Η ανακάλυψη των τάφων στη Βεργίνα

Εργάτες της ανασκαφής στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας δίπλα στον μισοσκαμμένο τάφο του Φιλίππου. Η πολύτιμη τοιχογραφία αποκαλύπτεται ταλαιπωρημένη, αλλά οι μαρμάρινες πόρτες είναι στη θέση τους, σημάδι ότι ο τάφος είναι ασύλητος.

Από το kathimerini.gr / Του Μιχάλη Α. Τιβέριου / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανόλης Ανδρόνικος σημειώνει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην αρχαιολογική έρευνα του 20ού αιώνα
 

Η 8η Νοεμβρίου του 1977 αποτελεί ορόσημο για τις αρχαιολογικές έρευνες του μακεδονικού χώρου και γενικότερα για την Iστορία της Μακεδονίας. Στη Βεργίνα, την ημέρα εκείνη κατά την οποία γιορτάζονται οι Αρχάγγελοι, άρχοντες του κάτω κόσμου, Γαβριήλ και Μιχαήλ, ο Μανόλης Ανδρόνικος εισήλθε στον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο που είχε βρεθεί έως τότε. Ο ίδιος, περιγράφοντας τα συναισθήματά του κατά τη μοναδική εκείνη στιγμή της αρχαιολογικής του σταδιοδρομίας, γράφει: «Είναι… εύκολο να υποθέσει κανείς πως, παρ’ όλη την ψυχραιμία που ήμουν υποχρεωμένος να διαθέτω, για να αντιμετωπίσω την κατάσταση με την επιστημονική ευθύνη που επιβαλλόταν εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα βαθύτατη συγκίνηση και δέος στη θέα ενός πλούσιου ταφικού θαλάμου, που είχε μείνει ανέπαφος μέσα στους αιώνες, από την ώρα που είχαν κλείσει οι μαρμάρινες θύρες του ύστερα από την τελετή της ταφής». Η μοίρα έχει παίξει καίριο ρόλο στο να συνδεθεί ο Ανδρόνικος με τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, τον οποίο πρωτογνώρισε το 1938, όντας ακόμη φοιτητής. Στον χώρο αυτόν έκανε την πρώτη του συστηματική ανασκαφή (1951-1961) σε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο τύμβων, αφού με την είσοδό του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1949, έτυχε να διοριστεί στην τότε ΙΒ΄ Αρχαιολογική Εφορεία Βέροιας, στη δικαιοδοσία της οποίας ανήκε και ο αρχαιολογικός χώρος της Βεργίνας. Αλλά στον ίδιο χώρο έτυχε να διεξάγει και την πρώτη του πανεπιστημιακή ανασκαφή, ως υφηγητής (1957) και αργότερα ως καθηγητής (1961) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Μερικά από τα πολύτιμα ευρήματα, όπως βρέθηκαν μέσα στον τάφο.
Ταύτιση του χώρου με τις αρχαίες Αιγές
Στα τέλη Αυγούστου 1977, όταν ο Ανδρόνικος άρχιζε τις ανασκαφικές έρευνες της χρονιάς εκείνης στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, τις τόσο «καρποφόρες», ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ο αρχαιολογικός χώρος που ερευνούσε από το 1951 ταυτιζόταν με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα των Μακεδόνων. Την άποψη αυτή πρώτος την είχε υποστηρίξει ο Nicolas Hammond το 1968, χωρίς ωστόσο να βρει ιδιαίτερη απήχηση στην επιστημονική κοινότητα. «Θα ήμουν ευτυχής αν πραγματικά ήμουν ο ανασκαφέας των Αιγών, έστω και χωρίς να το ξέρω· αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω», είχε πει στον Αγγλο ιστορικό ο ίδιος ο Ανδρόνικος. Και όμως, υπήρχαν ενδείξεις που υποστήριζαν μια τέτοια ταύτιση. Κατ’ αρχάς στη Βεργίνα ήταν γνωστό, ήδη από τον 19ο αι., ένα εντυπωσιακό ανάκτορο, το οποίο από το 1938 ανέσκαπτε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, με πρώτο ανασκαφέα τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμαίο, τον δάσκαλο του Ανδρόνικου. Υπήρχε ακόμη ένα μεγάλο νεκροταφείο τύμβων, με τις παλαιότερες ταφές να χρονολογούνται στον 10ο αι. π.Χ., το οποίο, όπως ήδη ανέφερα, ανασκάφηκε από τον Ανδρόνικο, κατά ένα μεγάλο μέρος του, και δημοσιεύθηκε από τον ίδιο υποδειγματικά (1969).
 
Αυτό όμως που έκανε τον Ανδρόνικο να αποδεχθεί τελικά την άποψη του Hammond ήταν ένα άλλο ανασκαφικό δεδομένο. Κατά την έρευνα της Μεγάλης Τούμπας, την οποία ο Ανδρόνικος είχε αρχίσει ήδη από το 1951 και τη συνέχιζε έκτοτε κατά διαστήματα, βρίσκονταν, στο γέμισμά της, πολλά θραύσματα επιτύμβιων στηλών, κυρίως του 4ου αι. π.Χ. Λίγες χρονολογούνταν και στον 5ο αι., ενώ οι οψιμότερες στις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. π.Χ. Χωρίς αμφιβολία προέρχονταν από τη βίαιη καταστροφή ενός νεκροταφείου, που τοποθετείται γύρω στα 280-270 π.Χ. Μια τέτοια ιερόσυλη πράξη ξέρουμε ότι συνέβη την εποχή αυτή στις Αιγές. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, Γαλάτες μισθοφόροι του Πύρρου (το 274/3 π.Χ.), «άρχισαν να σκάβουν τους τάφους των βασιλέων που ήταν θαμμένοι εκεί και άρπαξαν απ’ αυτούς τα πολύτιμα πράγματα, ενώ τα οστά τα πέταξαν ιερόσυλα». Επομένως, «τα συντριμμένα ταφικά μνημεία… στην επίχωση της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας» (διαμέτρου περίπου 110 μ. και ύψους γύρω στα 13 μ. και η οποία, όπως αποδείχθηκε, κάλυπτε βασιλικούς τάφους), «πρέπει να είναι τα λείψανα αυτής της καταστροφής, αφού μια τέτοια μοναδική ιερόσυλη ενέργεια μπορούσε να προέρχεται μόνον από βαρβάρους». Η ταύτιση λοιπόν των Αιγών με τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας ήταν και από τον Ανδρόνικο πλέον αποδεκτή.
Το χρυσό βασιλικό διάδημα από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς.
Η αναπτυξιακή διάσταση της ανασκαφικής έρευνας
Η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας είχε πολλές θετικές συνέπειες. Κατ’ αρχάς συνετέλεσε ώστε το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας για την αρχαιολογική έρευνα της Μακεδονίας να γίνει σχεδόν μόνιμο. Η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή σ’ αυτό υπήρξε καθοριστική. (Ο ίδιος με την καθομολογούμενη επιβλητικότητά του επέτρεπε στον Ανδρόνικο να αντιμετωπίζει με επιτυχία και δυσκολίες που ανέκυπταν στο έργο του εξαιτίας ορισμένων… μεσαιωνικών αντιλήψεων στους κόλπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και γενικότερα της ελληνικής γραφειοκρατίας.) Με την ενίσχυση του αρχαιολογικού έργου στη Μακεδονία ο Καραμανλής απέβλεπε πιθανόν, εκτός των άλλων, και στο να ανακτηθεί, σε διεθνές επίπεδο, μέρος από το χαμένο έδαφος στο λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα», εξαιτίας των λαθών που είχαν γίνει πάνω στο θέμα αυτό.

Ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος.
Ανεξαρτήτως πάντως αυτού, «από την πρώτη στιγμή πολλοί αρμόδιοι κατάλαβαν πως τα απίστευτα ευρήματα της Βεργίνας… μπορούσαν να χρησιμεύσουν και στην προσπάθεια για ανανέωση του τουριστικού ενδιαφέροντος» της περιοχής και γενικότερα ολόκληρου του βορειοελλαδικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια τού τότε γενικού γραμματέα Τουρισμού Τάκη Λαμπρία που, αναφερόμενος στις ανασκαφές του Ανδρόνικου, είπε: «Για τον τουρισμό η επικαιρότητα και η δημοσιότητα ενός τόπου στον παγκόσμιο Τύπο είναι τα πιο ισχυρά όπλα». Ο τουρισμός επιφέρει ανάπτυξη, και στην περίπτωση της Βεργίνας αυτό είναι πασιφανές. Αν κάποιος γνώριζε το χωριό αυτό στη δεκαετία του ’70 και το επισκεπτόταν στις μέρες μας, είναι βέβαιο ότι δεν θα το αναγνώριζε. (Οταν ως φοιτητής συμμετείχα στις πανεπιστημιακές ανασκαφές [1967-1970], το χωριό δεν είχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα.) Το ενδιαφέρον της πολιτείας δεν περιορίστηκε μάλιστα μόνο στην αρχαιολογική έρευνα των Αιγών.

Χρηματοδοτήθηκαν ανασκαφικές εργασίες στο Δίον, στην Πέλλα, στην Αιανή, στη Σίνδο και σε άλλα μέρη της μακεδονικής γης και ήλθε στο φως πληθώρα νέων και σημαντικών ευρημάτων, που αύξησαν κατά πολύ τις γνώσεις μας για την αρχαία Μακεδονία. Συγχρόνως, για την ανάδειξη και φύλαξη όλου αυτού του πολιτιστικού πλούτου κτίστηκαν νέα μουσεία, τα οποία, μαζί με άλλες υποδομές, συνέβαλαν στην αλματώδη ανάπτυξη των περιοχών αυτών

.
Ο σφραγιστός τάφος του Φιλίππου, τον οποίο έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη έπειτα από ανασκαφική έρευνα που άρχισε το 1951.
Νέοι δρόμοι στην ιστορική έρευνα της Μακεδονίας
Τα συναρπαστικά και σε πολλές περιπτώσεις μοναδικά ευρήματα των βασιλικών τάφων των Αιγών, που συνοδεύτηκαν από σχετικές δημοσιεύσεις κυρίως του ίδιου του Ανδρόνικου και των συνεργατών του, αλλά και άλλων ερευνητών, άνοιξαν νέους δρόμους στην αρχαιολογική και γενικότερα την ιστορική έρευνα της Μακεδονίας. Οι γνώσεις μας για διάφορες πτυχές της ζωής των αρχαίων Μακεδόνων, όπως για τα ταφικά τους έθιμα, αλλά και για ποικίλους τομείς της καλλιτεχνικής παραγωγής της Μακεδονίας και γενικότερα της αρχαίας Ελλάδας –π.χ. για τη χρυσοχοΐα και γενικότερα τη μεταλλοτεχνία– εμπλουτίστηκαν με πολλές και σημαντικές νέες πληροφορίες.

Ενας από τους τομείς της αρχαίας τέχνης για τους οποίους κερδίσαμε πολύτιμες νέες γνώσεις είναι και αυτός της Μεγάλης Ζωγραφικής. Ως γνωστόν, από τη Μεγάλη Ζωγραφική των αρχαίων τα σωζόμενα δείγματα είναι απογοητευτικά λιγοστά εξαιτίας των φθαρτών υλικών της. Ο Ανδρόνικος στη Μεγάλη Τούμπα και πριν μπει στον μεγάλο ασύλητο μακεδονικό τάφο, είχε αποκαλύψει έναν κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο που, αν και ήταν συλημένος, έφερε στους τοίχους του μια μοναδική ζωγραφική σύνθεση που απεικόνιζε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Αδη, τον εξουσιαστή του Επέκεινα. Από το ζωγραφικό αυτό έργο, όπως και από τη ζωγραφιστή ζωφόρο που διακοσμεί την πρόσοψη του μεγάλου τάφου και εικονίζει ένα βασιλικό κυνήγι, αποκτήσαμε πολλές και ποικίλες νέες γνώσεις για τη Μεγάλη Ζωγραφική του 4ου αι. π.Χ.

Η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας έχει σημαντική συμβολή και στο λεγόμενο ζήτημα της ελληνικότητας των Μακεδόνων. Θα σταθώ σε μια ομάδα ευρημάτων της, όχι από χρυσό ή ασήμι αλλά από λίθο (μάρμαρο ή πώρο). Πρόκειται για τις σπασμένες επιτύμβιες στήλες, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε. Πολλά από τα θραύσματα αυτά διασώζουν τα ονόματα των νεκρών, τα οποία στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι αμιγώς ελληνικά, όπως Αλκέτας, Αρπαλος, Δημαίνετος, Δημήτριος, Θεόδωρος, Θεόκριτος, Νικόστρατος, Ξενοκράτης, Πευκόλαος, Φιλώτας. Σημειώνω ότι το πρώτο ενεπίγραφο θραύσμα από το «εύρημα» αυτό είχε γίνει γνωστό από τον ίδιο τον Ανδρόνικο, ήδη από το 1949. Επισκεπτόμενος τη Βεργίνα ως πρωτοδιορισμένος επιμελητής αρχαιοτήτων, αντίκρισε στον αυλόγυρο του σχολείου ένα μαρμάρινο κομμάτι με την επιγραφή ΘΕΥΚΡΙΤΟΣ ΘΕΥΦΑΝΟΥΣ, που είχε περισυλλεγεί από τη Μεγάλη Τούμπα. Ορισμένες από τις στήλες αυτές, εκτός από το όνομα του νεκρού, φέρουν και το όνομα του πατέρα του νεκρού και κάποτε και το όνομα του πατέρα του πατέρα του και επομένως γνωρίζουμε ονόματα Μακεδόνων και παλαιότερων γενιών. Ολα τους είναι ελληνικά και συνηγορούν, χωρίς αμφιβολία, για την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων και απορρίπτουν ως λανθασμένες τις θεωρίες εκείνες που πρεσβεύουν ότι οι Μακεδόνες ήταν δήθεν Ιλλυριοί, Θράκες ή Φρύγες. Καθώς μάλιστα οι περισσότερες από τις στήλες αυτές δεν διακρίνονται για την ποιότητά τους, επιτρέπεται να συμπεράνουμε επίσης ότι σηματοδοτούσαν τάφους ανθρώπων χαμηλής ή μέσης κοινωνικής στάθμης. Πρόκειται για διαπίστωση που διαψεύδει και εκείνους που ισχυρίζονται ότι στο μακεδονικό βασίλειο Ελληνες (ή εξελληνισμένοι Μακεδόνες) ήταν μόνο τα μέλη της βασιλικής δυναστείας και της άρχουσας τάξης.

* Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι εντός εισαγωγικών φράσεις του κειμένου, το οποίο ζήτησε η «Κ» από τον καθηγητή, είναι από το βιβλίο του Μανόλη Ανδρόνικου, «Το Χρονικό της Βεργίνας», Αθήνα 1997, που εξέδωσε το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).

Σχόλια