22.02.22 100 χρόνια από την γέννηση του Λάκη (Απόστολου) Σάντα

Από τα el.wikipedia.org & web.archive.org
Ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας (22 Φεβρουαρίου 1922 - 30 Απριλίου 2011) ήταν Έλληνας αντιστασιακός που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη τη νύχτα της 30ής προς 31 Μαΐου 1941.

Ο Λάκης Σάντας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1922, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Πηγαδησάνοι της Λευκάδας, με τη μητέρα του να κατάγεται και από τη Βυτίνα Αρκαδίας.Το 1934, η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα.

Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει μαζί με το φίλο του Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης και θα την κρύψει στο πηγάδι που οι αρχαίοι τάιζαν τον Εριχθόνιο, όπου και βρίσκεται θαμμένη ακόμα. Το 1942 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και λίγο αργότερα στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟν). Το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία. Το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο ίδιος εξιστόρησε το εγχείρημα υποστολής της σημαίας και ορισμένα περιστατικά από τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση στον Ηλία Πετρόπουλο.

Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2011. Η σορός του εκτέθηκε για λαϊκό προσκύνημα σε παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ως τις 5 Μαΐου, οπότε κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου εκφώνησε επικήδειο ο Γλέζος, ενώ μεσίστια κυμάτιζε η ελληνική σημαία στο βράχο της Ακρόπολης.


- Κύριε Σάντα θα μας πείτε δύο λόγια για εσάς;
Γεννήθηκα στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας μου ως δημόσιος υπάλληλος και συγκεκριμένα δασάρχης στο Υπουργείο Γεωργίας. Οι γονείς μου κατάγονταν από την Λευκάδα και συγκεκριμένα από το χωριό Πηγαδισάνοι που βρίσκεται δίπλα από την Καρυά Λευκάδας. Από το 1934 όμως εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα μόνιμα, καθώς ο πατέρας μου μετατάχθηκε στο Υπουργείο. Έβγαλα το 4ο Δημόσιο Γυμνάσιο Αθηνών το 1939 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η 28η Οκτωβρίου 1940 με την κήρυξη του Ελληνοιταλικού πολέμου, με βρήκε σε ηλικία 18 ετών, όντας προτοετής φοιτητής της Νομικής. Απέκτησα δύο κόρες με την μακαρίτισσα την σύζυγο μου Κλεοπάτρα, την Αλεξάνδρα και την Γεωργία, έχω τρία εγγονάκια τον Δημήτρη, την Δέσποινα και τον Αποστόλη.

- Τι μπορεί να ώθησε ένα αμούστακο παιδί σε μια τόσο θαραλλέα ενέργεια;
Στην πρώτη έπαρση της Γερμανικής σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως την 27η Απρίλη του 1941, άπειρα μάτια ελληνικά δάκρυσαν, βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.
Έτσι δάκρυσαν και τα δικά μου. Τότε μέσα μου άρχισε να σιγοκαίει, η φλόγα για άμεση τιμωρία απέναντι σε αυτά τα ανήθικα όντα που βεβήλωσαν τα ιδανικά της πατρίδας μου. Μία φλόγα που θέριευε μέσα μου όλο ένα .Την ίδια φλόγα είδα τότε και στα μάτια στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου, του συμμαθητή μου. Κοιταχτήκαμε και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πως θα δράσουμε. Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεφτόμαστε τι να τους κάνουμε ακούγοντας από πάνω μας τη Λουφτβάφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.
Οι μέρες περνούσαν... Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει, δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Έτσι βάλαμε σ' εφαρμογή αμέσως το σχέδιο.
Πήραμε απ' την Εθνική Βιβλιοθήκη τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως και καταλάβαμε πως μόνο μια δίοδος υπήρχε για να ανέβουμε κρυφά κάτω από την μύτη του εχθρού. Ήταν ένα σπήλαιο που βρίσκεται στο εσωτερικό του βράχου της Ακροπόλεως και λέγεται ¨Πανδρόσειον Άντρον". Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε πού ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα. Αδημονούσα να πέσει το σκοτάδι για να δράσουμε. Μετά λύπης μας πληροφορηθήκαμε, πως την προηγούμενη η Κρήτη δεν άντεξε και έπεσε στα χέρια του εχθρού.
Επιτέλους το σκοτάδι έπεσε και βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε, τα μόνα σύνεργα που είχαμε ήταν μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι. Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα Προπύλαια μέχρι να πάει η ώρα 9:30 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες, να γλεντάνε μέσα στο δωμάτιο, πίνοντας κρασιά και μπίρες, ενώ τους κρατούσαν συντροφιά κοινές γυναίκες. Ακούγαμε από μακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα, κοιταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν' ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα, μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνομε ως τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για ανασκαφές.
Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγά σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο επάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε.
Ήταν ένα τέταρτο το φεγγάρι που κράταγε συντροφιά με το ισχνό φως του στις προσπάθειές μας. Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ' τον κοντό που είχαν τη σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα, πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας Γερμανός σκοπός κρυμμένος. Όταν φτάσαμε κοντά στον στύλο, είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία, σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά. Φτάσαμε στον κοντό που κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσουμε. Την είχαν μπλέξει όμως στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμόμαστε κι οι δυο για να την κατεβάσουμε μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε τότε με τη σειρά να σκαρφαλώνομε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσουμε μάταια όμως καθώς γλιστρούσαμε στην λεία επιφάνεια του στύλου. Ήμασταν όμως τυχεροί μέσα στην ατυχία μας, καθώς ανακαλύψαμε πως οι εχθροί είχαν ξεσφίξει τα κρικάκια που περιέβαλαν τα συρματόσχοινα, όταν έβαζαν την σημαία και δεν τα είχαν ξανασφίξει. Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας, με ό,τι μπορούσαμε να προσπαθούμε να ξεκολλήσομε τα συρματόσχοινα απ' τους σκουριασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιότανε η σημαία. Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία περίπου 4 μ. μήκος και 2 μ. πλάτος. Με λύσσα την κόψαμε απ' το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ' τον αγκυλωτό σταυρό για να έχουμε να το δείχνουμε. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε. Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες, απ' την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Κατεβήκαμε όπως είχαμε ανέβει. Για να την πάρουμε μαζί μας ήταν αδύνατο, καθώς η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψουμε μέσα στην ίδια τη σπηλιά, κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά σιγά μέχρι κάτω, φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν, τυλιγμένη σε μπόγο, μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.
Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά σιγά, πηγαίνοντας σύρριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντηθούμε με καμιά γερμανική περίπολο. Όταν στα μισά της διαδρομής για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ' ένα δημόσιο ταμείο.
Στην αρχή σκέφτηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά με κράτησε ψύχραιμα ο Μανώλης, κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε. Φτάσαμε στα σπίτια μας, καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας πού είμαστε.

- Και το επόμενο πρωί τι ατμόσφαιρα επικράτησε στις τάξεις τους εχθρού που είδαν την σημαία να λείπει;
Το επόμενο πρωί λοιπόν, ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κοιτούσαμε την Ακρόπολη. Μέχρι τις 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε σημαία. Η γερμανική φρουρά, η οποία αποτελούνταν από περίπου 20 άνδρες τα είχε χάσει. Πανικός στο γερμανικό στρατηγείο… Κεραυνός εν αιθρία. Οι κούρσες πήγαιναν κι έρχονταν. Τι έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιος τόλμησε να την πειράξει; Μετά τις 11 έβαλαν μιαν άλλη στη θέση της πιο μικρή. Με τις απογευματινές εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Πήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ' το σιδερένιο κοντό και μας καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο. Επίσης και όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσό. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 20:00 μ.μ. αν θυμάμαι καλά και απέλυσαν τον αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακροπόλεως. Επίσης, συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως, τους οποίους όμως άφησαν ελευθέρους, αφού δεν βρέθηκαν τα αποτυπώματά τους και τους ανέκριναν, τη δε φρουρά τους την κατεδίκασαν εις θάνατον και την εκτέλεσαν. Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα περίχωρα και κατόπιν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι' αυτό.

- Και από εκεί και έπειτα πως έχει η ιστορία;
Μετά από εκεί στις αρχές του 1942, εντάχθηκα στο ΕΑΜ της Φοιτητικής Οργάνωσης. Μέσα από εκεί μεγαλούργησα καθώς ανέπτυξα μεγάλη δράση αντίστασης μέσα από την έκδοση και διανομή του παράνομου Τύπου Αντίστασης. Προκηρύξεις, οργάνωση διαδηλώσεων, εθνικές γιορτές, απεργίες, κάψιμο αρχείων του Υπουργείου Εργασίας για να μην βρουν τα στοιχεία οι Γερμανικές αρχές και πάρουν ειδικότητες και τεχνίτες για τα πολεμικά τους εργοστάσια στην Γερμανία. Έπειτα δε πρωτοστάτησα μέσα από την Πανυπαλληλική Επιτροπή του ΕΑΜ στην απεργία στην Ελλάδα που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη. Η απεργία αυτή καρποφόρησε καθώς απέτρεψε τον κατακτητή να επιστρατεύσει Έλληνες εργάτες, βέβαια υπήρξαν πολλά θύματα. Μετά την απελευθέρωση άρχισε μια άγρια καταδίωξη και εμένα και του Γλέζου, γιατί αποτελούσαμε σύμβολα της Αντίστασης. Με στείλανε εξορία στην Ικαρία. Μετά με πήρανε στο Ναυτικό, με ορκίσανε έφεδρο υπαξιωματικό (λόγω της Νομικής) και με φυλάκισαν στις φυλακές της Ψυτάλλειας ένα χρόνο μαζί με τους υπόδικους, μάλιστα με καταδικάσανε σε θάνατο δια τυφεκισμού, αλλά ευτυχώς η επέμβαση του Ναυάρχου Τούμπα που με έστειλε στο τρίτο τάγμα της Μακρονήσου μου έσωσε την ζωή. Μετά από δύο χρόνια που βγήκα από την φυλακή, με την βοήθεια ενός φίλου που γνώρισα εκεί μέσα πέρασα στην Ιταλία και από εκεί πήγα στον Καναδά όπού ζήτησα και πήρα πολιτικό άσυλο. Εκεί άρχισα να ζω ξεφεύγοντας από τα προβλήματα της Ελλάδας, ζούσα σε άλλο κόσμο. Ηρέμησα. Απέκτησα και μια πολύ καλή θέση μετά από λίγο καιρό σε μια εταιρία και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω με τίποτα! Όμως ο πατέρας μου, έγραψε ένα γράμμα και με καλούσε να γυρίσω λέγοντάς μου πως ηρέμησαν πλήρως τα πράγματα. Τελικά μάζεψα τα πράγματά μου και γύρισα πίσω με την οικογένεια μου το 1963, νομίζοντας πως όλα θα πάνε καλά. Όταν έγινε η δικτατορία το 1967, δεν με έπιασαν αμέσως γιατί δεν είχαν στοιχεία. Αργότερα όμως χάλκευσαν μια κατηγορία και με έβαλαν πάλι φυλακή. Μετά την πτώση της Χούντας, έκανα διάφορες δουλειές στην Ελλάδα, αλλά τα ένσημα δεν έφτασαν για να συνταξιοδοτηθώ, με την βοήθεια όμως του τότε υπουργού Φοίβου Ιωαννίδη κατάφερα να εντάξω τα ένσημα από τον Καναδά και τελικά κατάφερα να πάρω την σύνταξη που με συντηρεί εδώ και κάποια χρόνια.


-Πως και δεν ασχοληθήκατε με την πολιτική εν αντιθέσει με τον φίλο σας;
Δεν ασχολήθηκα γιατί πολύ απλά δεν είναι στον χαρακτήρα μου. Δεν μ’αρέσει η πολιτική. Εδώ στην Ελλάδα εγώ τους πολιτικούς τους αποκαλώ πολιτικάντηδες. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Ειδικά μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας που έλεγε πως μου αφαιρούν στην ουσία το δικαίωμα να λέω ότι αγωνίστηκα για τον ελληνικό λαό. Όταν δε διάβασα το κατάπτυστο έγγραφο που είχαν υπογράψει δικοί μας αρχηγοί του ΕΑΜ, ΕΛΛΑΣ που αγωνίστηκαν εναντίον των καταπατητών για ειρήνη, είπα ότι δεν είναι δυνατόν να υπέγραψαν αυτό το έγγραφο. Πέσαμε στην πλεκτάνη, αυτών των κυβερνώντων και δοσίλογων οι οποίοι κυβερνούσαν τότε την Ελλάδα. Τότε λοιπόν ένιωσα αυτό το έντονο συναίσθημα κατά των πολιτικών…


-Το ίδιο ισχύει και για τον φίλο σας;
Κοίταξε να δεις ο Μανώλης, έδειξε πως είναι ένας άνθρωπος με αρχές και ιδεώδη. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα, υπάρχουν και πολιτικοί και εδώ και σε άλλες χώρες που έχουν ήθος και αξίες, ένας από αυτούς είναι και ο φίλος μου Μανώλης Γλέζος. Αλλά δυστυχώς αποτελεί την εξαίρεση…

- Με τον κύριο Γλέζο έχετε επαφή;
Ναι βεβαίως έχω επαφή, μιλάμε όσον αφορά στα αντιστασιακά θέματα και γενικώς. Πηγαίνουμε σε διάφορες εκδηλώσεις που μας καλούν και έχουν να κάνουν με την αναβίωση αυτών των ηρωικών ημερών που πολεμήσαμε. Είμαστε φίλοι και μιλάμε σχεδόν καθημερινά.
- Το κράτος τιμά τον Λάκη Σάντα τον μνημονεύει καθόλου ή τον έχει ξεχάσει;
Να σας πω, όταν αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση και ο απελευθερωτικός αγώνας του ΕΑΜ από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, -η οποία ήταν αξιέπαινη γι’ αυτό- το 1982, γίναμε επίτιμα μέλη και πήραμε το παράσημο της πόλης των Αθηνών, πήραμε παράσημα από διάφορες Συμμαχικές χώρες και μετείχαμε σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές που έγιναν μέχρι τότε. Επίσης γράφτηκε το όνομά μας στο σημείο εκείνο που ανεβήκαμε για να κατεβάσουμε την σημαία.

- Η σημαία ξέρουμε τι απέγινε;
Ψάξαμε μετά με την Μελίνα Μερκούρη που ήταν υπουργός Πολιτισμού, αλλά οι αρχαιολόγοι μας έβαλαν στοπ, γιατί ελλόχευε ο κίνδυνος αν συνεχιζόντουσαν οι ανασκαφες να υποχωρήσει το έδαφος και να καταπλακώσει τους εργάτες. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταματήσανε οι ενέργειες.

- Το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους νέους σήμερα;
Το μήνυμα είναι ότι: να κάνει καθένας ότι μπορεί, ότι περνάει από το χέρι του για την Ειρήνη και την διακυρηξή της. Αυτό τίποτα άλλο.

- Έχετε μετανιώσει για κάτι από όλη την διαδρομή της πορείας σας, θα αλλάζατε κάτι;
Όχι δεν έχω μετανιώσει για κάτι. Ίσα, ίσα μπορώ να πω πως βλέποντας την κατάσταση αυτή που επικρατεί στην Ελλάδα τούτη εδώ την ώρα, κάνω τον σταυρό μου και δοξάζω τον Θεό που με αξίωσε να ζήσω, παρόλες τις δύσκολες στιγμές και τις κακουχίες σε εκείνες τις ηρωικές μέρες και να περάσω δια πυρός και σιδήρου. Όμως όταν κάθομαι με νοσταλγία και αναπολώ όλες εκείνες τις στιγμές που βίωσα λέω μέσα μου, πως έζησα σε ωραίους καιρούς, έζησα ωραίες ημέρες, αξέχαστες. Ξέρεις διάβασα τελευταία κάπου σε ένα βιβλίο κάτι που είχε πει ο Γκίμπλινκ: Πως όταν έρθει ένα παιδί στην ζωή στην Κίνα, η ευχή που του δίνουν οι παππούδες του, είναι να ζήσεις σε ενδιαφέρουσες εποχές. Ε, λοιπόν σε τέτοιες έζησα εγώ… Το νέο της αφαίρεσης της σημαίας διαδόθηκε σαν αστραπή. Την άλλη νύχτα, το Λονδίνο και το Κάιρο έπλεξαν εγκώμια γι’ αυτό.Τους πολιτικούς τους αποκαλώ πολιτικάντηδες και δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Ο Μανώλης Γλέζος αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση. Μετά την Απελευθέρωση κυνηγήθηκα, εξορίστηκα στην Ικαρία, φυλακίστηκα στην Ψυτάλλεια και καταδικάστηκα σε θάνατο. Διάβασα κάπου πως όταν γεννιέται ένα παιδί, του εύχονται να ζήσει σε ενδιαφέρουσες εποχές. Ε, λοιπόν σε τέτοιες έζησα εγώ…

Διαβάστε επίσης

Σχόλια