Έρωτας, σε φόντο πολιτικό

Από το epohi.gr / Μανώλης Πιμπλής 
Περικλής Κοροβέσης «Γυναίκες ευσεβείς του πάθους», εκδόσεις Opportuna, 2020
«Από τη ζωή δεν έχω κανένα παράπονο. Τα έφερε όλα τόσο ανάποδα, που πια να μην μπορεί να μου κάνει άλλο κακό». Φράση χαρακτηριστική ενός βιβλίου, που όμως δεν το ενδιαφέρουν τόσο τα δεινά της ζωής, αυτά ο συγγραφέας τα αντιμετωπίζει με στωικότητα, με χιούμορ, όσο τα δεινά –και τα πάθη, γενικώς– του έρωτα. Το βιβλίο Γυναίκες ευσεβείς του πάθους, που επανακυκλοφόρησε 26 χρόνια μετά την αρχική του έκδοση, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Opportuna, είναι ένας ύμνος στη ζωή και τον έρωτα και μαζί ένα μνημόσυνο ταιριαστό για τον σπουδαίο Περικλή Κοροβέση που χάθηκε πριν από εννέα μήνες.

Το πιο γνωστό βιβλίο του Περικλή Κοροβέση είναι οι Ανθρωποφύλακες. Ήταν μαρτυρία που πρωτοκυκλοφόρησε στο εξωτερικό το 1969 και έκανε γνωστά στην Ευρώπη τα βασανιστήρια στα οποία προέβαινε η χούντα. Εκείνο το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, έκανε και στην Ελλάδα πολλές επανεκδόσεις, δικαίως έγινε το σήμα κατατεθέν του συγγραφέα του. Ωστόσο ο Κοροβέσης δεν είναι συγγραφέας του ενός βιβλίου. Έχει γράψει μυθιστόρημα, μικρά πεζά, θέατρο, έργα για παιδιά, πολιτικό δοκίμιο, εν ολίγοις έχει ασχοληθεί περίπου με όλα τα είδη του λόγου. Τη δημοσιογραφία την άσκησε μέσα από καίρια αρθρογραφία στην Ελευθεροτυπία, εδώ στην Εποχή και στην Εφημερίδα των Συντακτών, μέρος της μάλιστα έχει επίσης περιληφθεί σε βιβλία με συλλογές άρθρων.

Πολλά του βιβλία βρίσκονται αυτή τη στιγμή εκτός κυκλοφορίας. Οπότε αποκτά ιδιαίτερη σημασία η επανέκδοση του λογοτεχνικού έργου Γυναίκες ευσεβείς του πάθους, το οποίο είναι βιβλίο με πολύ σημαντικές αρετές και ιδιοτυπίες. Ας ελπίσουμε ότι και το υπόλοιπο κομμάτι του έργου του που έχει εξαντληθεί και έχει εκδοθεί από πολλούς διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους (μερικοί μάλιστα δεν υπάρχουν πια), θα μπορέσει να βρει και αυτό το δρόμο προς τα βιβλιοπωλεία.

Η άπιαστη φύση της γυναίκας
Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν μπορεί κανείς να το κατατάξει εύκολα σε κατηγορία. Θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει κάλλιστα συλλογή διηγημάτων, αφού οι ιστορίες του μπορούν να διαβαστούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Δεν είναι όμως, αφού αυτά που αποκαλούμε σπονδυλωτά μυθιστορήματα έχουν συχνά πολύ χαλαρότερο συνδετικό ιστό των επί μέρους ιστοριών, απ’ ό,τι έχουν οι ιστορίες του Κοροβέση. Από αφηγηματική άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μετα-αφήγηση αν θεωρήσει κανείς όλες τις επί μέρους ιστορίες –που παρουσιάζονται όλες σε πρώτο πρόσωπο– εγκιβωτισμένες ιστορίες της κύριας ιστορίας, η οποία όμως εμφανίζεται και υπάρχει μόνο στο εισαγωγικό σημείωμα και τον επίλογο. Ο ίδιος ο Κοροβέσης έχει χαρακτηρίσει το βιβλίο «συμπόσιο». Ας δούμε όμως τα πράγματα από πιο κοντά:

Το βιβλίο ξεκινάει με ένα εισαγωγικό σημείωμα όπου ο βασικός αφηγητής, το alter ego του συγγραφέα, σε πρώτο πρόσωπο και αυτός, δηλώνει νέος ποιητής, σχετικά γνωστός πλην άφραγκος και πρόσφατα χωρισμένος, που πρόκειται να αφηγηθεί ερωτικές ιστορίες άλλων. Τις ιστορίες αυτές τις άκουσε και τις μαγνητοφώνησε κρυφά στο γνωστό μπαρ Au revoir της οδού Πατησίων, στο οποίο μπήκε τυχαία και άρχισε να συχνάζει μόλις χώρισε. Εκεί γνώρισε μια παρέα διανοουμένων οι οποίοι συναντιόντουσαν για να κάνουν ακριβώς αυτό: να διηγηθούν ερωτικές τους ιστορίες και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν μέσα από αυτές αλλά και μέσα από τις συζητήσεις τους τη φύση της γυναίκας. Που παρά τις πολλές ερωτικές τους εμπειρίες, παραμένει γι’ αυτούς άπιαστη.

Ηθοποιοί και πολιτικοί έχουν κάτι το κοινό
Το βιβλίο θα κλείσει με το τι συνέβη όταν ο νέος ποιητής αποφάσισε να κάνει αυτές τις ιστορίες βιβλίο. Όλος όμως ο υπόλοιπος κορμός του βιβλίου είναι οι χωριστές αυτές ιστορίες που τις αφηγούνται, πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ένας πολιτικός, ένας ηθοποιός που παίζει σε σίριαλ, ένας εκδότης βιβλίων, ένας διάσημος μαθηματικός, ένας δημοσιογράφος, ένας κινηματογραφιστής, ένας θεατρώνης και ένας «μεγάλος ποιητής». Μερικές ιστορίες, έχει πει ο Κοροβέσης, είναι πραγματικές, άλλες είναι επινοημένες και άλλες αλλαγμένες. Το υλικό της έμπνευσής του το άντλησε πάντως πράγματι από το Au revoir.

Οι ιστορίες αυτές είναι γεμάτες έρωτα και ωραίες γυναίκες, αλκοόλ, πολιτική, συχνά έχουν φόντο τη δεκαετία του ’60, το Παρίσι του ’68, την Αθήνα της χούντας και της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, εξακτινώνονται όμως παντού, φτάνουν από τα Δωδεκάνησα μέχρι τη Νορβηγία και τη Γερμανία. Οι ιστορίες είναι όλες ενδιαφέρουσες και ολοζώντανες, η γραφή έχει οίστρο, τέμπο, χιούμορ, αλήθεια. Ανάμεσα στις περιγραφές ξεπηδούν εξαιρετικές πολιτικές παρατηρήσεις που όμως σε καμιά περίπτωση δεν αλλοιώνουν το λογοτεχνικό χαρακτήρα του κειμένου, το αντίθετο. Πολλές από αυτές τις ιστορίες φτάνουν μέχρι την τερατολογία, εν πάση περιπτώσει σε μεγάλη υπερβολή, εκεί που η αληθοφάνεια βρίσκει τα όριά της. Άλλες πάλι, όσο και αν είναι υπερβολικές, είναι απολύτως αληθοφανείς και γι’ αυτό πραγματικά συναρπαστικές. Θα λέγαμε ότι ο Κοροβέσης αγγίζει τις κορυφές του όταν εντάσσει το ερωτικό του θέμα σε γνήσια πολιτικό –και αντιστασιακό κατά της χούντας– περιβάλλον (όπως στα κεφάλαια «Ο πολιτικός της Β΄ Αθηνών», «Ο διάσημος μαθηματικός», «Ένας δημοσιογράφος μ’ επιτυχίες»), ιδίως δε στο «Ο θεατρώνης με τις 2.345 γυναίκες» όπου κατά τη γνώμη μας ξεδιπλώνονται μερικές από τις καλύτερες και πιο βαθιές σελίδες του βιβλίου. Ίσως ο λόγος είναι ότι εκεί μπόρεσε ο Κοροβέσης να εκφράσει το θεατρικό του γνωσιακό υπόβαθρο (είχε σπουδάσει θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη) και να φιλοτεχνήσει έναν εξαιρετικό κόντρα-ρόλο του εαυτού του, έναν άνθρωπο απολιτίκ, ωραιοπαθή, γυναικά αλλά και γήινο ο οποίος μπλέκεται είτε αντικειμενικά είτε κατά λάθος με την πολιτική. Αντικειμενικά γιατί το θέατρο το είχε πάρει ο πατέρας του από τον Μεταξά, κατά λάθος γιατί ο έρωτας τον μπλέκει με το Μακεδονικό (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον «Διάσημο μαθηματικό»). Άλλωστε, όπως ωραία λέει ο Κοροβέσης στο συγκεκριμένο αφήγημα, θέατρο και πολιτική έχουν πολλά κοινά. «Χωρίς τον καλό και τον κακό δεν προχωρά η θεατρική δράση. Το ίδιο ήταν και στην πολιτική (…) Ηθοποιοί και πολιτικοί έχουν κάτι το κοινό. Παίζουν πάντα εκείνον τον ρόλο που τους δίνουν. Ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να επιλέξουν».

Δύο τελευταίες παρατηρήσεις: η πρώτη ότι με σημερινά κριτήρια, το βιβλίο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ένα «μάτσο» χαρακτήρα. Οι αφηγητές είναι άντρες που απευθύνονται σε άντρες ακροατές – πρόκειται για ανδρικές εξομολογήσεις, για το πώς βλέπουν οι άντρες (ή κάποιοι άντρες) τις γυναίκες. Αυτό που ήδη θα μπορούσε να ενοχλεί τις φεμινίστριες του ’60 και που μετά έγινε κομμάτι αυτού που ονομάστηκε «πολιτική ορθότητα» σήμερα έχει ενσωματωθεί –θεωρητικά τουλάχιστον– στην επικρατούσα κουλτούρα και συμπεριφορά. Ο Κοροβέσης όμως είχε πλήρη συνείδηση αυτού του πράγματος και βάζει στον επίλογο, ευφυώς, την εν διαστάσει σύζυγο του αφηγητή να δηλώσει ότι θα αναζητήσει αυτές τις γυναίκες για να τους ζητήσει τη δική τους άποψη. Αλλά αυτό θα ήταν ένα άλλο βιβλίο.

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το συνδυασμό θέματος - αφηγηματικής τακτικής. Το ότι πάντα μιλάει ένας άντρας σε πρώτο πρόσωπο κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί ότι πρόκειται για μια ματριόσκα, για μια ρωσική κούκλα που αποκαλύπτει πάντα μια άλλη ίδια κούκλα, απλώς άλλους μεγέθους. Οπότε στον ρόλο του αφηγητή είναι ο άντρας γενικά, περίπου ίδιος πάντα. Όσες ιστορίες και να ειπωθούν δηλαδή, η ιστορία μένει πάντα μία. Αυτό δικαιολογεί απόλυτα το ενιαίο ύφος της αφήγησης, αδικεί ωστόσο κάποιους από τους πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες των κεφαλαίων που θα μπορούσαν να εξελιχθούν υφολογικά περαιτέρω. Αλλά και κάποιες από τις ιστορίες συνολικά, που έχουν τόσο πλούσιο υπόβαθρο που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο και να υποστηριχθούν και με άλλο ύφος, ακόμα και με νουάρ.

Σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κείμενο παλλόμενο που αντέχει στον χρόνο, που μας υπενθυμίζει οδυνηρά την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής με άλλου τύπου διανοούμενους όπου ζωή, στράτευση, έρωτας, ιδεολογία, πολιτική μπορούσαν και να είναι έννοιες αδιαχώριστες.

Σχόλια