Φούξια πλαστική σακούλα

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ ΙΙ, 1970, ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Από το efsyn.gr / Αρχοντία Κάτσουρα / 17-18.07.21
Η παραλία ήταν πανέμορφη. Ησυχη. Στην αριστερή άκρη της υπήρχε ένα παλιό καρνάγιο κι ένα σπιτάκι με ξύλινο γαλάζιο αυλόγυρο. Δυο-τρεις βάρκες ήταν αφημένες εκεί, σπασμένες και σαρακοφαγωμένες. Ενα ζευγάρι έχει καθίσει κάτω από το μεγάλο δέντρο, στη μέση της παραλίας. Μεσήλικες, περιποιημένοι και καλοζωισμένοι, έφτασαν στην παραλία με μηχανάκι, αψηφώντας τον κακό χωματόδρομο με τις κοφτερές πέτρες, εν είδει περιπέτειας.

Πιο κάτω, μια παρέα φοιτητών έχει αράξει σε ένα μικρότερο αρμυρίκι. Εχει απλώσει μια τέντα, για να κάνει μεγαλύτερη σκιά. Γελάνε και συζητούν ζωηρά κάτω από την τέντα, κι ενώ κολυμπούν, κι όταν περπατούν ώσπου να στεγνώσουν. Σ’ αυτήν τη γωνιά, το μελτέμι του Αιγαίου δεν είναι τόσο δυνατό. Εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα.

Το ζευγάρι τούς κοιτά λίγο επιτιμητικά. «Θα μας χαλάσουν την ησυχία μας» σαν να σκέφτονται κουνώντας το κεφάλι ενοχλημένοι. Αλλά απολαμβάνουν τη θάλασσα, κάθονται εκεί που σκάει το κύμα, περπατούν ξυπόλυτοι στη βρεγμένη άμμο.

Φτάνει κι ένα αυτοκίνητο. Τρεις γυναίκες, με τσάντες θαλάσσης, ψάθες, καπέλα και παγωμένο νερό. Πιάνουν κι αυτές ένα μικρό αρμυρίκι, αφήνουν βιαστικά τα πράγματα και βουτάνε στη θάλασσα να δροσιστούν.

Οι εικόνες θυμίζουν ασπρόμαυρη ταινία, διακοπές στα χρόνια της αθωότητας. Οταν οι παραλίες ήταν αγνές, οι θάλασσες σίγουρα καθαρές, οι άνθρωποι απλοί.

Οι ώρες περνούν ήρεμα, με τη μυρωδιά από τη θάλασσα, που έκανε τα μαλλιά να κοκαλώνουν και το δέρμα να ασπρίζει από την αλμυρή άχνη του αλατιού. Τα δέρματα «ψήνονται» και κοκκινίζουν, τα μάγουλα ανάβουν από τη ζέστη και τα σώματα αναζητούν τη δροσιά ξανά στο νερό.

«Κρύσταλλο. Να το πιεις στο ποτήρι», ακούς ένα κορίτσι στη μεγάλη παρέα.

Το ζευγάρι, που έχει μπει και βγει στη θάλασσα πολλές φορές, αλλάζει μαγιό και τρώει φρούτα -ό,τι πιο νόστιμο για τα αρμυρισμένα στόματά τους. Στέκονται όρθιοι κάτω από το δέντρο τους, το ωραίο, με την πιο πυκνή σκιά, το κεντρικό της παραλίας. Απολαμβάνουν το τοπίο, που είναι σαν να μην το έχει αγγίξει για δεκαετίες ο χρόνος, αν μιλούν, το κάνουν σιγανά.

Ο κυκλαδίτικος άνεμος, που κάνει τα πάντα να τρελαίνονται στην ξηρά, χωρίς να αγγίζει το νερό, αρχίζει να φυσά απαλά στην αρχή, πιο δυνατά μετά. Και μαζί του παίρνει μια σκούρα φούξια πλαστική σακούλα, αυτή που περιείχε τα φρούτα τους. Τη σπρώχνει με αποφασιστικότητα στη θάλασσα και την αφήνει μέσα στο νερό.

Μια από τις γυναίκες τη βλέπει να ίπταται αρχικά και μετά να προσγειώνεται στο νερό. «Ο αέρας τους πήρε τη σακούλα» λέει και σηκώνεται, ενώ περιμένει να δει έναν από τους δυο να πηγαίνουν να τη μαζέψουν. Καμία κίνηση. Συνεχίζουν να τρώνε ατάραχοι τα φρούτα τους, απολαμβάνοντας ό,τι ωραιότερο έχει να προσφέρει το ελληνικό καλοκαίρι. Ξυπόλυτη, κι ενώ η άμμος καίει, τρέχει να προλάβει, να μην την πάρει το νερό, να μην την παρασύρει κι άλλο ο αέρας. Πίσω της τρέχει κι ένα από τα παιδιά.

Το ζευγάρι παρακολουθεί την κίνηση στην παραλία, μασουλώντας τα φρούτα του. Δεν δείχνουν να νοιάζονται. Η σακούλα δεν τους ενδιαφέρει πια, δεν έχει καμία χρησιμότητα.

Το παιδί που έτρεχε πίσω της λέει: «Ευτυχώς, προλάβατε…».

Η γυναίκα τους κοιτάζει επίμονα, περιμένει να γυρίσει το βλέμμα τους. Τίποτα. Σκέφτεται να τους τη δώσει στο χέρι, να τους πει «πάρτε την μαζί σας». Αλλά το μετανιώνει. Ξέρει ότι δεν έχει νόημα, ίσως και να την άφηναν μετά εκεί. Το ζευγάρι μαζεύει τα πράγματά του. Ξεπλένουν τα μαγιό στη θάλασσα, ντύνονται, φεύγουν.

Και η γυναίκα στέκεται εκεί, παρακολουθώντας τους. Μετανιωμένη που δεν μίλησε, απογοητευμένη για τους γείτονες της παραλίας. Της μένει μόνο μια ευχή: Ενας άλλος άνεμος, πιο δυνατός, πιο αποφασιστικός, σαν οικολογικός φαρσέρ, να πάρει τις πλαστικές σακούλες όλου του κόσμου και να τις στείλει στην όμορφη, περιποιημένη και καλοζωισμένη αυλή τους.

archkatsoura@yahoo.gr

Σχόλια