Δυο κείμενα για το καλοκαίρι που μας αφήνει

Από το 
efsyn.gr / 31.07.-01.08.21
Kαλοκαιρινό 
Θωμάς Τσαλαπάτης
Οι κάτοικοι εγκαταλείπουνε την πόλη όπως οι κόκκοι της άμμου το πάνω δοχείο της κλεψύδρας. Ο χρόνος παραθερίζει μακριά από τα δευτερόλεπτά του. Ο άλλος χρόνος παίρνει τη θέση του. Χρόνος ορφανός, μεγαλωμένος μακριά από εμάς. Τώρα γυρίζει διεκδικώντας αυτά που πιστεύει πως του ανήκουν. Οσα στερήθηκε με τη διαρκή μας παρουσία καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.

Χρόνος των άδειων σπιτιών και των κλειστών πατζουριών, χρόνος των αραιωμένων δρόμων και των ελεύθερων θέσεων για στάθμευση. Χρόνος της απουσίας. Είναι ο χρόνος αυτός που ετοιμάζει τον χώρο μας ενώ εμείς λείπουμε. Προσέχει τα έπιπλα, κουρδίζει τις παγίδες μας, φροντίζει ώστε να υπάρχει πάντοτε μια επαρκής ποσότητα ύπνου στο κρεβάτι που αφήσαμε πίσω. Δοκιμάζει τα χειμερινά μας ρούχα τοποθετώντας τα και πάλι στη θέση τους, διώχνει τη σκόνη από τα μυστικά μας ώστε να μείνουν αιχμηρά για την κανονική ζωή μας όταν επιστρέψουμε, τρυπάει τα σωσίβια που ξεχάσαμε στην αποθήκη επιβεβαιώνοντας πως στην πόλη είναι αδύνατον να σωθείς από τον πνιγμό.

Μετράει τις μάσκες που φορέσαμε, το ποσοστό του προσώπου που αφήσαμε πάνω τους, τα λίτρα των αντισηπτικών υγρών που παραμορφώνουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα (στις επόμενες διαρρήξεις μας κανείς δεν θα μπορέσει να μας ταυτοποιήσει). Εξετάζει τους βήχες που συσσωρεύσαμε όλο αγωνία στο σαλόνι, τις κατάρες που ρίχναμε έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά στη βομβαρδισμένη τηλεόραση. Το σώμα μας στο σπίτι καθ' όλη τη διάρκεια του έτους: πόσες φορές κάτσαμε σε αυτή την καρέκλα, πόσες φορές μας πήρε ο ύπνος στον καναπέ, πόσα φαγητά κάψαμε σε αυτό το μάτι (και πόσα στο δίπλα του) και όλες τις φορές που υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας πως θα κρεμάσουμε αυτόν τον πίνακα. Τη δραστηριότητα, την επιθυμία, την ενέργεια που καταναλώθηκε.

Αποδείξεις για το γεγονός πως αυτό το σπίτι κατοικήθηκε. Πως εδώ υπήρξαν ζωές. Κίνηση και φωνές. Και το σπίτι αυτό μπορεί έστω και άδειο να καταχωρηθεί με τους ζωντανούς, να συνεχίσει να αναπνέει έστω και άδειο, να περιμένει. Ο μισός χρόνος μας θα περιμένει εκεί, έτοιμος να επιβεβαιώσει στην επιστροφή μας το γεγονός της νόμιμης συνέχειας, την ταυτοποίηση των εαυτών μας με τους εαυτούς που αφήσαμε πίσω πριν φύγουμε διακοπές, τις συνήθειές μας ελεύθερες προς επανάληψη στη νέα χρονιά που ανοίγεται μπροστά μας.

Ο άλλος μισός χρόνος βρίσκεται μαζί μας. Βουβός, άγνωστος. Με την έπαρση του καινούργιου. Στο πίσω κάθισμα του αμαξιού χωρίς να μας πολυμιλάει. Μέσα στη νέα εμπειρία όπως αυτή φύεται στη διακοπή. Πρωτότυπη και ταυτόχρονα κοινότοπη. Μια επαναληπτική κίνηση όχι του κύκλου αλλά της σπείρας. Εκεί που η επιστροφή ταυτίζεται με το προχώρημα, εκεί που το παλιό μπορεί να διεκδικήσει τη θέση του στο νέο. Ανάμεσα σε καλοκαιρινές συνήθειες, χούγια και μόνιμα ζητούμενα. Ανάμεσα σε νέα δεδομένα, απαιτήσεις και προσδοκίες. Χρόνος παρθένος και μαζί εξαντλημένος σαν το κύμα που φτάνει στη στεριά. Χρόνος με τον ενθουσιασμό και τις δυστροπίες του εφήβου. Διαμπερής από εύκολο ενθουσιασμό, έκθετος σε απότομη απογοήτευση. Δίπλα μας. Πάντοτε δίπλα μας και ποτέ μαζί μας, με το μυαλό του να ταξιδεύει αλλού. Φταίει μάλλον το γεγονός πως στις διακοπές κανείς δεν δίνει σημασία στον χρόνο. Διαρκώς τον ξεχνούμε πεταμένο σε παραλίες και ταβέρνες δίπλα σε αποδείξεις και βρεγμένες πετσέτες, διαρκώς αγνοούμε τη δική του επιθυμία και την άποψή του. Τον θυμόμαστε μόνο όταν πλησιάζει η επιστροφή. Τόσο ώστε να μη χάσουμε το πλοίο, τόσο ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε.

Και όταν επιστρέψουμε, οι δυο χρόνοι μας θα συναντηθούν. Θα αγκαλιαστούν συμβατικά και θα ενωθούν σαν γερασμένο ζευγάρι που οδηγείται μετά από δεκαετίες στον συμβατικό του έρωτα. Και έτσι ενωμένοι θα προχωρήσουν. Δημιουργώντας και πάλι αυτή την αίσθηση που είναι μισή καιρός και μισή ωρολογιακή μέτρηση. Τον χρόνο όπως ρέει με όρους κανονικότητας. Τον ενιαίο αυτό χρόνο που δεν έχει ρωγμές αλλά είναι υπαρκτός ως ένα. Και γι' αυτό δεν γίνεται αντιληπτός. Μέσα του πια -και όχι δίπλα του- θα μοιράσουμε τη νέα μας δραστηριότητα. Τον εαυτό μας ως ενδεχόμενο, τον χρόνο μας ως υπόσχεση.

http//tsalapatis.blogspot.com/

~ ~ ~ ~ ~

Η ελπίδα της φυγής
Αρχοντία Κάτσουρα
Το ταξίδι ήταν κάπως δύσκολο. Φυσούσε και στον Κάβο Ντόρο το καράβι -μεγάλο, σύγχρονο, γρήγορο με διπλή καρίνα σαν καταμαράν- χόρευε στα κύματα. Οι ανακοινώσεις ήταν σαφείς: «Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες, για λόγους ασφαλείας, όσο διαρκούν τα ισχυρά καιρικά φαινόμενα να μη βγαίνουν στο κατάστρωμα».

Δυο-τρεις ηρωικοί καπνιστές, στηριγμένοι στον τοίχο, επιλέγουν να βρέχονται για μια τζούρα, ενώ άλλοι δυο-τρεις επιβάτες που δεν αντέχουν να κουνιούνται, με βία κρατιούνται όπου μπορούν, αρκεί να μη μείνουν μέσα.

Υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι που με τη βοήθεια μιας τσίκλας για τη ναυτία και τα μάτια κλειστά, προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι όλο αυτό θα τελειώσει, η ταλαιπωρία θα έχει χρόνο λήξης. Το πλοίο θα φτάσει στο λιμάνι. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο, και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους.

Μέσα σ’ αυτούς είναι και κάποιοι που κλείνουν τα μάτια γιατί θέλουν να παρατείνουν το όνειρο. Μια ζωή κοντά στη θάλασσα, με μέρες απάνεμες και μέρες θυελλώδεις, με τη μυρωδιά της υγρασίας να τους ξυπνά τις αισθήσεις και τη γεύση του αλατιού στο δέρμα, ακόμη και όταν δεν έχουν κολυμπήσει. Που αναπολούν τη γύμνια του καλοκαιριού ως ελευθερία και που δυσκολεύονται να συνηθίσουν τα ρούχα τα καθημερινά, του σπιτιού ή της δουλειάς.

Φαντάζονται πώς θα ήταν να μπορούν να κρατήσουν το χρώμα του ήλιου στην επιδερμίδα τους και μόνο ένα σημάδι από μαγιό να θυμίζει αυτό που τους χάρισε η φύση, εκείνο το μείγμα κληρονομικότητας και φυσικής επιλογής των προγόνων τους.

Την αλήθεια την ξέρουν: αν κάτι που λαχταράς το έχεις κάποτε πολύ, υπάρχει ο κίνδυνος να το βαρεθείς, να γίνει συνήθεια, ρουτίνα. Ή μήπως όχι; Αλλωστε ακόμη και την πολλή ομορφιά, αυτή στην οποία όλοι μένουν έκθαμβοι, τη συνηθίζεις και εντύπωση πια δεν σου κάνει. Το μόνο που μένει, αν μείνει, είναι η ουσία πίσω από την ομορφιά, κάτι που δεν έχει σώμα υλικό, ούτε ορίζεται με το βλέμμα, αλλά με το συναίσθημα και ό,τι το γεμίζει και το τρέφει. Χρειάζεσαι μάτια κλειστά για να την αισθανθείς και νου ανοιχτό.

Οι ταξιδιώτες αυτοί έχουν πάντα ήρεμη όψη, συχνά φορούν ένα ήπιο χαμόγελο, που αν αφεθείς να το παρατηρήσεις στολίζεται από λίγη θλίψη. Δεν μιλούν πολύ, δεν πιάνουν εύκολα κουβέντες, δεν ακολουθούν το πλήθος, δεν κάνουν εύκολα παρέες. Δεν διασκεδάζουν φωναχτά, δεν κάνουν θόρυβο. Συνήθως κρατούν -μαζί με ό,τι άλλο- ένα βιβλίο -μπορεί να είναι διαφορετικό κάθε φορά ή πάντα το ίδιο- και σε πρώτη ευκαιρία το ανοίγουν και ρίχνουν μια διάφανη κουρτίνα ανάμεσα στον κόσμο και τις σκέψεις τους. Υπάρχει πάντα ένα βιβλίο που έχουν μαζί - είτε ως αντικείμενο είτε από καρδιάς απομνημονευμένο.

Αυτοί είναι οι ταξιδιώτες με τη λαχτάρα της φυγής - που ξέρουν ότι μπορεί ποτέ να μην έρθει. Και αγαπούν τη θάλασσα γιατί είναι η θάλασσα, το σώμα που γέννησε τη ζωή και τη φιλοξενεί ακόμα. Δεν φοβούνται να πατήσουν ξυπόλυτοι στην άμμο, να βρέξουν τα μαλλιά και το κεφάλι -δεν γίνεται να κολυμπάς χωρίς να βουτήξεις ολόκληρος στο νερό- ή να σουρώσουν τα δάχτυλά τους από το κολύμπι.

Ο φλοίσβος τα απογεύματα του Ιουλίου, κάτω από μια σκιά και με τους τζίτζικες να σκάνε από τη ζέστη, είναι σύντροφός τους και μοιράζεται μαζί τους μυστικά και νέα που κανείς άλλος δεν ξέρει, που κανείς δεν θα μάθει.

Φεύγουν μακριά από τη θάλασσα αναγκαστικά, δεν γίνεται αλλιώς: είναι παιδιά αυτής της γης και έχουν υποχρεώσεις. Συχνά οι διακοπές είναι η μικρή πολυτέλεια που μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους λίγες ημέρες τον χρόνο. Αλλά ας είναι καλά η θάλασσα, που «κρυφομιλεί και πλέχει/ Καμιά φορά σηκώνεται κι’ ουρλιάζει/ Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν/ Θάλασσα της θαλάσσης»*. Κι έτσι παρατείνουν την ελπίδα.

* Ανδρέας Εμπειρίκος, τετράστιχο από τα «Πουλιά του Προύθου» (1935)

archkatsoura@yahoo.gr

Σχόλια