H πρωτοχρονιάτική μου ιστορία

Από το avgi.gr / 01.01.2014 
«Είπαμε να ανοίξουμε λίγο το παράθυρο της έντυπης ενημέρωσης και ν' αφήσουμε να μπει ο αέρας του δρόμου...» λέγαμε και στο χριστουγεννιάτικο φύλλο μας, και αντί του προφανούς ζητήσαμε από γνωστούς μπλόγκερς να γράψουν μια χριστουγεννιάτικη ιστορία με ισχύ και για την Πρωτοχρονιά. Οι ιστορίες που δεν χώρεσαν στον περιορισμένο χώρο του φύλλου των Χριστουγέννων δημοσιεύονται σήμερα. Μαζί με τις ευχές μας για καλή χρονιά.

Να πρατιγάρεις στο Κάρντιφ
Δεν θ' αργούσε να φανεί το λιμάνι του Κάρντιφ. Είχαν κόψει μίλια για να πέσουν δίπλα και να πρατιγάρουν, κι είχε πέσει στη βάρδια του, τρίτος καπετάνιος βλέπεις. Βγήκε από την τιμονιέρα στην κόντρα γέφυρα. Ομίχλη πυκνή, αδιαπέραστη, νερά σκοτεινά. Ραντάρ ξεραντάρ τα μάτια σου δεκατέσσερα, του είχε παραγγείλει ο καπετάνιος. Άναψε τσιγάρο κι όπως έκανε να πιάσει τον αναπτήρα, άγγιξε τη φωτογραφία. Δεν χρειαζόταν να τη δει, την είχε τυπωμένη στον νου του. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο, η Ματίνα η γυναίκα του, η μεγάλη του η Ρόζα κι ο μικρός ο Γιάννης. Μια εικόνα ζεστασιάς, με χαμόγελα σπιτίσια, αγαπημένα. Κάτι τέτοια σε κάνουν να νιώθεις πιο πυκνή την ομίχλη, πιο ξυραφιασμένη την παγωνιά. Κοίταξε τους δείκτες του ρολογιού με το φώσφορο. Κόντευαν μεσάνυχτα.

Άξαφνα, φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα τρύπησαν την ομίχλη, όπως έπλεαν με τις μηχανές κράτει. Άκουγες σε δευτερόλεπτα τη βροντή τους. Το Κάρντιφ υποδεχόταν τη νέα χρονιά. Σκέφτηκε τα αγιοβασιλιάτικα βαποράκια στο νησί, τα χαμόγελα των κοριτσιών, τη μυρωδιά ζεστού σπιτιού και βασιλόπιτας. Πέταξε το τσιγάρο στα μαύρα τα νερά και ξαναμπήκε στην τιμονιέρα… Ο ναύτης στο τιμόνι τον κοίταξε παράξενα. «Διαβολόκρυο, ρε Λάζαρε» του είπε αμήχανα «κάνει τα μάτια σου να τρέχουν». «Και του χρόνου σπίτια μας, καπτάν Κώστα» απάντησε ο ναύτης που κατάλαβε και συνέχισε να κοιτάει πορεία και πυξίδα.

Το ιστολόγιο του Ερυθρού Καγκουρώ

Δίπλα στο τζάκι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι. Ίσως το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο μολυβένιος στρατιώτης ή ο ευτυχισμένος πρίγκηπας. Καθόταν σε ένα σκαμνί δίπλα στο τζάκι, από το οποίο κρέμονταν οι κάλτσες μας ένα βράδυ πρωτοχρονιάς του '80. Φαινόταν ήρεμο, ήρεμα φαίνονται πάντα τα παραμύθια. Και μου χαμογέλασε με ένα μυστήριο χαμόγελο όταν τις πρώτες ώρες της καινούργιας χρονιάς μπήκαμε στο σπίτι και τρέξαμε να δούμε τι έφερε ο Άγιος Βασίλης.

Τα χρόνια πέρασαν, τα παραμύθια μεγάλωσαν, έγιναν μυθιστορήματα, έχασαν την ηρεμία τους και το χαμόγελό τους, ώς και αυτό το τέλος που συνήθως έχουν φαινόταν πια τώρα να είναι αμφίβολο. Οι κάλτσες μας μεγάλωσαν κι αυτές, μαζί με αυτές κι εμείς θέλω να πω. Κι έγινα βιβλιοθηκάριος, όχι για να οργανώνω τη γνώση εδώ που τα λέμε, αλλά για να μπορώ να ψάχνω στα ορυχεία της φαντασίας τα σπίρτα που θα ζεστάνουν ένα όνειρο, τον στρατιώτη που θα αγαπήσει μια μπαλαρίνα, το άγαλμα που θα γιατρέψει τους απελπισμένους. Χρόνια τώρα σκάβω τις σελίδες των βιβλίων, όμως είναι φτωχά τα κοιτάσματα που βρίσκω.

Κι έτσι κάθομαι (ανήσυχος κάπως) δίπλα στο τζάκι και αφηγούμαι στα παιδιά μου ιστορίες που θα τελειώσουν κάποτε με ένα «κι εμείς καλύτερα».


Εκεί που κρέμεται η κλωστή
Ανοίγει τις κούτες με τα στολίδια, πρέπει να τα μάζεψε πολύ βιαστικά πέρυσι, γιατί τα δύο πρώτα που πιάνει στα χέρια της έχουν σπάσει στην άκρη, εκεί που κρέμεται η κλωστή. Στολίζει και φέτος βιαστικά, πρώτα στήνει το ψεύτικο δέντρο κι ύστερα προσθέτει τις μπάλες, πάντα στην άκρη των κλαδιών, να αιωρείται το γιορτινό βάρος εκεί που τεντώνεται η κλωστή.

Ξεσκονίζει στα γρήγορα ένα αστέρι και το βάζει στην κορυφή, περνάει τα φώτα κυκλικά κρύβοντας τα καμένα λαμπάκια, δωροδοκεί το φως με δυο αναμμένα κεριά και τα σκεπάζει με μια στρογγυλή γυάλα, η φλόγα πρέπει να παραμείνει μικρή για να σωθεί ό,τι μπορεί, εκεί που καίγεται η κλωστή.

Ξεγελά τον καιρό με λίγο ψεύτικο χιόνι και μετά στήνει την ξύλινη φάτνη, βάζει μέσα της ένα ξεσκέπαστο μωρό και μια πλαστική γυναικεία φιγούρα, αφήνει έναν άγγελο απέξω, στο πάτωμα, εκεί που δεν φτάνει η κλωστή.

Σκέφτεται ότι η ουσία των γιορτών κρύβεται στην αλλαγή του χρόνου, είναι αυτή η καμπή στο ημερολόγιο που ξεγελά τη μνήμη αφήνοντάς την να ξεκουραστεί, και θα είναι πάντα αυτή η αλλαγή που συγκρατεί την ομορφιά, λίγο πριν σπάσει η κλωστή.


Χριστουγεννιάτικη (;) αλληλεγγύη!
Γυρνούσε στον δρόμο. Είχε να φάει 2-3 μέρες. Να κοιμηθεί σε ζεστό μέρος, ούτε που θυμόταν.
Όσο πλησίαζαν οι γιορτές, από φαγητό τουλάχιστον, κάτι θα γινόταν.
Βλέπεις, ο κόσμος αυτές τις μέρες γίνεται πιο συμπονετικός.
Ίσως για να εξιλεωθεί μέσα του για την αδιαφορία τον υπόλοιπο χρόνο.
Μπα, κεσάτια σήμερα. Βρήκε ένα σημείο που δεν έμπαζε πολύ, άνοιξε τον υπνόσακό του και κοιμήθηκε.
----------
Ένιωσε ένα σκούντημα.
Έ, αδερφέ, θα παγώσεις εδώ πέρα.
Χμμ, εε;
Έλα, μαζέψου, υπάρχει εδώ δίπλα ένα διαμέρισμα κενό.
Τους κοίταξε απορημένος. Δυο νεαρά παιδιά, ένας κοντούλης και ένας ψηλός – με δυο σκύλους, σαν τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο του φάνηκαν προς στιγμή!

- Βρε είστε σίγουροι;
- Μα μέσα στο κρύο θα κοιμάσαι; Το διαμέρισμα υπάρχει και κάθεται αδειανό.
-Πώς σε λένε;
-Σωτήρη.
- Εμάς Γιώργο και Κωστή.

Άνοιξαν την πόρτα μιας πολυκατοικίας, πήγαν σε ένα διαμέρισμα στον πρώτο.

-Μείνε εδώ όσο χρειαστείς, θα τα πούμε το πρωί. Για φαγητό, στην από κάτω γωνία υπάρχει ένα μαγαζί, τα παιδιά δίνουν πάντα φαγητό, πήγαινε. Γεια τώρα.
Είχε μείνει εμβρόντητος. Περίμενε βοήθεια τέτοιες μέρες, αλλά όχι και τέτοιο πράγμα!
Εκείνη την ώρα άκουσε ένα ράδιο από το διπλανό διαμέρισμα.
«Καλησπέρα σας, σήμερα, 25 Γενάρη...»


Σκορπισμένοι
Το ξημέρωμα μιας ράθυμης Πρωτοχρονιάς μας βρίσκει όλους κολλημένους στο λεωφορείο 732 Άγιος Φανούριος - Ακαδημία - Ζωοδόχος Πηγή. Δηλαδή εμένα, μια ηλικιωμένη κυρία με πλαστικές παντόφλες που όλο βήχει, έναν μελαμψό εργάτη με σκουφάκι του Ολυμπιακού, ένα νεαρό με αθλητική φόρμα και καχύποπτο βλέμμα και δυο χοντρές Ρωσίδες με κατακόκκινα μάγουλα που τρέχουν να μας προλάβουν και μετά λένε «ευκαριστώ, ευκαριστώ». Με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι αποχαιρετώ την Αθήνα, δυο αδέσποτα κοιμούνται κουλουριασμένα σε μια χριστουγεννιάτικη φάτνη, στη στάση Ροσινιόλ φτωχοί άνθρωποι καπνίζουν έξω απ' τα σπίτια τους, σε κάποιο ισόγειο διαμέρισμα ένα κορίτσι έχει ακουμπήσει το λάπτοπ του στο περβάζι κι έτσι μισοκρεμασμένο έξω απ' το παράθυρο θυμίζει τη Μοσχολιού στην τελευταία σκηνή από τη «Λόλα». Στην πλατεία Αττικής οι επιβάτες κατεβαίνουμε από το λεωφορείο για να προλάβουμε το μετρό και, καθώς διασχίζουμε τις ράγες του τρένου στην Κωνσταντινουπόλεως, μαζευόμαστε κοντά ο ένας στον άλλο για να μη μας πατήσουν τα αυτοκίνητα που έρχονται βιαστικά κατά πάνω μας. Γινόμαστε ένα φιλήσυχο κοπάδι που κυλάει πάνω στις ράγες αργά και ειρηνικά, σαν προσκοπάκια ή σαν νηπιάκια που τα βγάζει βόλτα η δασκάλα, και, στα ελάχιστα δευτερόλεπτα αυτής μας της συνύπαρξης, διαλύεται προσωρινά η αθέλητη μοναξιά της μεγαλούπολης γιατί για λίγο έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Μόλις περάσουμε τις ράγες, ο καθένας τραβάει για τη δουλειά του και το κοπάδι μας σκορπίζει ξανά σε μικρά κομματάκια μέσα στον απέραντο λαβύρινθο των αθηναϊκών δρόμων. Έχει πια ξημερώσει για τα καλά.


Χριστουγεννιάτικη Μουσική
Μόλις ἔστριψε στὴν Σταδίου χτύπησε τὰ αὐτιά του ἐκκωφαντικὴ μουσική. Ὅσο προχωροῦσε, τόσο πιὸ ἀπειλητικὴ ἀκουγόταν. Ἀναζήτησε μάταια τὴν πηγή της κοιτάζοντας δεξιὰ καὶ ἀριστερά, μὲ σκοπὸ νὰ τρέξει στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση καὶ νὰ ξεφύγει, ἀλλὰ καθὼς ἡ πηγὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνιχνευθεῖ, ἡ δραπέτευση ἀπὸ τὸν καταναγκαστικὸ ἑορτασμὸ φαινόταν ἀδύνατη, σὰν ξαφνικὰ ὅλη ἡ πόλη νὰ εἶχε μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιάλτη κίβδηλης εὐφορίας.

Μπῆκε στὸ λεωφορεῖο χωρὶς ἐλπίδα διαφυγῆς. Καὶ πράγματι: ἡ ἴδια δυνατή, χαρούμενη μουσικὴ ἀκουγόταν καὶ μέσα στὸ λεωφορεῖο, σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς διαδρομῆς ὣς τὸ ἄθλιο προάστιο ὅπου μεγάλωσε, τὸ ἄθλιο προάστιο ἀπὸ τὸ ὁποῖο μὲ ἄγρια χαρὰ εἶχε δραπετεύσει πρὶν εἴκοσι πέντε χρόνια.

«Χρόνια πολλά, παιδί μου» τοῦ εἶπε ἡ μάνα του, «σὲ εὐχαριστῶ ποὺ ἦρθες, δὲν εἶναι εὐχάριστες οἱ γιορτὲς ὅταν εἶναι μόνος κανείς».

«Δὲν εἶναι ἀπὸ ἀγάπη, οὔτε κἂν ἀπὸ οἶκτο, μαμά, δὲν εἶχα ποῦ νὰ πάω, δὲν ἔχω ἄλλη λύση, ἀπεχθάνομαι ἄλλωστε τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἑορτῶν» τῆς ἀπάντησε, ἀλλὰ εἶναι ἀμφίβολο ἂν τὸν ἄκουσε, εἶχε τὴν τηλεόραση ἀναμμένη κι ἔπαιζε στὴ διαπασῶν χριστουγεννιάτικα τραγούδια ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο.

«Κακὸ πράγμα ἡ μοναξιά, παιδάκι μου, κι ἐγὼ τώρα τὸ καταλαβαίνω, ἐσὺ ἴσως προφταίνεις ἀκόμη νὰ γλιτώσεις» τοῦ εἶπε καὶ χαμογέλασε σαρδόνια δυναμώνοντας τὴν ἔνταση τῆς τηλεόρασης.


Δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε πεζοί
Περιμένω μια φίλη μου να βγει από το σπίτι της και έχω παρκάρει λίγο πιο κάτω. Στα αριστερά μου είναι ένα σπίτι με πεσμένους σοβάδες, φαίνεται εγκαταλελειμμένο. Λίγο κάτω από το ύψος του δρόμου είναι ένας άντρας με μαύρα ρούχα και πάει πέρα δώθε. Μπροστά από το αυτοκίνητό μου είναι όρθιος ένας πιτσιρικάς, όχι μεγαλύτερος από 5 χρόνων. Τους κοιτάω και αρχίζω να σκέφτομαι, μάλλον αυτός ήρθε εδώ να πάρει τη δόση του, μοιάζει περίεργος, μα καλά μέσα στον δρόμο, το παιδί τι το θέλει μαζί του, είναι δυνατόν, τελικά η σκέψη μου πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, καταλήγω να σκέφτομαι κάτι παλιά Χριστούγεννα, όταν ζούσε ο παππούς και εγώ με την Άλκηστη ξαπλώναμε στη μοκέτα και κάναμε κωλοτούμπες δίπλα στο δέντρο. Ξαναγυρίζω στην πραγματικότητα όταν ο πιτσιρικάς φωνάζει: μπαμπά τι κάνεις εκεί; και ο μπαμπάς του απαντάει με χαμόγελο: ντοματίνια! και τον φωνάζει να δει. Ο άνθρωπος είχε φτιάξει σ' ένα παρτέρι το δικό του μικρό μποστάνι, και είχε πάει να τα ποτίσει.

Άρχισα να με βρίζω από μέσα μου, μα είναι δυνατόν να τον πέρασα για πρεζάκι τον άνθρωπο κ.λπ. Γίναμε καχύποπτοι. Χαλάσαμε. Φέτος εύχομαι να μην είμαστε τόσο καχύποπτοι με τους ανθρώπους γύρω μας. Όλα αγριεύουν ναι, αλλά πρέπει και να ζήσουμε σαν άνθρωποι.


Τα Πάνω-Κάτω
Ο γέροντας είχε ζητήσει να στολίσει εκείνος το δέντρο φέτος. Ένα τεράστιο έλατο. Από την προηγούμενη είχε κλειστεί στο σαλόνι με σκάλα, καλώδια, τανάλιες, κατσαβίδια, μπάλες, χρυσόχαρτα, κόλλες και ψαλίδια, και δεν άφηνε κανέναν να μπει. Ζήτημα να είχε βγει μία-δυο φορές κατά τη διάρκεια του 24ώρου, κι αυτό όταν κοιμόντουσαν οι άλλοι. Παραμονή Χριστουγέννων η πόρτα άνοιξε για τη γιορτή.

Ψηλά, εκεί που ήταν ο μεγάλος πολυέλαιος, βρίσκονταν οι ρίζες του δέντρου, και μία σειρά φωτάκια κατέβαιναν γύρω-γύρω τα κλαδιά μέχρι το έδαφος. Κόκκινες μπάλες στα κλαδιά. Στην κορυφή του δέντρου, που άγγιζε σχεδόν το πάτωμα, ένα τεράστιο φωτισμένο αστέρι και αστεράκια διαφόρων σχημάτων και μεγεθών σκορπισμένα ολόγυρα επάνω στο χαλί. Τα σύνεργά του σε μια γωνιά τακτοποιημένα, και ο ίδιος καθιστός πλάι στο αγαπημένο του όργανο.

Στα επιφωνήματα της κοινότητας όταν αντίκρισαν το θέαμα απάντησε με νότες. Το τραγούδι του μιλούσε για τη νύχτα αυτή που τα αστέρια πέφτουν στη γη, και γίνονται παιδάκια που τα επισκέπτονται μάγοι στα όνειρά τους, και τ' αγγελούδια του ουρανού σαστίζουνε όπως ακριβώς και οι άνθρωποι όταν βλέπουν να έρχονται τα πάνω-κάτω.


Γιορτές; Όχι δα
Όντας πιο ρεαλιστής από τους γύρω σου, βλέπεις τη μαύρη πραγματικότητα κατά πρόσωπο και δεν μπορείς, όσο κι αν θέλεις, να την αγνοήσεις.

Διαβάζεις πως άνθρωποι βασανίζονται άγρια από τις δυνάμεις καταστολής, που κάνουν εξάσκηση για τους εσωτερικούς εχθρούς. Άλλοι ναυάγησαν ή συνεχίζουν να θαλασσοπνίγονται με βάρκες-πορθμεία του Χάροντα ή αυτοπυρπολούνται προσπαθώντας να ξεφύγουν από την κόλαση.

Μαθαίνεις καθημερινά για συναδέλφους που διώκονται γιατί έκαναν το αυτονόητο: προσπάθησαν να διαφυλάξουν τα εργασιακά δικαιώματα όλων, να διεκδικήσουν καλύτερα σχολεία, γιατί δεν συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις κι αντί για διεκπεραιωτές επιμένουν να 'ναι παιδαγωγοί. Σκέφτεσαι πως είναι θέμα χρόνου να 'ρθει η σειρά σου να βρεθείς σε διαθεσιμότητα, αργία ή απόλυση. Άνθρωπος όχι πια, αλλά νούμερο σε λίστα, ένα κουτάκι σε υπολογιστικό φύλλο.

Κουτάκια κι οι μαθητές σου που προσπαθείς να διατηρήσεις τη φλόγα στα μάτια τους και τα όνειρά τους ζωντανά. Γι' αυτούς ακριβώς πεισμώνεις και δεν σταματάς σε τέτοιους καιρούς να ονειρεύεσαι, αλλά αντιστέκεσαι όσο κι αν σκοτάδι παλεύει να σε πνίξει. Για το βλέμμα τους.

Κι οι άνθρωποι που αγαπάς; Προσπαθούν να σε κρατήσουν υγιή πνευματικά, αφού χάρη σ' αυτούς αντέχεις όταν μοιράζεσαι τα μαύρα αλλά και τα ευχάριστα της κάθε μέρας.


Μπεν μαρί
Έβαλε το ποτήρι του κονιάκ σε ένα κατσαρολάκι με νερό. Θα το ζέσταινε σε μπεν μαρί. Ήταν καλή ιδέα. Είχε σκεφτεί πως μάλλον έτσι θα τα ζεσταίνουν στα μαγαζιά. Έλα όμως που το ποτήρι βυθιζόταν στο νερό, γυρνούσε κάθετα και η βάση του ακουμπούσε στην κατσαρόλα. Αν το άφηνε λίγο παραπάνω, το ποτήρι θα έσπαγε. Τελικά δεν ήταν τόσο καλή η ιδέα. Βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο. Μύριζε τζάκι μαζί με κάτι άλλο. Στο απέναντι διαμέρισμα ετοίμαζαν τραπέζι. Ήταν κι αυτός καλεσμένος σε δυο τραπέζια, αλλά σε όλους είχε απαντήσει το ίδιο, «Θα πάω να φάω με το σόι». Είχε να φάει με το σόι πάνω από πέντε χρόνια, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Δεν είχε όρεξη για κανέναν. Δεν είχε όρεξη ούτε να τον λυπηθούν, ούτε να προσπαθήσουν να του φτιάξουν το κέφι. Είπε τα ψέματά του και έμεινε σπίτι. Θα έπινε ένα ζεστό ποτήρι κονιάκ και θα διάβαζε τίποτα στο ίντερνετ. Μόνο που δεν είχε βρει τον τρόπο να ζεστάνει το ποτήρι και το ίντερνετ του το είχαν κόψει κάνα μήνα τώρα. Αυτά τα Χριστούγεννα θα έμενε σπίτι, χωρίς ζεστό ποτήρι και ίντερνετ. Αυτά τα Χριστούγεννα ίσως να ήταν τα τελευταία σε αυτό το σπίτι.


Προσμονή
Tο κορίτσι είναι μικρό. Παραμονή Χριστουγέννων κι έχει μείνει μόνη. Οι γονείς τής απέσπασαν την υπόσχεση να καθίσει ήσυχη. Βγήκαν για τα τελευταία ψώνια.

Έχει παρατάξει κουκλιά, ζώα, κύβους στο πάτωμα. Λικνίζεται σε μια σιδερένια κούνια, που σύντομα δεν θα τη χωράει και λέει στα παιχνίδια να ησυχάσουν. Έχει σβήσει το φως. Τα μάτια συνήθισαν στο σκοτάδι. Ελέγχει τον χώρο σαν γάτα. Δεν φοβάται. Μουρμουράει ένα αγγλικό τραγούδι. Δεν καταλαβαίνει τους στίχους. Εφευρίσκει λόγια δικά της. Στ' αυτιά της ακούγονται σωστά. Δεν διδάχτηκε το νόημα της θρησκευτικής γιορτής. Για κάποιο λόγο, περιμένει το φως. Γι' αυτό έσβησε τις λάμπες. Να του κάνει χώρο. «Σε λίγο», λέει στα παιχνίδια, «θα ορμήσουν τα Χριστούγεννα στο δωμάτιο. Θα σας γυρίσουν ανάποδα. Θα σας ζεστάνουν ξαφνικά. Μερικά μπορεί να καείτε, αλλά δεν θα πονέσετε». Συμφωνούν; Φυσικά. Τα μικρά κορίτσια έχουν πάντα δίκιο. Το νιώθουν άλλωστε πως κάτι έρχεται. Τρέμει ο αέρας. Τα κομμάτια του γίνονται άστρα. Λίγο πριν την έκρηξη, ακούγεται το κλειδί να γυρνάει στην πόρτα.

Το φως αποσύρεται. Η μικρή ταραγμένη ανάβει τη λάμπα και κάνει πως παίζει.

Πολύ καιρό μετά, κρατάει μια γωνιά στο μυαλό ολοσκότεινη. Περιμένει κάθε μεσάνυχτα Παραμονής το φως να την αναποδογυρίσει. Να την κάψει.


Το εκκρεμές
Κίνησε προς την πόρτα.
Κοντοστάθηκε.
Κάτι τον απασχολούσε.
Έκανε άλλο ένα βήμα.
Κοίταξε πίσω του σαν κάτι να θυμήθηκε.
Έπιασε την τραγιάσκα που του 'χε αφήσει ο πατέρας και την έσφιξε πάνω του.
Δεν ήταν αυτό.
Σήκωσε τα μάτια κι οι κόρες του ξέφυγαν πάνω κι αριστερά στην προσπάθειά του να θυμηθεί.
Σκόνταψε πάλι στις σκέψεις του.
Δεν τον κρατούσε τίποτε εκεί μέσα. Η γυναίκα τον είχε αφήσει μήνες τώρα, παίρνοντας μαζί και το παιδί. Από συνήθεια όμως ήθελε να δώσει λόγο. Όπως έκανε όταν ήταν μαζί. Δεν μετρούσε τις φορές που έκλεινε το συνεργείο και πεταγόταν μέχρι το καφενείο για έναν γύρο μόνο.
Ένα ακόμη βήμα, πιο αποφασισμένο.
Γύρισε ξανά μετανιώνοντας. Το είχε υποσχεθεί στη μάνα του από τότες που έφυγαν.
Σταμάτησε για άλλη μια στιγμή. Έξυσε το κεφάλι του πάνω από το καπέλο.
Αυτή τη φορά είχε λόγο. Του φαινόταν πολύ σοβαρός. Και ήθελε σε κάποιον να το πει. Κοίταξε τη φωτογραφία της μάνας που 'μοιαζε να τον κοιτάζει βλοσυρά. Συνήθως δεν έπαιζαν Πρωτοχρονιάτικα γιατί δεν ήθελαν να σημαδευτεί η χρονιά του χαμένου. Αυτή τη φορά όμως θα έπαιζαν στη μνήμη του φίλου τους. Που τον έφαγε το μεροκάματο στη λαχαναγορά. Το μεροκάματο που ακουμπούσε κάθε Σάββατο βράδυ στο καφενείο.
Μόνο και μόνο γι' αυτό θα πήγαινε.
Μια τελευταία φορά μόνο... στη μνήμη.


Το καλειδοσκόπιο
βλέπω τον κόσμο μέσα από ένα καλειδοσκόπιο. πότε είναι στραμμένο στη φωτεινή πλευρά, κι όλα μοιάζουν αισιόδοξα, πότε στην απέναντι, και μια σκοτεινιά καλύπτει τα πάντα. για να ʽμαι ειλικρινής, δεν αποφασίζω εγώ προς τα πού θα στρίψει. κάνει πάντα του κεφαλιού του, στρίβει μια έτσι, μια αλλιώς, χωρίς προειδοποίηση. έτσι, η οπτική μου ποικίλλει: δεν μας πολιορκεί η μιζέρια, πρόκειται περί ευκαιρίας για απλούστερη ζωή. δεν είναι μια χειμωνιάτικη λιακάδα, παρά μια αφορμή για σκέψη πάνω στο αναπόδραστο της φθοράς. κάπως έτσι κυλάνε οι μέρες.

συνήθως στις γιορτές, μου ξυπνάει μια αντίδραση στη συνήθεια που τις θέλει πασπαλισμένες χρυσόσκονη: βαριέμαι να στολίσω δέντρο, να βάλω τα καλά μου και να βγω. σνομπάρω τα ρεβεγιόν. βλέπω όλα αυτά τα φωτάκια ως σπατάλη ενέργειας. μουρμουράω για την καλή διάθεση του πλήθους, θεωρώντας την ψεύτικη.

φέτος όμως, αποφάσισα να στρέψω το καλειδοσκόπιο με το ζόρι στη φωτεινή πλευρά. να προσπαθήσω τουλάχιστον. όχι επειδή έτσι συνηθίζεται, κάθε άλλο. θα κάνω πράξη αυτό που λέει ο στίχος ʽκαι για το πείσμα σας, γουρούνια, θα αντέχωʼ.

μόλις βρω πώς επιτυγχάνεται μια τέτοια θεώρηση του κόσμου, θα μοιραστώ το φωτεινό μου καλειδοσκόπιο μαζί σας. θα ʽναι το δώρο μου γιʼ αυτές τις γιορτές.


kizilkum.wordpress.com

Σχόλια