Γιατί (δεν) το λέμε έτσι

Από το left.gr / Του Νίκου Σαραντάκου / 07.2013
Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους “Γιατί το λέμε έτσι” και “Γιατί δεν το λέμε έτσι”. Το αντικείμενό μας εδώ είναι διάφορες ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Οπότε, όποιος επιχειρήσει ποτέ να συντάξει ένα “ετυμολογικό λεξικό” των παροιμιωδών φράσεων (δεν ξέρω αν ο όρος είναι ακριβής όταν δεν έχουμε να κάνουμε με λέξεις) θα πρέπει όχι μόνο να παρουσιάσει από πού προέρχεται κατά τη γνώμη του η κάθε φράση αλλά ταυτόχρονα να ανασκευάσει τις προηγούμενες αστήριχτες εκδοχές ή τουλάχιστο να εκφράσει τις επιφυλάξεις του.

Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, και ίσως γι’ αυτό δεν έχει επιχειρηθεί. Έπειτα, η ανασκευή θέλει χώρο -είναι αυτό που λέμε “ρίχνει ο παλαβός μια πέτρα στο πηγάδι και σαράντα γνωστικοί δεν χωράνε να τη βγάλουν”. Για παράδειγμα, για τη γνωστή φράση “πράσινα άλογα”, υπάρχει η ανόητη θεωρία ότι προέρχεται από την αρχαιοελληνική φράση “πράσσειν άλογα”. Όσοι υποστηρίζουν την αστήριχτη αυτή θέση, δεν κάνουν φυσικά τον κόπο να τεκμηριώσουν την άποψή τους, την παρουσιάζουν σαν αξίωμα, καμιά φορά μάλιστα αποκαλούν αγράμματους” όσους γράφουν “πράσινα άλογα”, κι επειδή πολλοί συμπατριώτες μας χάνουν κάθε κριτική ικανότητα (αν είχαν δηλαδή) όταν ακούσουν κάτι αρχαιοελληνικό, η αστήριχτη αυτή θέση γίνεται πιστευτή από αρκετούς. Για να την αντικρούσεις, τώρα, πρέπει να γράψεις κοτζάμ κατεβατό -ίσως όχι το διπλοσέντονο που είχα γράψει παλιότερα εδώ, αλλά πάντως δυο παραγράφους τις θέλεις. Αν είναι αυτό να το κάνεις για κάθε έκφραση για την οποία έχει διατυπωθεί αστήρικτη άποψη, καταλαβαίνετε ότι η βαλίτσα πάει πολύ μακριά.

Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είχα γράψει ένα βιβλιαράκι με τίτλο “Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων“. Εκεί προσπάθησα, για όσες εκφράσεις ήξερα και μπορούσα, να αναφέρω από πού προέρχονταν κατά τη γνώμη μου, και να ανασκευάσω, έστω και επιγραμματικά, τις κατά τη γνώμη μου αβάσιμες θεωρίες για την προέλευσή τους. Αυτόν τον καιρό δουλεύω ένα καινούργιο βιβλίο πάνω στο ίδιο θέμα, που θα έχει άλλον τίτλο, περίπου 30% περισσότερα λήμματα, ενώ και τα παλιά λήμματα θα γραφτούν από την αρχή, με βάση το νέο υλικό που έχω συγκεντρώσει όλον αυτό τον καιρό και διορθώνοντας τα αναπόφευκτα λάθη του παλιότερου βιβλίου.

Κατά σύμπτωση, πριν από μερικές μέρες δέχτηκα το τηλεφώνημα ενός δημοσιογράφου που δουλεύει στον ιστότοπο in2life.gr, ο οποίος ήθελε να γράψει ένα άρθρο με θέμα την προέλευση κάποιων γνωστών φράσεων και είχε ήδη βρει το παλιό μου βιβλίο. Απάντησα και σε μερικές ερωτήσεις από το τηλέφωνο, και στοιχεία από τη συζήτησή μας περιλαμβάνονται στο άρθρο του, που μπορείτε ολόκληρο να το διαβάσετε εδώ. Εγώ θα αναδημοσιεύσω εδώ μόνο το κομμάτι που αφορά την προέλευση συγκεκριμένων φράσεων, ενδεχομένως σχολιάζοντας ή εκφράζοντας διαφωνίες με κάποια σημεία, διότι στο άρθρο, όπως είναι λογικό, παρουσιάζονται και άλλες απόψεις για την προέλευση ορισμένων φράσεων, απόψεις που προέρχονται κυρίως από το βιβλίο “Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις” του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά εντελώς αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο “νατσουλισμός”, που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής.

Κάτι τρέχει στα γύφτικα: Η ειρωνική αυτή φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας. Πηγάζει από την αντίληψη ότι οι γειτονιές των Ρομά (γύφτων) αναστατώνονται με το παραμικρό, χωρίς να συμβαίνει κάτι το σοβαρό.

Κροκοδείλια δάκρυα: Χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος είναι υποκριτής και προέρχεται από την δοξασία που έλεγε πως οι κροκόδειλοι του Νείλου έβγαζαν ήχους σαν κλάμα για να προσελκύσουν την λεία τους και αφού την κατασπάραζαν έκλαιγαν. Επίσης, ο κροκόδειλος στην αρχαιότητα θεωρούταν πρότυπο πανουργίας.

Του έδωσε και κατάλαβε: Αρχικά η φράση σήμαινε ότι κάποιος έδειρε τόσο κάποιον ώστε αυτός ένοιωσε τον πόνο στο πετσί του. Στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες περιπτώσεις όπου κάποιος παθιάζεται με μια δραστηριότητα, κυρίως στο φαγητό, την άσκηση ή το ποτό.

Έξω από τα δόντια: Η φράση η οποία προσδιορίζει την αυστηρή και χωρίς περιστροφές κουβέντα πηγάζει από την ομηρική εικόνα του «έρκους οδόντων», σύμφωνα με την οποία τα δόντια θεωρούνται ως φραγμός. (Η δική μου διατύπωση θα ήταν κάπως διαφορετική: ότι στο “έξω από τα δόντια” έχουμε την ίδια εικόνα με το “έρκος οδόντων”)

Ζωή και κότα: Λέγεται για κάποιον ο οποίος περνά ανέμελα και ευχάριστα την ζωή του, επειδή παλαιότερα το να τρώει κάποιος κότα θεωρούνταν σπάνιο δείγμα καλοπέρασης.

Κουνήσου από την θέση σου: Λέγεται για κάποιον ο οποίος είπε κάτι κακό και πηγάζει από την πρόληψη ότι αν αυτός δεν κουνηθεί από την θέση του, το κακό που είπε θα βγει αληθινό. Υποτίθεται ότι αυτός που μίλησε κάθεται στον τόπο του Σατανά, ο οποίος και του το υπαγόρεψε, επομένως πρέπει να αλλάξει θέση για να ξεφύγει από την επιρροή του.

Πήγε στα θυμαράκια: Η φράση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι κάποιος πέθανε βασίζεται στο γεγονός ότι το πρώτο νεκροταφείο των Αθηνών, ήταν γεμάτο από θυμάρι. Το εν λόγω βότανο μάλιστα, επειδή μύριζε έντονα, το φύτευαν στα νεκροταφεία για να εξουδετερώνονται οι άσχημες μυρωδιές.

Καβάλησε το καλάμι: Η έκφραση που χρησιμοποιούμε για την υπεροψία κάποιου, πιθανώς πηγάζει από το παιδικό παιχνίδι στο οποίο τα πιτσιρίκια καβαλούσαν το καλάμι προσποιούμενα ότι ήταν άλογο.

Έριξε/βάρεσε/ βρόντηξε κανόνι: Έκφραση η οποία σημαίνει χρεωκοπία ή άρνηση πληρωμής χρεών και ξεκινάει από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου η πτώχευση ενός εμπόρου αναγγέλλονταν με μια κανονιά.

Τρίζουν τα κόκκαλα του: Την χρησιμοποιούμε για κάτι το οποίο θα προξενούσε αγανάκτηση σε έναν πεθαμένο και πηγάζει από λαϊκή δοξασία, σύμφωνα με την οποία οι νεκροί σε εξαιρετικές περιπτώσεις στριφογυρνούν στον τάφο τους και τα κόκαλά τους τρίζουν.

Με κόβει λόρδα: Η φράση που υποδηλώνει… μεγάλες πείνες, βασίζεται στο «πλαστό» ουσιαστικό λόρδα το οποίο προέρχεται (παραδόξως) από το λόρδος, υποδηλώνοντας ειρωνικά τον ψωροφαντασμένο μπατίρη. (Αυτό είναι λάθος δικό μου, αν και είχα κρατήσει κάποιαν επιφύλαξη στη δική μου διατύπωση. Η λόρδα δεν προέρχεται από τον λόρδο, αλλά από το ενετικό lorda. Στο νέο βιβλίο θα το διορθώσω).

Έφαγε τα λυσσακά του: Η έκφραση ξεκίνησε από το άλογο το οποίο προσπαθεί απεγνωσμένα να απαλλαγεί από το χαλινάρι μασώντας το. Στην προσπάθειά αυτή βγάζει αφρούς, τα λυσσακά τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή έμοιαζαν με τους αφρούς που βγάζει ο λυσσασμένος σκύλος.

Το μάτι του γαρίδα: Την χρησιμοποιούμε για κάποιον ο οποίος κοιτάει κάτι πολυπόθητο που δεν μπορεί να αποκτήσει ή κοιτάει κάτι με αδιακρισία ή υποφέρει από αϋπνίες. Από το διεσταλμένο μάτι της γαρίδας.

Τα βρήκε μπαστούνια: Η δυσκολία που εκφράζει η συγκεκριμένη φράση, πιθανώς να προέρχεται από παιχνίδια με χαρτιά στα οποία τα μπαστούνια είναι το χαμηλότερο ιεραρχικά από τα τέσσερα χρώματα της τράπουλας.

Έβγαλα την μπέμπελη: Η έκφραση που σημαίνει «έσκασα από την ζέστη», πηγάζει από μια παλιά ιατρική αντιμετώπιση της… ιλαράς (Μπέμπελη), σύμφωνα με την οποία ο άρρωστος ντυνόταν πολύ βαριά, ώστε να ιδρώσει και μαζί με τον ιδρώτα να «βγάλει» ή να «χύσει» την αρρώστια.

Με το νι και με το σίγμα: (Του τα είπε) δηλαδή, με κάθε λεπτομέρεια. Τα παλαιότερα χρόνια, οι μαθητές διδάσκονταν τους καθαρεύοντες τύπους της γλώσσας, με τα τελικά νι και σίγμα, τα οποία ο προφορικός λόγος παρέλειπε. Έτσι η χρήση τους έκανε τις λέξεις κομψότερες και πληρέστερες. (Η δική μου διατύπωση ήταν “οι τύποι του σχολείου θεωρήθηκαν κομψότεροι, επισημότεροι, πληρέστεροι).

Μυρίζω τα νύχια μου: Υπάρχουν δύο εκδοχές που ερμηνεύουν την ρίζα της εν λόγω έκφρασης, η οποία υποδηλώνει ειρωνική απάντηση σε κάποιον ο οποίος έχει την αξίωση να γνωρίζουμε ή να προβλέψουμε κάτι. Η πρώτη αφορά το λαγωνικό, το οποίο όταν ιχνηλατεί με την μύτη στο χώμα μοιάζει σαν να μυρίζει τα νύχια του και η δεύτερη μια αρχαία τελετουργική συνήθεια κατά την οποία οι ιερείς των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σε ένα υγρό, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν και έτσι μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα. (Η δεύτερη εκδοχή με την αρχαία τελετουργική συνήθεια, είναι νατσουλισμός, με την έννοια ότι δεν έχουμε καταγραφή ότι μύριζαν τα (βουτηγμένα στο υγρό) νύχια τους για να μαντέψουν, ούτε καταγράφεται κάποια σχετική αρχαία φράση).

Τράβηξα των παθών μου τον τάραχο: Η φράση υποδηλώνει τεράστια ψυχική και σωματική ταλαιπωρία και προέρχεται από τροπάριο του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα της Θεοτόκου «Των παθών μου τον τάραχον, ή τον κυβερνήτη τακούσα Κύριον…». (“η τον κυβερνήτη τεκούσα” είναι το σωστό).

Της Παναγιάς τα μάτια: Αναφέρεται κυρίως σε μεγάλες ποσότητες αντικειμένων ή σε πάρα πολλά λεφτά που έκλεψε κάποιος. Οι ιερόσυλοι συνήθιζαν να κλέβουν τα χρυσά μάτια των εικόνων ή, κατά τα προχριστιανικά χρόνια, τα μάτια των αγαλμάτων τα οποία ήταν από πολύτιμους λίθους.

Κάνει την πάπια: Και εδώ υπάρχουν δύο εξηγήσεις για την ρίζα της φράσης. Η μία αφορά στο ομώνυμο αμφίβιο πτηνό, το οποίο φαίνεται άκακο ζώο, ενώ η δεύτερη υποστηρίζει ότι προέρχεται από την παρομοίωση με τον Παπία, ονομασία που είχε ο κλειδοκράτορας στην Βυζαντινή εποχή και ο οποίος είχε ταυτιστεί με την συκοφαντία και την ρουφιανιά, όμως σύμφωνα με τον κ. Σαραντάκο δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη ιστορική αναφορά. (Δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένη φράση “ποιεί τον Παπία” ή κάτι ανάλογο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα νατσουλισμού, πιστεύω. Επειδή δεν είναι απολύτως σαφές γιατί λέμε ‘κάνει την πάπια’, βρίσκουμε μια αρχαία ή βυζαντινή λέξη που να μοιάζει με την πάπια, δηλαδή τον παπία, που είναι και κύριο όνομα αλλά και όνομα αξιώματος, και τα υπόλοιπα τα μπαλώνουμε με πολλή φαντασία).

Βλάκας με περικεφαλαία: Ο… ύψιστος βλάκας, στρατηγός κατά κάποιον τρόπο των ηλίθιων. Εξ ου και η προσθήκη της λέξης περικεφαλαία.

Τα τίναξε (τα πέταλα): Περιφρονητική φράση, η οποία πηγάζει από την εικόνα ενός αλόγου όταν πεθαίνει: σωριάζεται στο έδαφος με σπασμούς και τινάζει πίσω τα πόδια του, οπότε συχνά τα πέταλα πετάγονται μακριά.

Στο πηγάδι κατούρησα; Παραπονεμένη απορία κάποιου, ο οποίος δεν έχει την ίδια μεταχείριση με άλλους. Παλαιότερα, το να κατουράει κάποιος στο πηγάδι από όπου έπαιρνε όλο το χωριό νερό ήταν σοβαρή αιτία περιθωριοποίησης.

Σιγά τον πολυέλαιο: Η ειρωνική αυτή έκφραση για κάποιον ο οποίος καυχιέται, έχει τις ρίζες της στον χώρο της εκκλησίας όπου σε μεγάλες γιορτές, ο καντηλανάφτης αφού άναβε τους πολυελαίους τους κουνούσε πέρα –δώθε. Η πλήρης φράση μάλλον ήταν «Σιγά κούνα τον πολυέλαιο (για να μην χυθεί τα λάδι)».(Έχω κάποιες αμφιβολίες για την εξήγηση, πάντως).

Τον έπιασαν στα πράσα: Πιθανότατα η φράση γεννήθηκε, όταν κάποια στιγμή κάποιος πιάστηκε να κλέβει σε ξένο περιβόλι.

Το ρίχνω έξω: Την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι «τα σπάσαμε», όμως αρχικά είχε αρνητική σημασία, και αφορούσε στον απρόσεκτο καπετάνιο ο οποίος αφήνει το πλοίο στην μοίρα του. Παλαιότερα επίσης, την χρησιμοποιούσαν για κάποιον ο οποίος παραμελούσε την εργασία και τις υποχρεώσεις του για να διασκεδάζει.

Τα έχει τετρακόσια: Η φράση που λέμε για να τονίσουμε ότι κάποιος έχει μυαλό… ξυράφι, αφορά στον αριθμό των δραμιών που είχε η μία οκά.
Κρατάω το φανάρι: Το λέμε για εκείνον που βοηθάει κάποιον στις ερωτικές του «επιχειρήσεις» και πιθανότατα αποτελεί δάνειο από την γαλλική γλώσσα (tenir la chandelle, κρατάω το κερί). Στην πρώτη νύχτα του γάμο των αρχόντων, ένας νεαρός είχε το καθήκον να φωτίζει το δωμάτιο των νεόνυμφων, κρατώντας μια λαμπάδα με την πλάτη λυγισμένη προς το κρεβάτι.(Με την πλάτη γυρισμένη)

Χρωστάει της Μιχαλούς: Η προέλευση της φράσης δεν έχει αποσαφηνιστεί. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη εκδοχή, η Μιχαλού είχε πανδοχείο στο Ναύπλιο κατά τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους και κυνηγούσε ανελέητα όσους της χρώσταγαν. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Σαραντάκο, αυτό αποκλείεται αφού η φράση έχει καταγραφεί στην κωμωδία “Κορακιστικά” του 1815. Κατά πάσα πιθανότητα, στη Θράκη και στην Πόλη έλεγαν “Μιχάλη” και “Μιχαλού” τους ελαφρόμυαλους και αυτή είναι η αρχή της φράσης. (Στο βιβλίο μου είχα απλώς εκφράσει επιφυλάξεις, μια και δεν είχα ακόμα βρει την αναντίρρητη απόδειξη της αναφοράς στα Κορακιστικά).

Του μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά: Πιθανότατα η φράση να προέρχεται από την στάση που παίρνουν οι σκύλοι όταν αισθανθούν ότι κάτι μπήκε στα αυτιά τους. Η ίδια έκφραση υπάρχει και στα Γαλλικά, απαράλλαχτη.

Για να αναφέρω έναν ακόμα νατσουλισμό, για την τελευταία αυτή φράση (με τους ψύλλους στ’ αυτιά), ο Νατσούλης αναφέρει ότι προήλθε από μια τιμωρία που είχε επινοήσει ο αυτοκράτορας Ιουλιανός για να τιμωρήσει τους ωτακουστές, τους οποίους μισούσε: τους έβαζε, λέει, ψύλλους στ’ αυτιά, που μετά τα βούλωνε με κερί. Αυτό, αν και φαινόταν ανώδυνο, ήταν στην πραγματικότητα βασανιστικό. Η εξωφρενική αυτή άποψη του Νατσούλη έχει αναδημοσιευτεί σε δεκάδες έντυπα και εκατοντάδες ιστότοπους (παράδειγμα) ενώ ολοφάνερα δεν στέκει. Ακόμα κι αν υπάρχει η ιστορία με τον Ιουλιανό και τους ψύλλους (δεν ξέρω αν παραδίδεται τίποτα τέτοιο, πάντως στο TLG δεν βρήκα καμιά φράση που να έχει σχετικά κοντά τον Ιουλιανό και τον ψύλλο ή την ψύλλα), τι σχέση έχει το βασανιστήριο αυτό με τη νεότερη παροιμιώδη φράση που δηλώνει ότι μας γεννήθηκαν υποψίες; Καμιά σχέση.

Όμως, η ευφάνταστη εκδοχή εκφέρεται με σιγουριά, κι η σιγουριά ασκεί έλξη ακαταμάχητη. “Αυτό είναι”, σου λέει ο άλλος. Ενώ εσύ, που ντρέπεσαι να πεις ψέματα, λες “Δεν είμαστε βέβαιοι, υπάρχει αυτή η θεωρία αλλά δεν στέκει, πιθανώς προέρχεται από εκεί, αλλά δεν είναι σίγουρο…” -πάει, πέταξε το πουλάκι, δεν πείθεις τον πολύ κόσμο.

Ή μήπως δεν είναι έτσι;

Σχόλια