είδηση του θανάτου της Σύκας ήρθε και έδεσε η σκέψη, η αίσθηση της μέρας. Ακόμα μια συμφιλίωση.

Πριν τρεις εβδομάδες την είχαμε επισκεφθεί. Δυο εγγόνια, δυο νύφες και τέσσερα απ' τα δεκαέξι δισέγγονα της. Είχα πολύ καιρό να την δω, όλοι ξέραμε ότι έφτανε το τέλος, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, μίλησε μόνο για κάτι όμορφο. Εκείνη την μέρα είχα μαζί της ίσως την πιο ουσιαστική επικοινωνία, της είπα ότι δεν χρειαζόταν να πει οτιδήποτε κι ότι αρκεί που κοιταζόμασταν. Αυτό ίσως την χαλάρωσε.

Σκέφτηκα ότι ακόμα και στο τέλος η γιαγιά μου η Τασία μου έκανε ένα δώρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να περπατήσω στους δρόμους που έτρεχα μικρό παιδί στο χωριό, στο Ριζάρη. Το έκανα στην πιο λιτή κηδεία που έχω πάει ποτέ, δίχως κουστουμαρισμένους ατσαλάκωτους υπαλλήλους. 

Η γιαγιά αυτό το δώρο μου έκανε, με έστειλε μια βόλτα και περπάτησα μαζί της στο χωριό που μεγάλωσα τα καλοκαιρία και τις διακοπές της ζωής μου. Εκεί που κάποιες φορές με έψαχνε, εκεί που έτρεχα πριν 40 χρόνια, εκεί που τα παιδιά της γειτονιάς μου έμαθαν μπάλα, εκεί που παίζαμε κρυφτοκυνηγητό και πόλεμο μέχρι αργά το βράδυ, εκεί που τις νύχτες οι αθεόφοβοι ξαπλώναμε πάνω στην διαχωριστική γραμμή της ασφάλτου και μόλις εμφανίζονταν αυτοκίνητο φεύγαμε τρέχοντας, εκεί στην γέφυρα πάνω απ' το ποτάμι να κρέμονται σε σύρμα δεξιά κι αριστερά απ' το τιμόνι του ποδηλάτου ψάρια που πιάναμε με τα χέρια (η γιαγιά έκανε το πιο νόστιμο τηγανητό χέλι), τα νερά ήταν στάσιμα και δημιουργούσαν μικρές ή μεγαλύτερες λιμνούλες όταν έκλειναν το νερό του ποταμιού απ' το φράγμα στην Έδεσσα, εκεί που η πλατεία του τότε φαίνονταν τεράστια και τώρα πια είναι δυο βήματα απόσταση.

Δεν ξέρω αν είναι τόσο έντονη αυτή η απώλεια γιατί ήταν η τελευταία που μου είχε απομείνει από παππούδες και γιαγιάδες, ή επειδή ήταν αυτή που νοιώθω ουσιαστικά να με μεγάλωσε, ή γιατί με τον θάνατό της έρχεται η σκέψη του δικού μου προχωρήματος στον χρόνο. 

Μάλλον όλα. 

Όμως σε όλη μου την ζωή, η αγκαλιά της, η μυρωδιά της ήταν ένα διαχρονικό απάγκιο. Η αίσθηση αυτή ήταν ίδια όλα αυτά τα χρόνια, από όταν την πρωτοσυνάντησα μέχρι και τώρα που σε ένα χρόνο συμπληρώνω μισό αιώνα ζωής.

Το μόνο που ''έβγαινε'' να της πω στον αποχαιρετισμό μας ήταν ευχαριστώ.
β.ψ.



Σχόλια