Η ζωή και η «ποιητική» του Νίτσε

«Τρομάζω στη σκέψη», είχε προλάβει να γράψει ο Νίτσε, «πόσο αμαθείς και ακατάλληλοι άνθρωποι ενδέχεται να επικαλεστούν μια μέρα την αυθεντία μου»
Από το kathimerini.gr / Σίσσυ Αλωνιστιώτου
Μια εξαιρετική βιογραφία του κορυφαίου φιλοσόφου, τον οποίο όλοι ξέρουν αλλά λίγοι γνωρίζουν ποιος πραγματικά ήταν

SUE PRIDEAUX
Φρίντριχ Νίτσε. «Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης». H βιογραφία
μτφρ. Νίνα Μπούρη,
εκδ. Πατάκη, σελ. 447
Το πρωινό της 3ης Ιανουαρίου του 1889, η γνωστή στους περιοίκους μελαγχολική, μοναχική φιγούρα του καθηγητή, άφησε το δωμάτιο που νοίκιαζε στον τρίτο όροφο της Via Carlo Alberto 6, στο Τορίνο, αλλά δεν έφτασε πολύ μακριά. Περπατώντας λιγότερο από διακόσια μέτρα, προς την Piazza Carignano, αντίκρισε έναν αμαξά να δέρνει ανελέητα το άλογό του. Αναλύθηκε σε κλάματα. Πλημμυρισμένος από οίκτο, με δάκρυα στα μάτια, τύλιξε προστατευτικά τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του αλόγου και κατέρρευσε.

Ο –μάλλον– μύθος, όπως αφήνει να διαφανεί η Σου Πριντό (Sue Prideaux) στη βιογραφία της, θα εμφανιστεί στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι» του Μίλαν Κούντερα και το άλογο θα γίνει «Το άλογο από το Τορίνο» στην ουγγρική ταινία των Μπέλα Ταρ και Ανιές Ρανίτσκι (Béla Tarr – Ágnes Hranitzky), προτείνοντας μια αφήγηση για το τι του συνέβη μετά.

Η ισχυρή συναισθηματικά εικόνα, ακόμα κι αν δεν υπήρξε ακριβώς έτσι, θα μπορούσε να πυροδοτήσει την απελπισία μέχρι παράνοιας προσφέροντας πολλαπλές ερμηνείες και εκδοχές των σκέψεων που θα κατέκλυζαν έναν, βαθιά συναισθηματικό, ταξιδευτή στην αναζήτηση της ανθρώπινης υπόστασης, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και των δυνατοτήτων της. Οπως και να ’χει, το τέλος της ενεργού σκέψης συνέβη εκείνο το πρωί του 1889. Σε έντεκα χρόνια, θα ερχόταν και ο βιολογικός θάνατος του ανθρώπου, το όνομα του οποίου θα γνώριζαν στο μέλλον οι περισσότεροι, χωρίς απαραίτητα να έχουν έρθει σε παραμικρή επαφή με το έργο του. Νίτσε. Φρίντριχ Νίτσε.

«Ανοιχτό σε ερμηνείες», ένα έργο του οποίου η ποιητική αξία υπερβαίνει τη φιλοσοφική χρήση του ακόμα κι όταν αναγνωρίζεται και μελετάται εξαιτίας της, μια φιλοσοφία που υπερασπίζεται την ανάγκη της κατάργησης της αξίας του συστήματος για να υπάρξει ή όχι ως τέτοια, θα γίνει χίλια μικρά κομμάτια όπως οι «στοχασμοί» του, για να αποτελέσει θέμα χιλιάδων διδακτορικών διατριβών, μελετών, προπαγανδιστικών εκστρατειών και κειμένων, οικείο αποκούμπι παντός είδους ανάλυσης. Θεωρητικής αλλά και προσωπικής. Θα γίνει μικρά βιβλιαράκια τσέπης και χρήσιμα για κάθε περίσταση τσιτάτα, θα προκαλέσει ομαδικές, ιδεολογικές και προσωπικές ταυτίσεις ετερόκλητων μαζών και ανθρώπων. Μέχρι το 1914 ο Γερμανός Κάιζερ θα έδινε αντίγραφα του «Τάδε Εφη Ζαρατούστρα» στα αυτοκρατορικά στρατεύματα για έμπνευση. Δύσκολο να κατανοήσει κάποιος γιατί: «Εάν μπορούσαμε να αποφύγουμε τους πολέμους, τόσο το καλύτερο», είχε γράψει o Νίτσε. «Θα ήξερα πολύ καλύτερες χρήσεις για τα δώδεκα δισεκατομμύρια που ξοδεύει κάθε χρόνο η Ευρώπη για να διατηρήσει την ένοπλη ειρήνη της. Υπάρχουν άλλοι τρόποι να τιμηθεί η ανθρώπινη φυσιολογία πέρα από τα στρατιωτικά νοσοκομεία. […] Να παίρνει κανείς μια εκλεκτή φουρνιά νιότης, ενέργειας και δύναμης και να τη βάζει μπροστά στα κανόνια – αυτό είναι τρέλα».

Η «δύναμη της θελήσεως»
Μέχρι το 1930 οι ναζί έπρεπε να δηλώσουν την πίστη τους στην αυθεντία του Νίτσε. Εως τον θάνατό της το 1935, από την κατάρρευσή του και μετά, η αντισημίτρια οπαδός και υποστηρίκτρια του παγγερμανισμού και συνακόλουθα των ναζί, αδελφή του Ελίζαμπετ, είχε ρίξει όλη τη «δύναμη της θελήσεώς» της στην εκμετάλλευση με κάθε τρόπο του άρρωστου αδελφού της. Είτε επρόκειτο για την εν ζωή επίδειξη του κλεισμένου στην τρέλα του, ανήμπορου για κάθε αντίδραση σαρκίου, σε απίθανους καλεσμένους, είτε για το έργο του. Κίβδηλες αναφορές, παρεμβάσεις, αποσπασματική χρήση, αυθαίρετη συναρμολόγηση και επαναδιατύπωση χειρογράφων, ψευδεπίγραφες εκδόσεις που επηρέασαν τη βιβλιογραφία η οποία αφορά τη ζωή και τις απόψεις του επί δεκαετίες.

Η αδελφή του, ο Χάιντεγκερ και η παραχάραξη των ιδεών του
Η «βαριά αλυσίδα της οικογένειας» επέδειξε ανηλεώς ιδιοτελή συμπεριφορά βρίσκοντας πολλούς συμπαραστάτες στη νόθευση και παραχάραξη των ιδεών του Νίτσε, ως επιμελητών του αρχείου και των εκδόσεων. Ο Αλφρεντ Μπόιμλερ, καθηγητής φιλοσοφίας και επικεφαλής στο κάψιμο των ανεπιθύμητων για το καθεστώς βιβλίων στο Βερολίνο του 1933, επεξεργάστηκε μια ακόμα έκδοση της «Θέλησης για Δύναμη», που, όπως και οι δύο προηγούμενες της Ελίζαμπετ, έδινε την εντύπωση ότι είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Νίτσε.

Ο Χάιντεγκερ ακολούθησε τον Μπόιμλερ στη θέση του επιμελητή του αρχείου, υιοθετώντας την άποψη ότι καμιά σημασία δεν είχε το δημοσιευμένο υπό την εποπτεία του Νίτσε έργο, αφού η πραγματικά σπουδαία φιλοσοφία βρισκόταν στις παραχαράξεις της Ελίζαμπετ. Στο τέλος τέλος, η Ελίζαμπετ προτάθηκε για Νομπέλ, όχι μία αλλά τρεις φορές, και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ιένας. Οχι ο Νίτσε. Μέχρι σήμερα η «Θέληση για Δύναμη» κυκλοφορεί με το όνομά του και διαβάζεται από ανυποψίαστους και μη. Μέχρι σήμερα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ακροδεξιά και άλλα ολοκληρωτικά μορφώματα. «Τρομάζω στη σκέψη», είχε προλάβει να γράψει ο Νίτσε, «πόσο αμαθείς και ακατάλληλοι άνθρωποι ενδέχεται να επικαλεστούν μια μέρα την αυθεντία μου».

Στην «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας» που εκδόθηκε το 1946, στο κεφάλαιο για τον Νίτσε, ο Μπέρτραντ Ράσελ προσπάθησε να διορθώσει ορισμένες από αυτές τις παρανοήσεις, υπογραμμίζοντας ότι ο Νίτσε απέχει πολύ από το να είναι εθνικιστής, ρατσιστής, οπαδός της καθαρότητας οποιασδήποτε φυλής, υμνητής του κράτους γενικότερα και δη του γερμανικού. Αντιθέτως τα γραπτά του βρίθουν αντιγερμανικών συναισθημάτων. Δεν κατάφερε να ξεδιαλύνει τα πάντα μέχρι τέλους, αλλά ήταν η πρώτη αξιοσημείωτη προσπάθεια.

Τον δρόμο του Ράσελ, και άλλων μετά απ’ αυτόν, ακολουθεί η Πριντό στη βιογραφία της, επιλέγοντας να ξεκινήσει αναδεικνύοντας τη σχέση με τον Βάγκνερ. Καθοριστική για τη σκέψη του Νίτσε τόσο στο ξεκίνημά της όσο και στο τέλος της: στην, ευαίσθητη και βασανιστική συναισθηματικά, απόρριψη του μεγάλου μουσουργού εκ μέρους του φιλοσόφου για λόγους που του επέτρεψαν στη συνέχεια να εμβαθύνει και να επεκτείνει τη σκέψη του.

Προσωπικά, έχοντας διαβάσει μόνον τις δύο μεταφρασμένες στα ελληνικά (Daniel Alevy, εκδ. Γκοβόστη και Ronald Hayman, εκδ. Νεφέλη) δεν είμαι εις θέσιν να συγκρίνω. Θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι το βιβλίο της είναι… καντιανού περιγράμματος και νιτσεϊκού περιεχομένου*. Υπακούοντας σε στιβαρούς κανόνες αφήγησης δημιουργεί ένα αξιόπιστο περιεχόμενο για τη ζωή, αλλά και μια αξιόλογη εισαγωγή στην «ποιητική» φιλοσοφία του βιογραφούμενου διανοητή για τους μη μυημένους. Με βαθιά ενσυναίσθηση και γλώσσα εμφανώς επηρεασμένη από την εποχή και το ίδιο το έργο, με προφανή αγάπη, ευαισθησία, ευγένεια και πλούσιο συναίσθημα προσεγγίζει τον διανοητή, παραδίδοντας στον αναγνώστη ένα πραγματικά απολαυστικό βιβλίο. Η Αγγλονορβηγίδα συγγραφέας και ιστορικός τέχνης διατηρεί, εξάλλου, ποικίλους νιτσεϊκούς δεσμούς. Η πρώτη βιογραφία που συνέγραψε ήταν αυτή του Εντβαρντ Μουνκ και οδήγησε στη δεύτερη που αφορούσε τον φίλο του Μουνκ, θεατρικό συγγραφέα Αύγουστο Στρίντμπεργκ. Ο Στρίντμπεργκ είχε έλθει σε επαφή με τον Νίτσε τον τελευταίο χρόνο διανοητικής διαύγειας του τελευταίου και ήταν αυτός που γνώρισε στον Μουνκ το νιτσεϊκό έργο. Λίγο αργότερα ο Μουνκ ζωγράφισε την «Κραυγή».

Αναζητώντας στην amazon UK το μελάνι που έχει χυθεί προς τιμήν του Φρίντριχ Νίτσε, τον άνθρωπο που μαζί με τον Μαρξ και τον Δαρβίνο αποτελεί την αγία διανοητική τριάδα του 19ου αιώνα και επηρεάζει μέχρι σήμερα με ένταση θρησκευτικής πίστης, ατομικά και συλλογικά, επιστρέφονται 10.000 αποτελέσματα έναντι 20.000 για τον Ιμάνουελ Καντ. Αναζητώντας στην ελληνική biblionet, τα αποτελέσματα επιστρέφουν 88 Νίτσε έναντι 42 Καντ. Καθόλου παράξενο για μια κοινωνία αισθήματος που βασανίζεται και παλινδρομεί ανάμεσα στην όψιμη επιθυμία της για κανόνες και την επιθυμία της γενικώς. Εξάλλου τον Καντ πρέπει να τον καταλάβεις. Τον Νίτσε μπορείς απλώς να τον νιώσεις.

Τη φράση «καντιανού περιγράμματος και νιτσεϊκού περιεχομένου» έχει χρησιμοποιήσει σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, εν είδει «στοχασμού» για την περιγραφή του δυτικού πολιτισμού, ο διανοητής Νίκος Καλαποθάκος.

Σχόλια