H Xαλκίδα της δεκαετίας του ‘70 Συνέντευξη του Ανδρέα Ρουμελιώτη στο περιοδικό ΑΝ

Από το enallaktikos.gr / 11.2015
Χαλκίδα, αρχές δεκαετίας του 70. Το 73. Η Μαλβίνα γυμνή σε ένα μπαλκόνι με την ελληνική σημαία όταν έγινε το Πολυτεχνείο, οι πρώτες μαθητικές οργανώσεις με το που πέφτει η δικτατορία, η Πανελλήνια Αγωνιστική Μαθητική Κίνηση, η ΠΑΜΚ, με την εφημερίδα «Μαθητικός Αγώνας» και διευθυντή σύνταξης τον Κουφοντίνα.

Τα γραφεία στη Χαλκίδα ήταν απέναντι από τα Δικαστήρια, λίγο πιο πάνω, στη Βενιζέλου. Στο «Πραξικόπημα της Πιτζάμας» πήγανε να κάψουν τα αρχεία τα κομάντο της οργάνωσης, ο Ζήσης Δέσπος και ο Αντώνης Κοκορίκος, περνώντας μέσα από τους τρεις ασφαλίτες, τον Τζώρτζη, τον Ζαφείρη και τον Καλιγούλα, τους γνωστούς του μαθητικού της ασφάλειας. Μέσα στον πανικό τους έκαψαν τα πάντα, πήρε φωτιά το κτίριο και ήρθε η Πυροσβεστική.

Το μου κείμενο ήταν σε εφημερίδα τοίχου και έλεγε πως πρέπει να γίνουν μικτά τα σχολεία, γιατί τότε ήταν Αρρένων και Θηλέων, να καταργηθεί η μπλε ποδιά, η κορδέλα, η κουκουβάγια, και ο πελαργός. Έγραφα ακόμα να καταργηθεί το κούρεμα με τη ψιλή, να επιτραπεί η φαβορίτα, γιατί ήταν της μόδας, η καμπάνα παντελόνι, το ψηλό τακούνι που επίσης ήταν της μόδας, και το νυχάκι στο μικρό δάχτυλο που ήταν μαγκιά, τσαμπουκάς.
Η πρώτη εφημερίδα τοίχου έλεγε «Κάτω ο Καραμανλής», ο θείος, ο φρυδάς και κατέληγε «Ζήτω η Επανάσταση».
Γιατί αυτός έφταιγε που ήταν ο Τζώρτζης, ο Ζαφείρης και ο Καλιγούλας απ’έξω από το σχολείο, με μαύρες καμπαρτίνες και σηκωμένους γιακάδες μέσα στο καλοκαίρι, μαύρα καπέλα και γυαλιά. Για να είναι μυστικοί… Δηλαδή σαν τον Βέγγο πράκτορα Θου- Βου.

Ο Φίλιππας, που πούλαγε τυρόπιτες στο 1ο Λύκειο, πιστεύαμε ότι ήταν καρφί της ασφάλειας και είχε βάλει συρματοπλέγματα για να μην παίρνουμε από την κυρία απέναντι που ο άντρας της είχε κάνει στη δικτατορία φυλακή. Κόψαμε νύχτα το συρματόπλεγμα και το καταγγείλαμε στην εφημερίδα τοίχου, καταλήγοντας πάλι «ΠΑΜΚ, Κάτω ο Καραμανλής, Ζήτω η Επανάσταση». Δεν ξέραμε ότι κολλιούνται με κόλλα κι εγώ πήρα ένα σφυρί και πήγα στη Μηχανική Σχολή. Ήρθε το αυτοκίνητο της ασφάλειας, βγήκαμε έξω και μας ρωτούσαν: «Ποιοι είστε εσείς; Ποιος το κόλλησε;» Μας είδαν πιτσιρίκια, δεν πίστεψαν πως το κάναμε εμείς. Φάγαμε μερικές σφαλιάρες. Εγώ όμως είχα το σφυρί κάτω από το τζάκετ και μου έπεσε- φορούσα τζάκετ με μπερέ τότε, σε στυλ Τσε Γκεβάρα. Ξύλο στην ασφάλεια, κούρεμα με τη ψιλή, ήρωας την άλλη μέρα στο σχολείο.

Μετά βγήκαμε στο 15μελές, ο Αντώνης Κοκορίκος κι εγώ. Έτσι ξεκίνησαν όλα, φτιάχτηκαν οι μαθητικές νεολαίες, ΠΑΜΚ, ΜΟΔΝΕ, ΔΗΜΑΚ, ΑΑΜΠΕ, ΠΜΣΠ, έγινε η πρώτη πορεία για το Πολυτεχνείο -έχω φωτογραφία- κατέβηκαν την Αβάντων πάνω από χίλιοι μαθητές από το Θηλέων, το 1ο, του Μιχελή κλπ, και ήρθε η άλλη πορεία, μπροστά στους ταξιτζήδες, με επικεφαλής τον Γιώργο Σπύρου, που φώναζαν μαοϊκά συνθήματα. Οι ταξιτζήδες έμειναν με ανοιχτό το στόμα, σα να έβλεπαν ούφο.

Την νύχτα, όταν σουρούπωνε, είχε παντού ασφαλίτες και σε πιάνανε, γιατί η μεγαλύτερη κατηγορία ήταν «περιεφέρετο ασκόπως». Σε ρωτάγανε «που πας;» και απαντούσες «βόλτα» και σου λέγανε «τι σκοπό έχεις;» Κι αν δεν είχες σκοπό σε πηγαίνανε μέσα. Ήταν κατηγορία. Άρα δεν μπορούσε να βγει κάποιος το βράδυ, γιατί δεν υπήρχανε και μπαρ. Το πρώτο μπαρ ήταν το Κιούπι-Κιουτ, είχε προηγηθεί η Τζοννάτα, μια ντισκοτέκ προς την Αρτάκη. Ανοίξανε οι ντισκοτέκ και τα μπαρ και σταμάτησαν να σε συλλαμβάνουν μετά το σούρουπο άμα κυκλοφορούσες.

Αυτή ήταν η Χαλκίδα. Η Χαλκίδα των μαθητικών μου χρόνων. Στην οποία, μετά την δικτατορία υπήρχε αντίδραση. Μια λογική, τεράστια αντίδραση. Και ήταν τα καλύτερα χρόνια αυτά. Μετά οι πολιτικές νεολαίες…γίνανε καταλήψεις στα ΤΕΙ Χαλκίδας, που ξεκίνησαν από εδώ και απλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα, βγάλαμε παράνομους, ερασιτεχνικούς σταθμούς και κάποια στιγμή διαλύσαμε, φύγαμε από τις πολιτικές νεολαίες. Το ‘82 βγάλαμε το περιοδικό «Μια Απόπειρα στη Χαλκίδα» που ήταν πολύ πρωτοποριακό για κείνη την εποχή επειδή λέγαμε πράγματα προδρομικά, είκοσι χρόνια μπροστά. Γράφαμε δηλαδή για την ανακύκλωση, για τον αμίαντο στην Ελενίτ, να μη γίνει διαλυτήριο πλοίων στα Ψαχνά και πρωτοστατήσαμε σε κινήσεις εναντίον όλων αυτών. Ήμασταν υπέρ των εκτρώσεων, γράφαμε για τις σχέσεις των δύο φύλων, υποστηρίξαμε τους αντιρρησίες συνείδησης- τότε υπήρχαν πολλές αυτοκτονίες στον στρατό για τις οποίες επίσης γράφαμε. Ήταν ένα νεανικό κοινωνικοπολιτικό περιοδικό αλλά προδρομικό σε σχέση με την εποχή του και γι αυτό μας αντιμετώπισαν σα να κατέβηκε διαστημόπλοιο. Δεν μπορούσαν να μας κατατάξουν κοινωνικά και πολιτικά γιατί ήταν ένας προβληματισμός που ξέφευγε από τα στερεότυπα των πολιτικών όρων.

Η παρέα
Ήμασταν μια παρέα. Ανάμεσα σε αυτούς ο Βλάσης Σχολίδης ο ψυχίατρος, ο Αλέκος Δεληβοριάς ο μηχανικός, ο οποίος τελευταία ήταν συντονιστής Εύβοιας στο ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Βλαχογιώργος, ο Αποστόλης Σέληνας που ασχολείται με τα οικολογικά και έχει βγάλει ένα περιοδικό, «Το Ρόπτρο της Πόλης», ο Τάσος Σταυρουλάκης, ο Ζήσης ο Σπύρου, ο Σταμάτης Σταμακουρής ο ζωγράφος, ο Γιάννης Καλαϊτζόγλου, ο αδελφός μου ο Γιώργος Ρουμελιώτης, ο Περικλής Τζοβλάς, ο Νίκος Κυρήκος, ο Αντώνης Πανούσης, η Σούλα Πεπέ κι άλλοι πολλοί, έχουνε «φύγει» και κανά-δυό…

Ήταν περιφερειακό κίνημα γιατί εμείς ελέγχαμε τα ΤΕΙ και τα 15μελή στα σχολεία. Μετά βγάλαμε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, κάναμε το Φεστιβάλ Έρωτος, φέραμε Χάρο και Κατερίνα Κανάρη και βάλαμε σε όλη την παραλία σουβλάκια και μπύρες. Έγινε ένα τσιγγάνικο γλέντι όπου βγήκε με λαμέ ο αδελφός μου και μίλησε με θέμα «Η Πόλη σαν Ιδεολογικός Μηχανισμός Αναπαραγωγής του Καθημερινού, η Πόλη Εξουσία και η Πόλη Εμπόρευμα, Αρχιτεκτονική Πολεοδομία, Κοινωνιολογία και Νεολαία. Ειδικές χωροταξικές ενότητες που φτιάχνονται για να εντάξουν τις κοινωνικές πρακτικές των νέων», μια πολύ δύσκολη ομιλία και βγαίνει ο Χάρος και του λέει «Γιώργο, ό,τι πεις σωστό είναι… Γιώργο, μάδησα μια μαργαρίτα…» και αρχίζει το τραγούδι και γίνεται χαμός.

Τρελοί-ανώμαλοι
Τότε τα καταστήματα στην παραλία ήταν ακριβά. Δεν βάζανε μέσα τους φαντάρους και τη νεολαία. Εμείς κάναμε ένα κίνημα να μη διώξουν τον Μανόλη τον τρελό, ο οποίος είχε τότε το ιστορικό καφενείο κάτω από το Δημαρχείο. Αυτός φοβόταν τον θάνατο και πηγαίνανε και του βάζανε κάσες απ’ έξω με το όνομα του. Του διεκδίκησε την Προεδρία ο Γκοργκότσης από τους ανώμαλους την οποία δεν κατάφερε να πάρει. Για να θεωρηθείς Τρελός ή Ανώμαλος έπρεπε να σε προτείνουν τρεις «επιφανείς» της πόλης και μόλις ανακοινωνότανε γινόσουν μέλος, ήθελες δεν ήθελες. Έφερνε στο μαγαζί του ένα τεράστιο γαλακτομπούρεκο, νερό με τον κουβά και το «Ανώμαλο Παγωτό» που ήταν ένα μεγάλο παγωτό με τρελόσημο. Πλήρωνες δηλαδή τρεις δραχμές το παγωτό και μιάμιση δραχμή τρελόσημο. Αυτά τα μάζευε και τα έδινε σε όσους έβγαιναν από ψυχιατρεία, φυλακές κλπ. σε όλους τους αναξιοπαθούντες. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή γινόταν ο αγώνας «τρελοί – ανώμαλοι» στο γήπεδο του Πρωτέα, που ήταν στο Κουρέντι, εκεί που είναι τώρα το σχολείο, με χιλιάδες κόσμο. Γινόντουσαν μπουγελώματα, γιαουρτώματα, οι θεατές έπαιρναν τη μπάλα, γινόταν ένας χαβαλές τρομερός. Μετά, ένα τεράστιο κομβόι με αυτοκίνητα πήγαινε στα αδέλφια μας στο Δρομοκαΐτιο, στο Μακρομιχελάκη, στο Δαφνί με έναν από τους επιφανείς, τον Θάνο Αναστασιάδη τον δικηγόρο, και τους έδιναν από ένα δώρο.

«Σπούδασα Ανωτάτη Εμπορική, ΑΣΟΕΕ, Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Μετά έκανα Περιφερειακή Ανάπτυξη στην Πάντειο και ένα διδακτορικό στη Νομική. Συγχρόνως δούλευα. Έχω δουλέψει στο Ελενίτ, έχω δουλέψει σε καμίνι, στο Προπό του θείου μου, σε βενζινάδικο. Δούλευα από πιτσιρικάς στην ψαροταβέρνα του παππού μου στο Λευκαντί. Μετά έβγαλα μια φοιτητική εφημερίδα, την «Αριστερή Φοιτητική Παρέμβαση», αργότερα βγάλαμε την «Απόπειρα» στη Χαλκίδα κι ένα περιοδικό, προδρομικό για την Αριστερά, τον «Σχολιαστή». Από τον «Σχολιαστή» λοιπόν, και την ελεύθερη ραδιοφωνία με τσίμπησε ο Φυντανίδης και μπήκα στην Ελευθεροτυπία στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Μου έδωσε καθημερινή στήλη, την οποία γράφω κάθε μέρα εδώ και 22 χρόνια. Είναι η μακροβιότερη καθημερινή στήλη στην ιστορία του ελληνικού. Κανείς άλλος δεν έχει γράψει επί είκοσι δύο χρόνια καθημερινά που γράφω εγώ.»

Πλάκες
Εφεύραμε το ψάρεμα με το κατοστάρικο. Πήγαινε η κυρία με τον κύριο, καλοντυμένοι, στην παραλία της Χαλκίδας, κι εμείς θέλαμε να το σπάσουμε αυτό. Αφήναμε ένα κατοστάρικο κάτω πιασμένο σε πετονιά. Περνούσαν λοιπόν, η κυρία με τον κύριο καλοφτιαγμένοι, με κοστούμι, μαλλί κομμωτηρίου κλπ, και να το κατοστάρι καταγής με τη πετονιά που κατέληγε στα τραπεζάκια όπου όλοι μιλούσαν αμέριμνα. Οπότε η κυρία κοίταζε δεξιά-αριστερά, δεν την κοίταζε κανένας, πήγαινε να το πιάσει το τράβαγαν, ξαναπήγαινε να το πιάσει, το ξανατράβαγαν και στο τέλος σηκωνόταν όλο το μαγαζί και χειροκροτούσε.

Η δίκη
Ενώ λοιπόν ήμασταν ήδη πολύ παράξενοι στη Χαλκίδα, ξαφνικά βάζουμε στο δεύτερο τεύχος εξώφυλλο τον Μανόλη τον τρελό με όλους τους νεκροθάφτες της αγοράς να χαμογελάνε πριν από την κηδεία και όλο το αρχείο με τους τρελούς και τους ανώμαλους της Χαλκίδας. Ξεπούλησε τρεις φορές, και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και στα Γιάννενα. Βγήκανε εννιά Απόπειρες, περιοδικά, στα Γιάννενα, στο Άργος, στα Γρεβενά, σε διάφορες πόλεις που μας μιμήθηκαν. Μόνο στο κεντρικό περίπτερο της Κάνιγγος πούλαγε πεντακόσια. Έτσι λοιπόν βάλαμε μια συνέντευξη με τους ραδιοπειρατές στους οποίους ασκήθηκε δίωξη, τους εντόπισαν και τους έπιασαν μετά την συνέντευξη. Μετά κάνανε έρευνα στα σπίτια μας για όπλα.

Η Σούλα έγραψε ένα ρεπορτάζ όταν μπλέξαμε, για το πώς έγιναν οι έρευνες στα σπίτια (ήμασταν πιτσιρίκια, οι γονείς μας τρελαθήκανε, μπήκαν μέσα, διαλύσανε βιβλιοθήκες κλπ,) κι ένα ψυχολογικό κείμενο που έλεγε ότι «το γουρούνι με τη μεγάλη κοιλιά της ασφάλειας, αυτό το σκουλήκι θα το πατήσω κάτω!» Μας κατηγόρησαν τότε για «περιύβριση αρχής δια του τύπου» που έτρωγες πέντε χρόνια χωρίς αναστολή, χωρίς έφεση, φυλακή δηλαδή. Αυτό που είναι να επανέλθει τώρα με τις κουκούλες, που ξεσηκώθηκαν οι νομικοί. Με τον ίδιο τρόπο πήγαιναν τους κομμουνιστές στα ξερονήσια Αυτό το κατήργησε ο μακαρίτης ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος όταν έγινε Υπουργός Δικαιοσύνης. Τότε όμως υπήρχε. Ήρθαν λοιπόν κι όσοι ήταν και στη δίκη της χούντας. Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, αργότερα πρόεδρος του Συνασπισμού, ο αείμνηστος Τάκης Παπάς, ο Φυτράκης, ο Νταϊλιάνας. Ήταν μια μεγάλη δίκη, ήρθαν με τρένα, με μηχανές, με πούλμαν από την Αθήνα, πανό, όλη η πόλη γεμάτη συνθήματα. Ακόμα έχουν μείνει μερικά που δεν έχουν σβηστεί. Υπάρχει ένα στην Καναπίτσα – πριν από έξι μήνες το είχα δει.

Και γίνεται μια μάχη… Ο Σκουλαρίκης, Υπουργός Δημόσιας Τάξης, βγήκε στο Ποντίκι πρωτοσέλιδο και έγραφε «πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά». Εγώ κρυβόμουν, έφυγα μέσα σε ένα Ντάτσουν για την Αθήνα, πήγα στον Πάνο Γεραμάνη και μετά στον Παπαϊωάννου στο Ποντίκι και στον Βότση στην Ελευθεροτυπία. Το θέμα είναι πως έφυγα νύχτα από την Χαλκίδα γιατί με κυνήγαγε η αστυνομία και δεν πήγα στο σπίτι μου, αλλά μέχρι να γίνει η δίκη κοιμόμουν στην Ανωτάτη Εμπορική, όπου σπούδαζα γιατί εκεί υπήρχε το άσυλο. Και είπε ο Κωνσταντόπουλος στον διοικητή της ασφάλειας, τον Αθάνατο, «ρε γουρούνι με τη μεγάλη κοιλιά…» «Κύριε Πρόεδρε με βρίζει» διαμαρτύρεται ο Αθάνατος. «Ρε σκουλήκι θα σε πατήσω κάτω» συνεχίζει ο Κωνσταντόπουλος. «Με βρίζει», στον Πρόεδρο ο Αθάνατος, «Δε σε βρίζω, διαβάζω τι γράφει το περιοδικό. Εσένα βρίζω ή την αστυνομία;» Και λέει αυτός «Εμένα». Οπότε πέφτει η «περιύβριση». Μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος ήρθε μ’ ένα μπαστούνι κι έλεγε πως το κείμενο μπορεί να βρίζει αλλά ό,τι βρίζει δεν είναι βρισιά- ο εισαγγελέας κόντευε να τρελαθεί -ενώ από κάτω φώναζαν συνθήματα, μέσα κι έξω από το δικαστήριο. Ο Δημήτρης Παπαχρήστος, που είναι Ευβοιώτης και ήταν εκφωνητής στο Πολυτεχνείο, είπε «εγώ είμαι η Σούλα, εγώ το έγραψα.» Μαζέψαμε διακόσιες υπογραφές λογοτεχνών που μας υποστήριζαν και αθωωθήκαμε. Και ήταν η πρώτη πολιτική δίκη, όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, με αθώωση για περιύβριση αρχής.

Το ραδιόφωνο
Το περιοδικό συνέχισε μέχρι το ’86, που βγήκε ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ράδιο Χαλκίδα» με την υποστήριξη του Στέλιου Μαργαρίτη και το ονομάσαμε δημοτικό σταθμό. Κάναμε μια μεγάλη συναυλία στο κεφαλόσκαλο της παραλίας, κάτω στη προβλήτα, μοιράσαμε προκηρύξεις την Μεγάλη Παρασκευή που έγινε το Τσερνομπίλ, και μετά από μερικές μέρες έγινε η πρώτη συναυλία στην Ευρώπη ενάντια στο Τσερνομπίλ. Η δική μας ήταν όμως η πρώτη που έγινε και η τελευταία που τραγούδησε ο Άσιμος. Βραβευτήκαμε στα «50 χρόνια της Ελληνικής Ραδιοφωνίας» για τον πρώτο, μη κρατικό, ελεύθερο ραδιοσταθμό στην Ελλάδα που ήταν στη Χαλκίδα. Και ήταν μετεξέλιξη του δικού μας περιοδικού μαζί με τον πρώτο Σύλλογο των Ραδιοερασιτεχνών.

Το Ράδιο Χαλκίδα υπάρχει ακόμα, ανήκει στον Δήμο Χαλκίδας τώρα πιά. Κάποια απ’ τα παιδιά που ήταν εκεί έχουν κάνει δικά τους ραδιόφωνα τώρα κι εφημερίδες.

Συγχρόνως με τον «Σχολιαστή» έγινε και το πρώτο άνοιγμα στην κρατική ραδιοφωνία. Συμμετείχα στην πρώτη ζωντανή εκπομπή. Μας δίνεται λοιπόν, μια ευκαιρία και κάνουμε το «Εδώ Ραδιοσυννεφούλα». Νεανική εκπομπή, καθημερινή, δίωρη με μεγάλη επιτυχία- την άκουγε όλη η Ελλάδα. Μεταδίδαμε live και μας κόψανε όταν βγάλαμε τον Πανούση. Τραγούδησε το «Γαμάτε γιατί χανόμαστε» και το «Κι εγώ σ’ αγαπώ γαμώ το Χριστό μου». Είχαμε αυτή την αλαζονεία, το άγριο θεριό της νιότης, όπου πιστεύεις πως μπορείς να αναποδογυρίσεις το σύμπαν, να φέρεις τα πάνω κάτω, πως ήμασταν τρεις φάσεις πιο μπροστά. Ήταν το ίδιο και με το περιοδικό στη Χαλκίδα, και με το «Σχολιαστή» και με το κίνημα του 79, και με ό,τι κάναμε. Εντάξει μας κόψανε, μετά με ξαναφωνάξανε. Έκανα το «Μια Ακόμα Νυχτερινή Περιπέτεια», το «Νύχτα μου Προλετάρισσα», ολόκληρο το νυχτερινό που γινόταν χαμός. Πολλά χρόνια ραδιόφωνο. Τα τελευταία δύο χρόνια είμαι στο City 99,5, 5 με 6 κάθε απόγευμα.

Σήμερα
Έρχομαι στη Χαλκίδα αστραπή επειδή κάνω ό,τι κορόιδευα. Δουλεύω σα μαλάκας όλη μέρα, και πλούσιος δεν έχω γίνει… Μόνο τα golden boys και οι μιζαδόροι γίνονται πλούσιοι. Έρχομαι αστραπή, είμαι χώμα, κοιμάμαι, βγαίνω λίγο, βλέπω κάνα δυο φίλους και τον αδελφό μου…

Αν με ρωτούσες τι θα ήθελα να σκοτώσω, αν ήμουν δολοφόνος, ένα πράγμα θα σκότωνα, τον χρόνο. Θέλω να πω, διαβάζαμε το βιβλίο «Δικαίωμα στη Τεμπελιά» και λέγαμε δε θα γίνουμε όπως όλοι αυτοί. Τελικά την πατήσαμε, με κάποιο τρόπο. Δηλαδή εγώ την πάτησα, δεν ξέρω γιατί. Υπάρχουν πραγματικές ουτοπίες, και ουτοπικές πραγματικότητες. Η ουτοπική πραγματικότητα είναι μερικά πράγματα που έχουν γίνει, δηλαδή οι χίπις, ο «Μάης του 68», το κίνημα του Βιετνάμ και το rock-n-roll που αμφισβήτησαν τη μισθωτή εργασία. Ήταν μια ουτοπική πραγματικότητα. Όπως ουτοπική πραγματικότητα ήταν και αυτό που κάναμε εμείς στη Χαλκίδα. Ένα κίνημα νεολαίας, αυτόνομο από κόμματα και εξουσίες, το οποίο ήταν για μία εποχή κυρίαρχο σε όλη τη νεολαία στη Χαλκίδα.

Θέλω να πω ότι όλα αυτά από πίσω είχανε ιδέες, φαντασία, τρέλα, και γνώση. Αποκτήσαμε και εμπειρία. Και μετεξελιχτήκαμε σε κάτι άλλο. Δηλαδή ο καθένας μας κάτι έκανε. Και αυτά τα οποία λέγαμε εμείς τότε, για την πράσινη ανάπτυξη που λέει ο Ομπάμα και ο Γιωρκάκης, τα είπαμε στη Χαλκίδα το 1982, και μας λέγανε «τι είναι αυτό;» Μας κοίταζαν σαν τρελούς. Δηλαδή για τις βιολογικές καλλιέργειες μιλήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 80. Το ότι πρέπει να μπουν φίλτρα στο Τσιμεντάδικο το είπαμε επίσης τότε. Θα μου πεις, τι απήχηση είχε τότε; Ένα μειοψηφικό πράγμα, ισχυρό όμως, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε. Ήθελα να σου πω ότι ο κόσμος αλλάζει όταν νιώσει ώριμος ότι θα αλλάξει και όταν θέλει να αλλάξει. Δεν μπορείς να τον αλλάξεις με τη βία. Γι αυτό και είμαι ενάντια στον εγωισμό διαφόρων εξτρεμιστικών ομάδων. Δικαιολογώ το άγριο θεριό της νιότης, αλλά όμως είναι εγωισμός και βερμπαλισμός.

Είναι υγιής αντίδραση αν έχει ιδέες από πίσω. Το 79-80 υπήρχαν αντιμαθήματα. Διαβάζαμε όλη νύχτα και συγκρουόμασταν με τους καθηγητές στα μαθήματα, μέσα στο αμφιθέατρο. Δηλαδή διαβάζαμε και διαφωνούσαμε. Δεν ήμασταν ποτέ αγανακτισμένοι πολίτες. Ο αγανακτισμένος πολίτης είναι συνήθως ο ακροδεξιός. Δεν υπάρχουν πλέον διακριτά ανάμεσα στο ρεύμα του αναρχισμού και τους φασίστες. Δεν καις το βαγόνι. Φασίστες καίνε τα βαγόνια των τρένων που κάψανε στην Κηφισιά. Αυτή η εποχή είναι μπερδεμένη. Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον εγωισμό, τον μεγαλοϊδεατισμό και τον φασισμό. Μερικές συμπεριφορές είναι ταυτόσημες. Χωρίς να λέω πως δεν το καταλαβαίνω ή δεν το δικαιολογώ. Και το καταλαβαίνω και το δικαιολογώ. Αλλά δεν είναι «αυτό». Εμείς δεν θέλαμε να αλλάξουμε με τη βία. Είχαμε τσαμπουκά, ορμή, αλλά δεν θέλαμε να γκρεμίσουμε το κτίριο. Θέλαμε να μείνει το καφενεδάκι του Μανόλη του τρελού και να μη γίνει κυριλέ η παραλία. Κυριλέ και απαγορευμένη ζώνη όπως πήγαιναν να την κάνουν τότε, που το σπάσαμε.

Η Χαλκίδα τώρα
Η Χαλκίδα έχει έναν αδικαιολόγητο επαρχιωτισμό, αδικαιολόγητο, λες και είναι Γρεβενά ας πούμε, παρόλο που αποτελεί το ωραιότερο επίνειο της Αττικής, της Αθήνας. Και τώρα με το τρένο και το δρόμο είναι προάστιο. Εγώ τι θα έκανα; Θα την πούλαγα στον Μπερλουσκόνι. Είχαν έρθει κάποιοι ιταλοί φίλοι μου, επιχειρηματίες, μια αντιπροσωπεία για μια δουλειά κι όταν την είδαν είπαν: «Ποιο Μόντε Κάρλο;» Η Χαλκίδα έχει τα τρελά νερά, τις δαντελωτές ακτές… Καταστρέψανε την πόλη πολλές φορές. Πρώτα ρίξανε τα τείχη που ήτανε καλύτερα από της Ρόδου. Ρίξανε και στην μεταπολίτευση, τα νεοκλασικά. Κι ενώ είναι από τις αρχαιότερες πόλεις, μια πόλη που εποίκησε την Σικελία, η πόλη που έβγαλε τον Σκαρίμπα, που έβγαλε τον Σκαλκώτα, η πόλη του Αριστοτέλη… δεν έχει την πνευματική ηγεσία με την τρέλα που χρειάζεται για να γίνει πλούσια. Ένας «τρελός» ήταν ο Γιάννης Σπανός… Θέλει άλλη μια γέφυρα να φεύγει η κίνηση για βόρεια και νότια Εύβοια απ’ έξω, ένα καλύτερο λιμάνι, βιολογικό καθαρισμό, τραμ ή πεζοδρόμηση και της άλλης πλευράς και να φύγουν τα Τσιμέντα και κάποια στιγμή να έρθει ένας όμιλος και να κάνει μια «γαμάω» ξενοδοχειακή μονάδα.

Το 1997 πήγαν να ρίξουν το εργοστάσιο του Γεωργιάδη. Έγραψα τότε ένα κείμενο στην Ελευθεροτυπία, κάναμε καμπάνια και μαζέψαμε 3.000 υπογραφές έξω από τα μπαρ για να μην το γκρεμίσουν. Το 1997 που ήταν Έτος Βιομηχανικής Αρχαιολογίας, θα μπορούσαν να πάρουν πολλά λεφτά και να το φτιάξουν. Δεν τα πήρανε. Γιατί κανείς εδώ δεν ασχολήθηκε. Δεν το ξέρανε. Θα μπορούσε να γίνει συναυλιακός χώρος, καλύτερος από τη Μαλακάσα μένοντας ως έχει, με μικρές παρεμβάσεις. Αυτό το χώρο πρέπει να τον πάρει ιδιώτης. Από κάτω από το εργοστάσιο Γεωργιάδη υπάρχουν κατακόμβες. Ήταν καταφύγιο όταν βομβαρδίζανε οι Γερμανοί. Λένε πως σίγουρα η κατακόμβη φτάνει από εκεί μέχρι το τζαμί. Και λένε πως περνάει και κάτω από τη θάλασσα και πάει στο Καράμπαμπα. Οι μύθοι. Πάντως στη Χαλκίδα υπάρχει υπόγεια πόλη.

Η είσοδος της πόλης, αυτό το αίσχος, όπου τραγουδάει η Πέπη Τσεσμελή, το Σκυλάδικο, αυτό ήταν ο Μαύρος Γάτος. Έμπαινες μέσα και ηχητικά δεν ακουγόταν τίποτα έκλαιγε μια γκόμενα με ένα μίνι σκιστό. Η συμβουλή ήταν: ή πιάνεις τοίχο ή αν κάτσεις στο τραπέζι να έχεις καθρεφτάκι για να βλέπεις τι τρέχει πίσω σου. Δεν κοιτάς ποτέ κανέναν στα μάτια γιατί ήταν κομπλεξικοί του στυλ «τι με κοιτάς ρε;» Και κάθε βράδυ ερχόταν το 166 γιατί μαχαιρωνόντουσαν. Οι μάγκες της εποχής είχαν στις γλώσσες ξυράφια. Το έχω ζήσει. Διαγωνίζονταν και καρφώνανε τα ξυράφια στους στύλους της ΔΕΗ. Και φαλτσέτα στη κάλτσα.

Ο Μαύρος Γάτος λοιπόν, μπορεί να διατηρηθεί ως μουσείο σκυλάδικου. Να γίνει το εργοστάσιο του Γεωργιάδη πολιτιστικός πολυχώρος, να αναστηλωθούν η Αρχαία Αρέθουσα που ερχόντουσαν και πίνανε νερό τα παιδιά των ηγεμόνων για να γίνουν γενναίοι, μαζί με το Δάρινγκ, το θέατρο που είχε γίνει από πίσω συν το πάρκο του Λαού και όλος αυτός ο χώρος να φτάνει μέχρι την Αγία Παρασκευή. Πρέπει να φύγει η Σχολή Πεζικού και να γίνει πάρκο. Να γκρεμίσει κι αυτή η αηδία, τα ΚΤΕΛ. Να γίνει η περιοχή το Γκάζι της Χαλκίδας… Βγήκαμε το ‘82 στην «Απόπειρα» και λέγαμε να επαναλειτουργήσει το τζαμί. Θέλανε να μας γαμήσουνε και να το γράψεις έτσι. Λέγαμε η Αγία Παρασκευή να αναστηλωθεί και να επαναλειτουργήσει το τζαμί. Και σου λέει ήρθαν οι εξωγήινοι.. Και μας θεωρούσαν από αναρχικούς έως εξωγήινους.
  • Συντάκτης Αντώνης Παναγιωτόπουλος-Πιπεριάν anmag.gr 01, Απρ 2009
  • H Xαλκίδα της δεκαετίας του ‘70 Συνέντευξη του Ανδρέα Ρουμελιώτη στο περιοδικό ΑΝ
  • H Xαλκίδα της δεκαετίας του ‘70

Σχόλια