Κώστας Μπέζος (Α. Κωστής) 78 χρόνια απ' τον θάνατο του ιδιαίτερα άγνωστου ρεμπέτη

Από τα el.wikipedia.org / lifo.gr / youtube.com
Ο Κώστας Μπέζος (1905 - 14 Ιανουαρίου 1943) ήταν Έλληνας τραγουδοποιός, σκιτσογράφος και αρθρογράφος.

Ο Κώστας Μπέζος γεννήθηκε στο χωριό Μπολάτι της Κορινθίας, από τον Βλάσιο Μπέζο και τη δεύτερη γυναίκα του, Φωτεινή Δανή. Ο πατέρας του από τον πρώτο του γάμο απέκτησε δύο κόρες, την Παρασκευή, που πέθανε 18 ετών, και τη Μαρίκα, που παντρεύτηκε τον Αχιλλέα Λιάγκα. Με τη Φωτεινή έκανε δύο ακόμη παιδιά, την Αικατερίνη (1903 - 25 Αυγούστου 1993) και τον Ευάγγελο (1908 - 29 Ιουλίου 1956).

Ο Κώστας Μπέζος, καλός μαθητής στο σχολείο αλλά και από μικρός ανυπάκουος, μετά το γυμνάσιο, που τελείωσε στην Κόρινθο, πήγε στην Αθήνα και έδωσε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πέρασε αλλά δεν τελείωσε ποτέ, αφού στράφηκε στη μουσική μαθαίνοντας κιθάρα. Το πληθωρικό του ταλέντο στη ζωγραφική εκφραζόταν συνέχεια και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνεργάστηκε με την καθημερινή και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Πρωία, της οποίας έγινε ο βασικός σκιτσογράφος, ενώ συχνά αρθρογραφούσε και ήταν και συνάδελφος του Κώστα Βάρναλη. Εργάστηκε, επίσης, και στην εφημερίδα Ακρόπολη.

Άγνωστο παραμένει πώς έμαθε τόσο γρήγορα και τόσο καλά κιθάρα, αφού οι πρώτες του ηχογραφήσεις είναι τα έξι πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε με το ψευδώνυμο Α. Κωστής το 1930, δηλαδή σε ηλικία 25 ετών. Ο πρώτος του, ρεμπέτικου περιεχομένου, δίσκος περιείχε τα τραγούδια Στην Υπόγα και Ήσουνα Ξυπόλυτη. Παραμένει επίσης ανεξήγητο πώς ένα τόσο νεαρό μέλος της μουσικής οικογένειας μπόρεσε να γράψει "βαρέος ύφους" ρεμπέτικα και να τα ερμηνεύσει τόσο καλά. Οπωσδήποτε πρέπει νωρίς να "ενεπλάκη" στην παρέα του ρεμπέτικου, αφού γνώριζε τον Ιωάννη Δραγάτση, τον Κώστα Σκαρβέλη και άλλους. Το 1932, ηχογράφησε έξι ακόμη τραγούδια, που ήταν και η τελευταία δισκογραφική ενασχόληση με το ρεμπέτικο, αφού ήδη από το 1931 πιστοποιείται -από τα στοιχεία της δισκογραφικής- η δημιουργία της πρώτης ορχήστρας με χαβάγιες (από την κιθάρα χαβάγια -γνωστό και ως yodelling, που πήρε το όνομα "Άσπρα Πουλιά" -ίσως από το τραγούδι του Κώστα Μπέζου, πάντως στις εμφανίσεις τους φορούσαν πάντα άσπρα ρούχα. Έτσι έγινε διευθυντής, από τη μικρή αυτή ηλικία, της χαβανέζικης ή χαβαγιανέζικης ορχήστρας τα "Άσπρα Πουλιά" που αποτελείτο από εννέα άτομα τα οποία έπαιζαν κιθάρα, χαβάγια και τραγουδούσαν.

Είναι άγνωστο αν ήταν πρωτοπόρος σ' αυτή τη μόδα της χαβάγιας, αλλά οπωσδήποτε τον ακολούθησαν και άλλοι. Στη δεκαετία του 1930 εμφανίστηκαν στη δισκογραφία τουλάχιστον άλλες έξι ορχήστρες με χαβάγιες, όπως του Αρίσταρχου Δημητρίου -που υπήρξε συνεργάτης του Κώστα Μπέζου-, του Γιώργου Μακρή, του Ζοζέφ Κορίνθιου, του Τάκη Παναγόπουλου, του Βασίλη Μαυρομιχάλη και του Σπύρου Τσόκαλη (Αττικές Χαβάγιες).

Είναι βέβαιο ότι ο Κώστας Μπέζος υπήρξε ένα σημαντικό πρόσωπο της μουσικής και εν γένει της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας στη δεκαετία του 1930, με την πολυσχιδή δράση και παρουσία του στη δισκογραφία, στη δημοσιογραφία, στο θέατρο και στη ζωγραφική. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η παρουσία του με αυτή των μεταπολεμικών υπαρξιστών στο Παρίσι και να παραλληλιστεί η ζωή του με αυτή του Μπορίς Βιάν ή του Ζορζ Μπρασένς.

Πραγματοποίησε πολλές περιοδείες με τη διάσημη ορχήστρα του σε πολλές πόλεις της Ελλάδας,την Κωνσταντινούπολη,την Αίγυπτο κ.α. (Δεν κατάφερε ποτέ να πάει στην Αμερική, δεν πρόλαβε).Επισκεπτόταν συχνά τη Θεσσαλονίκη με το συγκρότημα του Αττίκ ή με το 8μελές προσωπικό του συγκρότημα με χαβάγιες. Συνεργάστηκε στη δισκογραφία και στα κέντρα και με άλλα γνωστά πρόσωπα της μουσικής ζωής, όπως ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Εντουάρντο Μπιάνκο, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Σώσος Ιωαννίδης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, ο Ιωάννης Κυπαρίσσης, ο Αιμίλιος Σαββίδης, ο Πωλ Μενεστρέλ, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ενώ τραγούδια του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων και οι: Ορέστης Μακρής, Νικόλαος Μοσχονάς, Τάσος Βάμπαρης, Δανάη Στρατηγοπούλου (της οποίας τη σπουδαία φωνή ανακάλυψε πρώτος ο Μπέζος, Κάκια Μένδρη, Χρήστος Μνηματίδης, Ρένος Τάλμας, Νίκος Γούναρης.

Αν και μετά το 1930-1932, μετά την ηχογράφηση των πρώτων του ρεμπέτικων, δεν υπάρχουν στοιχεία για επανενασχόληση με το είδος, είναι βέβαιο ότι έζησε μια ζωή στα πρότυπα του μποέμ, του ρεμπέτη, του "ανυπότακτου" κοινωνικά. Υπήρξε ένας από τους γνησιότερους "αριστοκράτες μάγκες". Όμορφος, ψηλός, λεπτός, χιουμορίστας, περιζήτητος από τον "γυναικείο πληθυσμό" του χώρου του, δεν άντεξε και η εύθραυστη υγεία του υπέστη καθοριστική βλάβη όταν το 1938 προσεβλήθη από φυματίωση. Αντιμετώπισε με χιούμορ και αυτή την κατάσταση και εξακολούθησε τη δραστηριότητά του. Μάλιστα το 1941-1942 έπαιξε και στην ταινία Μάγια η Τσιγγάνα σε σενάριο-σκηνοθεσία του Γιάννη Χριστοδούλου.

Η γερμανική Κατοχή, η πείνα που έπληξε τότε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι αρρώστιες και το βαρύ κλίμα που δημιουργήθηκε, οδήγησαν γρήγορα στο θάνατο τον νεαρό Κώστα Μπέζο. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1943, μόλις 38 ετών, και ετάφη στο Γ΄ Νεκροταφείο.

Οι εφημερίδες της Κατοχής έγραψαν για τον θάνατό του και οι φίλοι του, όπως οι Φωκίων Δημητριάδης και Σπύρος Μελάς, εξέφρασαν με σημειώματά τους στις εφημερίδες τα συναισθήματα θλίψης γι' αυτή την απώλεια. Σαν μνημόσυνο, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1943 πραγματοποιήθηκε σε αίθουσα τέχνης της οδού Φιλελλήνων 8, η έκθεση Καλλιτεχνικών Ενθυμημάτων του Κώστα Μπέζου.

Ο Κώστας Μπέζος ως Α. Κωστής
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν βρέθηκε ο πρώτος δίσκος του Α. Κωστή με τα τραγούδια Στην Υπόγα και Ήσουνα Ξυπόλητη, άρχισε ο πρώτος κύκλος αναζητήσεων για να εξακριβωθεί η ταυτότητα του ιδιότυπου αυτού κιθαρίστα και τραγουδιστή.

Γύρω στο 1975 βρέθηκε και δεύτερος δίσκος του, με τα τραγούδια Γιάννης ο Χασικλής και Κάηκε κι ένα Σχολείο. Λίγο μετά (1976 ή 1977), αποδελτιώνοντας τις ελληνικές εφημερίδες της Αμερικής, ο Παναγιώτης Κουνάδης εντόπισε σε διαφημιστικό κατάλογο της Orthophonic του 1933 την ύπαρξη ενός τρίτου δίσκου του Α. Κωστή, με τα τραγούδια Τουμπελέκι-Τουμπελέκι και Η Φυλακή Είναι Σχολείο. Ένα, ίσως το μοναδικό, αντίτυπο στην Ελλάδα βρισκόταν στην κατοχή του συλλέκτη Ανδρέα Κρόκου, που διατηρούσε μεγάλη συλλογή δίσκων 78 στροφών.

Το 1978-1981, το τότε Κέντρο Έρευνας και Μελέτης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών (Π. Κουνάδης, Σπ. Παπαϊωάννου, Π. Σωτηρόπουλος) συμπεριέλαβε τρία τραγούδια του Α. Κωστή (Στην Υπόγα, Ήσουνα Ξυπόλητη και Κάηκε κι ένα Σχολείο) στη σειρά των πρώτων δίσκων (πέντε τον αριθμό) με ηχογραφήσεις των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, επισημαίνοντας ότι, αν και οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, τοποθετούνται στη δισκογραφία της Αμερικής, διότι χρηματοδοτήθηκαν από μία ξένη εταιρεία και κυκλοφόρησαν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για την αγορά των Ελλήνων μεταναστών. Μάλιστα το τραγούδι Στην Υπόγα ήταν για αρκετούς μήνες και το "μήλον της έριδος" ανάμεσα στο Κέντρο Έρευνας και στις επιτροπές λογοκρισίας του υπουργείου Προεδρίας, που τελικά δεν επέτρεψαν την κυκλοφορία του στον πρώτο δίσκο (1978) και τοποθετήθηκε το 1981 στον τρίτο της σειράς αυτής.

Τα επόμενα χρόνια, 1989-1990, βρέθηκαν δύο ακόμη δίσκοι του Α. Κωστή με τα τραγούδια Τούτο το Καλοκαιράκι, Αδυνάτισα ο Καημένος και τα οργανικά Τρούμπα και Ντερτιλίδικο, ενώ υπήρχε και ένας έκτος δίσκος της σειράς αυτής, που ένα αντίτυπό τους βρέθηκε στα χέρια συλλέκτη στην Αγγλία.

Γύρω στο 1990, ο Παναγιώτης Κουνάδης αναζήτησε την ταυτότητα του Α. Κωστή κάνοντας διάφορες υποθέσεις. Η πρώτη πραγματική προσέγγιση του θέματος άρχισε στις αρχές του 1994, όταν ανακάλυψε ότι συνθέτης και στιχουργός των τραγουδιών Στην Υπόγα και Τουμπελέκι-Τουμπελέκι ήταν ο Κώστας Μπέζος. Από τα αρχεία της RCA Victor προέκυψε ότι στις καρτέλες των ηχογραφήσεων αυτών δίπλα στο όνομα του Α. Κωστή αναφερόταν αυτό του Κ. Μπέζου μέσα σε παρένθεση, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τον Ολλανδό ερευνητή Hugo Strötbaum. Εμπνευστής όλης αυτής της ιστορίας ήταν ο Τέτος Δημητριάδης.

Έτσι οριστικοποιήθηκε η ταυτότητα του "άγνωστου" Α. Κωστή. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν συγγενείς του Κώστα Μπέζου προκειμένου να δώσουν κάποιες πληροφορίες. Εντοπίστηκε κατ' αρχήν η αδελφή του Αικατερίνη, η οποία όμως είχε πεθάνει στις 25 Αυγούστου του 1993. Λίγο μετά πέθανε και η κόρη της Πηνελόπη, στις 31 Δεκεμβρίου του 1993. Ευτυχώς εντοπίστηκε ένας ανιψιός του (γιος της Αικατερίνης), ο γνωστός συνθέτης και κιθαρίστας Τίτος Καλλίρης, πατέρας του τραγουδιστή Θάνου Καλλίρη[8], και έδωσε σημαντικές πληροφορίες για τον αδικοχαμένο Κώστα Μπέζο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, μεταξύ των ετών 1929 και 1935, ο γνωστός από τη δισκογραφία των Ελλήνων της Αμερικής συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και κιθαρίστας Τέτος Δημητριάδης -από μεγάλη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και αδελφός του μεγάλου σκιτσογράφου Φωκίωνος Δημητριάδη- πραγματοποίησε ως υπεύθυνος του ελληνικού ρεπερτορίου της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας δίσκων RCA Victor και θυγατρικών της (όπως η Orthophonic) μια σειρά ταξίδια στην Ελλάδα με σκοπό να ηχογραφήσει για τις ανάγκες τις αμερικανικής αγοράς δίσκων σημαντικούς Έλληνες τραγουδιστές που είχαν ήδη δημιουργήσει επιτυχίες στη δισκογραφία της Ελλάδας.

Μέσα σ' αυτό το πρόγραμμα γνωστά πρόσωπα αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Τέτου Δημητριάδη και αποτύπωσαν τη φωνή τους ή τα τραγούδια τους. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Μήτσος Αραπάκης, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Πέτρος Κυριακός, ο Γεώργιος Καμβύσης, ο Κώστας Καρίπης, ο Κώστας Νούρος, ο Νικόλαος Μοσχονάς, ο συνθέτης Γεώργιος Καρράς, ο Πέτρος Επιτροπάκης και πολλοί άλλοι. Οι ηχογραφήσεις αυτές κυκλοφόρησαν στις Η.Π.Α. και εντάχθηκαν στις σειρές V-5800 της RCA Victor ή S-600 της Orthophonic.

Από το 1931 και μετά, άρχισαν να έρχονται και στην Ελλάδα αντίτυπα αυτών των ηχογραφήσεων, όχι μέσα από την εμπορική διαδικασία αλλά από μετανάστες που επέστρεφαν ή ταξίδευαν στην Ελλάδα.

Ανάμεσα σ' αυτούς τους δίσκους ήταν και δύο με τα τραγούδια ''Στην Υπόγα'', ''Ήσουνα Ξυπόλητη'' και ''Γιάννης Χασικλής'', ''Κάηκε κι ένα Σχολείο'', που προκάλεσαν πάταγο με την επιτυχία τους, αφού το ''Ήσουνα Ξυπόλητη'', πιο γνωστό σαν ''Παξιμαδοκλέφτρα'', αναφέρεται και σε έναν από τους λιβέλους κατά του ρεμπέτικου που έγραφε τότε η μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη.

Ακόμη παραμένει άγνωστο αν την εποχή εκείνη, όταν δηλαδή κυκλοφόρησαν -ιδιωτικά- και στην Ελλάδα οι δίσκοι του Κωστή, ήταν γνωστή στον κύκλο των μουσικών η ταυτότητά του. Το πιο πιθανόν είναι να παρέμεινε γνωστός σε έναν κλειστό κύκλο, αφού στην ετικέτα των δίσκων δεν αναφέρεται κανένα στοιχείο. Μέχρι και σήμερα τα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν με το όνομα Α. Κωστής παραμένουν οι πιο αινιγματικές ηχογραφήσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Αρκετά από τα τραγούδια του Κώστα Μπέζου, που ισορροπούσαν ανάμεσα στο ρεμπέτικο, στο επιθεωρησιακό και στο ελαφρό, είναι γνωστά και σήμερα, αν και δεν είναι πάντοτε γνωστό πως είναι δικά του. Στις 7 Ιανουαρίου του 2017 κυκλοφόρησε ένα διαφημιστικό της Apple στα ελληνικά όπου ακούγεται το τραγούδι του Κώστα Μπέζου ''Πάμε στη Χονολουλού''.


Όλο το στόρι για την σύντομη ζωή ενός από τους πιο αινιγματικούς καλλιτέχνες της Ελλάδας. Μια πραγματικά ακατάτακτη περίπτωση που ξεκίνησε από την Σχολή Καλών Τεχνών, κι έγινε ρεμπέτης, μέλος της Μάντρας του Αττίκ, δημιουργός συγκροτήματος με χαβάγιες, αρθρογράφος σε εφημερίδες, σκιτσογράφος και ηθοποιός! 

Και απ' το lifo.gr (01.2017) και την Μαρία Παππά διαβάζουμε

Μεταξύ του 1930 και του 1931 ο Κώστας Μπέζος σε ηλικία 25 ετών γράφει και ηχογραφεί 12 ρεμπέτικα κομμάτια με τα ψευδώνυμα Α. Κωστής και Κ. Κωστής. Μέχρι και σήμερα αυτά τα κομμάτια παραμένουν οι πιο αινιγματικές ηχογραφήσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Για δεκαετίες το όνομα του Κώστα Μπέζου δεν είχε συνδεθεί με αυτές. Χρειάστηκαν περίπου 50 χρόνια για να ανακαλύψουν ότι ήταν αυτός ο συνθέτης μετά από μια έρευνα του Παναγιώτη Κουνάδη, το 1970. 

Ο Μπέζος δεν ήταν αυθεντικός ρεμπέτης. Θεωρούνταν αριστοκράτης. Σπούδασε για λίγα χρόνια στην Καλών Τεχνών μέχρι που τα παράτησε για να αφοσιωθεί στην μουσική. Ήταν επίσης μέλος της ‘Μάντρας του Αττίκ’ και συνεργάτης του διάσημου συνθέτη. Έκανε καριέρα με το συγκρότημα του Τα Άσπρα Πουλιά που έπαιζαν χαβάγιες και ντυνόντουσαν μόνο στα άσπρα την δεκαετία του ‘30. Παράλληλα δούλευε ως αρθρογράφος και σκιτσογράφος στην εφημερίδα ‘Πρωία’ αλλά και ως ηθοποιός. 

Σήμερα, ένας Βρετανός μουσικός και ψυχίατρος που ζει στην Σουηδία, ο Tony Κlein και ένας Αμερικανός, ο Gordon Ashworth που είναι οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του συγκεκριμένου έργου του, μάζεψαν τα 12 αυτά κομμάτια και τα κυκλοφόρησαν σε ένα άλμπουμ για πρώτη φορά όλα μαζί με τίτλο ‘The Jail’s a fine school’ [από το κομμάτι του Μπέζου ‘Η φυλακή είναι σχολείο’] από την νεοσύστατη αμερικάνικη δισκογραφική Olvido Records. 

Αυτό το διάστημα βρίσκονται στην Αθήνα και η συζήτηση που ακολουθεί ξεδιπλώνει μια συναρπαστική ιστορία ενώ προσπαθεί να ρίξει φως σε ένα σχετικά ξεχασμένο και αρκετά μυστηριώδη μουσικό – ενός πρώιμου multimedia καλλιτέχνη - που άφησε πίσω του μικρό αλλά ανεξίτηλο και αριστουργηματικό έργο. Ο Μπέζος πέθανε στην Κατοχή από φυματίωση και κακουχίες σε ηλικία μόλις 37 χρονών. 

Μια συζήτηση με τους Tony Klein και Gordon Ashworth για τα πρότζεκτ τους γύρω από τον Μπέζο 

— Ποια ήταν η πρώτη φορά που ήρθατε σε επαφή με το έργο του Κώστα Μπέζου; Tony Klein: Η πρώτη φορά ήταν το 1977, όταν για πρώτη φορά τα τραγούδια του Κωστή κυκλοφόρησαν σε ένα άλμπουμ από τον Πάνο Κουνάδη. Υπήρχαν μια σειρά από LP που κυκλοφόρησαν στην CBS εκείνη την εποχή και νομίζω το πρώτο κομμάτι ήταν το ‘Κάηκε ένα σχολείο’. Είχαν λογοκρίνει τότε ένα από τα κομμάτια του Κωστή το ‘Στην Υπόγα’ στο πρώτο άλμπουμ. Υποτίθεται έπρεπε να είναι εκεί αλλά το κείμενο είχε σβηστεί και είχαν βάλει ένα άλλο κομμάτι στην θέση του. Υπήρχε ακόμη λογοκρισία στην Ελλάδα το 1977. 

— Γιατί πιστεύετε ότι είχε λογοκριθεί; 
Gordon Ashworth: Περιγράφει αστυνομικούς να δέρνουν μάγκες σε ένα τεκέ, να καπνίζουν χασίσι, κτλ. TK: Ναι, υπάρχουν αρκετές παρακμιακές αναφορές και αναφορές στα ναρκωτικά... 

— Ήσασταν από τότε φαν των ρεμπέτικων; 
TK: Ναι, ανακάλυψα τα ρεμπέτικα το 1973. Είμαι Βρετανός αλλά ζω στην Σουηδία και είχα μερικούς Τούρκους φίλους που είχαν μερικούς Έλληνες φίλους που ήρθαν μια μέρα με δίσκους και ανακάλυψα τον Μάρκο Βαμβακάρη, την Σωτηρία Μπέλλου το 1973. Τον επόμενο χρόνο αγόρασα το πρώτο μου μπουζούκι και τον επόμενο χρόνο ήρθα εδώ για πρώτη φορά. Πήγα σε έναν κατασκευαστή μπουζουκιών και τον ρώτησα αν υπήρχε κάποιος δάσκαλος και μου είπε να πάω στον Στέλιο Κερομύτη. Ήταν ένας από τους βετεράνους, στην ίδια παρέα με τον Μάρκο και τον Τσιτσάνη, ενεργός στην δεκαετία του ’30. Πήγα και άρχισε να μου κάνει μαθήματα και μετά γύρισα στην Σουηδία που γνώρισα κι άλλους Έλληνες και άρχισα να παίζω ρεμπέτικα.

— Και μετά από μερικά χρόνια αυτό σε οδήγησε στα κομμάτια του Κωστή.. 
TK: Είχα ακούσει αυτά τα κομμάτια και για κάποιο λόγο μου άρεσαν και άρχισα να τα παίζω. Τότε όμως κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν και υπήρχαν κάτι περίεργες θεωρίες. Υπήρχε μια νεαρή γυναίκα που την έλεγαν Σοφία Μιχαλίτση που έκανε μια σειρά από προγράμματα πάνω στα ρεμπέτικα στο ραδιόφωνο την δεκαετία του ’70 και είχε αυτή την θεωρία ότι ο Κωστής ήταν ένας γέρος άντρας που γεννήθηκε το 1870. Δεν ξέρω από που βρήκε αυτή την πληροφορία, δεν την ρώτησα ποτέ. Πέρασε αρκετός καιρός και ήρθα σε επαφή με έναν Βρετανό που ζει στην Αθήνα και ονομάζεται Charles Howard και που είχε φτιάξει μερικές από τις καλύτερες επανακυκλοφορίες ρεμπέτικων σε CD που υπάρχουν. Αυτός μου έδωσε ένα άρθρο που γράφτηκε από τον Κουνάδη το 1996 που έκανε έρευνα στον Κωστή και μου είπε πώς βρήκαν αυτούς τους περίεργους δίσκους από το ’70 και κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν και ο Κουνάδης ρώταγε ένα σωρό κόσμο που μπορεί να ήξερε κάνει και κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την φωνή. Κανείς δεν είχε ιδέα. Μιλούσε ταυτόχρονα σε κόσμο στην Ελλάδα και στην Αμερική και νόμιζε ότι ήταν αμερικάνικες ηχογραφήσεις στην αρχή επειδή είχαν κυκλοφορήσει κυρίως στην Αμερική στην Victor Records και προφανώς είχαν γίνει για εξαγωγή αν και τελικά αποδείχτηκε ότι είχαν γίνει στην Αθήνα. Ήταν ένας Ολλανδός επίσης, ο Hugo Strötbaum που έψαχνε για παλιά αρχεία της Victor Records και το όνομα ‘Μπεζος’ έβγαινε αρκετές φορές σχετικά με τις ηχογραφήσεις του Κωστή, να ηχογραφεί χαβανέζικη μουσική, έτσι άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως υπήρχε μια σύνδεση. Αναγνώρισα την φωνή του όταν κατάφερα να ακούσω αρκετές από τις Χαβανέζικες ηχογραφήσεις του που ήταν περίπου 120 σε σύνολο. Αν και είναι τελείως διαφορετικό είδος μουσικής, έτσι δεν μπορείς να μαντέψεις ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Είναι όμως σπουδαία μουσική.

— Τι κάνουν τα ρεμπέτικα του τόσο ξεχωριστά; 
Είναι πολύ ενδιαφέρον επειδή ο Μπέζος, κοινωνικά δεν ήταν από την ίδια περιοχή. Καταγόταν από μια μεσοαστική οικογένεια από το Μπολάτι Κορινθίας και ήρθε στην Αθήνα για να δουλέψει σαν δημοσιογράφος και ήταν φίλος της Δανάης Στρατηγοπούλου. Ήταν ο Μπέζος που ξεκίνησε την καριέρα της όταν την γνώρισε στον Αττίκ που δούλευε μαζί του στην ίδια εφημερίδα. Είναι πολύ δύσκολο να το βάλω σε λέξεις αλλά σε αυτά τα 12 κομμάτια που τραγουδάει, πιάνει κάτι... Πιστεύω ότι αυτό γίνεται επειδή είναι τόσο καλός ηθοποιός. Αυτοί οι τύποι που τραγουδούσαν ρεμπέτικα δεν ήταν ηθοποιοί, το έκαναν ακριβώς όπως τους έβγαινε στα ίσια, αλλά ο Μπέζος έκανε ενεργά κάτι. Ήταν ένας νεαρός άντρας, μόνο 25 χρονών που έμπαινε στα 26 τότε. Και από που το πήρε αυτό δεν έχουν ιδέα, το πώς μπορούσε να κάνει αυτό το πράγμα. Είναι σαν κάτι μαγικό υπό μια έννοια. Έπαιζε ήδη χαβαγιά πριν από αυτό. Έχουμε φωτογραφίες του να παίζει σε συγκροτήματα τρία ή τέσσερα χρόνια πριν αλλά δεν ξέρουμε τι σχέση είχε ή τι εμπειρίες είχε. Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι το είδος των ρεμπέτικων που ηχογράφησε (με κιθάρες) δεν είχε ακόμη ηχογραφηθεί στην Ελλάδα με μπουζούκια. Δεν ήταν παρά το 1931 που το μπουζούκι ηχογραφείται στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Δεν ήταν παρά το 1932 που ο Βαμβακάρης ξεκινάει την καριέρα του και μετά τον ακολουθούν και άλλοι από τα ΄30 όπως ο Παπαιωάννου, ο Δελιάς, ο Τσιτσάνης. Βέβαια όταν ο Μπέζος ηχογράφησε αυτά τα 12 κομμάτια σαν Κωστής δεν υπήρχε τίποτα για να τα συγκρίνεις, ούτε με μπουζούκι αλλά ούτε και με κιθάρα.

— Είχε κάποια σχέση με τον Ανέστη Δελιά τότε; (λόγω του κομματιού ‘Τουμπερλέκι, Τουμπερλέκι’ που θυμίζει έντονα στους στίχους από ‘Το Σακκάκι’ του Δελιά) 
TK: Αυτό έχει ενδιαφέρον. Συχνά μιλάω με τον Stathis Gauntlett που είναι Ελληνο-Ουαλός και είναι καθηγητής στην Αυστραλία. Αυτός έκανε την πρώτη του ακαδημαϊκή έρευνα στα ρεμπέτικα το 1978 συγκεκριμένα για τους στίχους των κομματιών και όχι την μουσική. Μου έδειξε στοιχεία για έναν ποιητή και μικροκακοποιό που ονομαζόταν Μακρής και που έγραψε ποιήματα την δεκαετία του ’20 και υπάρχουν ορισμένες γραμμές σε ένα από τα ποιήματα του που επαναλαμβάνονται στο κομμάτι του Κωστή. Συχνά στα ρεμπέτικα υπάρχουν στίχοι που χρησιμοποιούνται αλλά δεν έχουν γραφτεί από τον ίδιο μουσικό που τους τραγουδάει. Αυτοί οι παραδοσιακοί στίχοι που λέγονται ‘αδέσποτα’ μπορεί να χρησιμοποιούνται για δεκαετίες. 

— Οπότε μάλλον δεν γνωρίζονταν; 
TK: Είναι πολύ πιθανό να γνωριζόντουσαν αλλά και αυτό να συνέβαινε δεν νομίζω ότι ήταν ο λόγος αυτός. Αν και υποπτεύομαι ότι δεν γνωριζόντουσαν και επίσης ότι ο Μπέζος δεν ήξερε κανέναν από τους υπόλοιπους ρεμπέτες προσωπικά. Δεν έχω όμως αποδείξεις. Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που έγραψε ο ίδιος ο Μπέζος σε μια εφημερίδα στα τέλη της δεκαετίας του ’30 που έχουμε μεταφράσει και συμπεριλαμβάνεται στην κυκλοφορία. Αναφέρεται για όλα τα διαφορετικά είδη μουσικής που κάποιος μπορούσε να ακούσει στην Αθήνα τότε και τελειώνει το άρθρο, περιγράφοντας μια σκηνή στο Βοτανικό όπου ο Μάρκος και η παρέα του παίζουν. Είναι μια πολύ αστεία και σατιρική περιγραφή. Δεν μοιάζει όμως να μιλάει για φίλους του ή για κάποιον που ξέρει. Δίνει μια εξωτερική, κωμική άποψη. Ένα είδος κριτικής συναυλίας. 

— Τι ξέρουμε γι’ αυτόν; Έκανε ναρκωτικά π.χ.; 
TK: Καταρχήν κανείς δεν ήξερε ότι έκανε αυτές τις ηχογραφήσεις. Ήξεραν τους χαβάγιες του και τα άσπρα πουλιά, το συγκρότημα του που έχει πλέον ξεχαστεί από τότε. Και βέβαια πέθανε αρκετά νέος, το 1943 στην ηλικία των 37 χρονών. Έκανε αυτές τις γελοιογραφίες με τον Μουσολίνι γύρω στο 1941 που ήταν η τελευταία του δουλειά από όσο ξέρουμε. Ήταν επίσης αναμεμειγμένος σε μερικές ταινίες στις αρχές του ’40. Η μια πρέπει να γυρίστηκε την ίδια χρονιά που πέθανε μιας και ο ρόλος του παίχτηκε από κάποιον άλλον. Και το άλλο φιλμ, το "Μάγια, η τσιγγάνα" κανείς δεν μπορεί να βρει μια κόπια του οπότε δεν το έχουμε δει ακόμη. Ο Τίτος Καλλίρης που είναι ο πατέρας του τραγουδιστή Θάνου Καλλίρη ήταν ο γιος της αδερφής του Μπέζου έτσι είναι ο κοντινότερος συγγενής που θυμάται τον Μπέζο όταν ζούσε. Και έχει μιλήσει ότι τον θυμάται να κάνει πρόβες με τον Τώνυ Μαρούδα αλλά γεννήθηκε την δεκαετία του ΄30 και ήταν ακόμη μικρό παιδί τότε. Επίσης κανείς δεν ενδιαφερόταν να βρει μια άκρη για πάνω από 50 χρόνια αφότου πέθανε ο Μπέζος. Είναι πολύ δύσκολο. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε σε μια συγκεκριμένη οικογένεια, ξέρουμε ότι πήγε στην Αθήνα που υπάρχουν φωτογραφίες του με αυτά τα συγκροτήματα όταν ήταν νεαρός αλλά ό,τι γνωρίζουμε είναι σκόρπια πράγματα. Τα στοιχεία δείχνουν περισσότερα για τη δουλειά του παρά για την προσωπική του ζωή.

— Πόσο καιρό κάνετε έρευνα; 
ΤΚ: Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έχω γράψει γι’ αυτόν βασικά μέσα από έρευνες άλλων ανθρώπων και από αυτά που σκέφτομαι όταν ακούω εκατοντάδες φορές το έργο του και προσπαθώ να καταλάβω "τι γίνεται" μουσικά, σαν κιθαρίστας. Αυτού του είδους η έρευνα ξεκίνησε θα μπορούσες να πεις όταν πρωτοάκουσα τα τραγούδια πριν από 40 χρόνια αλλά όχι συστηματικά. Για αρκετό καιρό ήθελα να κάνω αυτό που έκανε ο Gordon. Ήταν ένα πρότζεκτ που ονειρευόμουν. Συνήθιζα να κάνω προσωπικές συλλογές με τα κομμάτια του Κωστή. Όταν επικοινώνησε ο Gordon μαζί μου επειδή είχα συμπεριλάβει ένα κομμάτι του Κωστή στην συλλογή Greek Rhapsody σε πολύ καλή ποιότητα, μου είπε ότι ήθελε να κάνει ένα άλμπουμ με όλα τα κομμάτια και σκέφτηκα ότι αφού θα το κάνει αυτό, να τα βρούμε με τον καλύτερο ήχο. Επικοινώνησα με τον Charles Howard και τον Σταύρο Κουρούση και βρήκαμε τις καλύτερες κόπιες ηχητικά. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί τον Φεβρουάριο. Η σκληρή δουλειά βγήκε τότε αλλά αυτό συνέβηκε πολύ πριν από αυτό. 

— Γιατί αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε όλες τις ηχογραφήσεις του; 
GΑ: Πρώτα άκουσα ακριβώς το ίδιο κομμάτι με τον Τόνι, το "Κάηκε ένα σχολείο" σε μια συλλογή της Yazoo "The Secret Museum of Mankind" πριν από 8 χρόνια. Άκουσα αυτό το κομμάτι και ήταν σαν μια γροθιά στο στομάχι. Έπαθα εμμονή. Είχα ακούσει μερικά ρεμπέτικα αλλά ποτέ με κιθάρα, ποτέ με αυτή την σκοτεινή διάθεση και αυτή την μοναδική ποιότητα. Και έτσι σαν τον Τονι, ήθελα να το ερευνήσω και να ακούσω περισσότερο και να ψάξω ό,τι μπορούσα. Την ίδια περίοδο ανακάλυψα τα "Mortika" μια συλλογή από τον Tony και τον Charles Howard που είχε μέσα το κομμάτι "Τούτο το καλοκαιράκι". Είχα ακούσει τότε 2 κομμάτια και έψαξα παντού για να βρω και άλλα από αυτές τις συλλογές σε CD. Τελικά συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν μόνο 12 κομμάτια και δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν τον τύπο ή για όσους συμμετείχαν στην ηχογράφηση. Ήξερα μόνο ότι η μουσική είναι τρομερά ιδιαίτερη και μοναδική και θα ήταν τέλεια να κυκλοφορήσει σε ένα δίσκο. Έξι κομμάτια σε κάθε πλευρά, η μια πλευρά από το σέσιον του 1930 και η άλλη από το 1931. Ήταν ένα όνειρο για μένα και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κανείς δεν το είχε κάνει μέχρι τότε. Έμοιαζε σαν να υπήρχε μια τρύπα στον κόσμο. Και ήταν τόσο κρίμα να έχεις αυτά τα πανέμορφα κομμάτια, διασκορπισμένα σε όλες αυτές τις συλλογές και να μην υπάρχει μια πολύ καλή εκδοχή τους. Έτσι όταν έψαχνα αυτά τα τραγούδια, το Greek Rhapsody κυκλοφόρησε, μια πανέμορφη κυκλοφορία που είχε μέσα το instrumental κομμάτι του Κωστή "Ντερτιλίδικος Χορός" , την καλύτερη εκδοχή κομματιού του που είχα ακούσει. Επικοινώνησα με τον Tony, του έδωσα συγχαρητήρια και τον ρώτησα αν μπορούσε να με βοηθήσει με το πρότζεκτ μου. Αν είχε ακούσει περισσότερα κομμάτια του Κωστή σε καλή ποιότητα ήχου και αν τον ενδιέφερε να συνεργαστούμε. Ξεκινήσαμε να μιλάμε και καταλήξαμε συνεργάτες. Αυτό ήταν γύρω στο Φεβρουάριο και μετά ανταλλάζαμε email τουλάχιστον κάθε μέρα και ακούγαμε εντατικά τα κομμάτια και συγκρίναμε τις σημειώσεις μας. Ο Τονι έκανε τρομερή έρευνα στην Αθήνα όπως και ο Δημήτρης Κούρτης που ήρθε σε επικοινωνία με την οικογένεια του Καλλίρη και ανακάλυψε οικογενειακές φωτογραφίες που χρησιμοποιήσαμε με την άδεια τους και που κανένας δεν είχε δει πέρα από την οικογένεια. Επτά μήνες μετά κυκλοφόρησε το άλμπουμ. 
TK: Όσον αφορά τις φωτογραφίες, υπήρχε μόνο μια φωτογραφία του Μπέζου και μια φωτογραφία του συγκροτήματος Τα Άσπρα Πουλιά από την εποχή που ο Κουνάδης δημοσιεύεσαι το άρθρο στο Δίφωνο το 1996. 

— Ποιο ήταν το μεγαλύτερο μυστήριο που δεν μπορείτε να λύσετε ακόμη μέχρι τώρα; TK: Πραγματικά δεν ξέρουμε πώς οι δυο κιθαρίστες δουλεύουν μαζί επειδή παίζουν τόσο καλά που είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις ποιος κάνει τι. 
GA: Και ακόμη έχουμε θεωρίες για το ποιος είναι ο δεύτερος κιθαρίστα. Παίζουν τουλάχιστον δυο κιθαρίστες στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ίσως και σε όλα τα 12 κομμάτια. Παραμένει όμως το μεγαλύτερο μυστήριο. Υπάρχει επίσης το θέμα για ποιο λόγο έκανε αυτές τις ηχογραφήσεις ο Μπέζος. Ξέρουμε ότι είχε επαφές με τον Τέτο Δημητριάδη μέσω του αδερφού του Φωκίωνα που ήταν επίσης σκιτσογράφος αλλά όχι το πώς και το γιατί έκανε τα πράγματα τόσο πειστικά. Ακουγόταν σαν αληθινός μάγκας, σαν ένας μεγαλύτερος άντρας που είναι πολύ σκληρός και ζει στον υπόκοσμο. Πώς μπόρεσε να κάνει την τέλεια εκδοχή αυτού του χαρακτήρα ενώ ήταν ένας 25χρονος από την Κόρινθο που ήταν μεσοαστός και από όσο ξέρουμε δεν κάπνιζε χασίσι ή δεν είχε πάει στην φυλακή και δεν είχε καμία σχέση με αυτόν τον τρόπο ζωής. Για μένα αυτό παραμένει ένα μυστήριο επειδή το έκανε τόσο αυθεντικά και τόσο μοναδικά ταυτόχρονα. 

— Γιατί πιστεύετε ότι αυτά τα κομμάτια δεν έγιναν ποτέ διάσημα; 
TK: Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ξέρω τα γεγονότα. Δεν ξέρω καν αν αυτοί οι δίσκοι πουλήθηκαν στην Ελλάδα. Ο Τέτος Δημητριάδης που γεννήθηκε το 1897 και μετακόμισε στην Αμερική το 1921, άρχισε να δουλεύει για την Viktor Records, κάνοντας παραγωγή σε ένα σωρό ethnic ηχογραφήσεις όχι μόνο από την Ελλάδα. Μπορούσε να τραγουδήσει τα πάντα από ποπ κομμάτια μέχρι βαριά μάγκικα με διαφορετική φωνή κάθε φορά, διαφορετική προσέγγιση και διαφορετικούς μουσικούς. Για κάποιο λόγο αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1930 και φαίνεται ότι έμεινε για δυο χρόνια και ασχολήθηκε με κάποιες ηχογραφήσεις συμπεριλαμβανομένης και αυτής. Είχε κάνει παραγωγή σε μερικά τραγούδια με κιθάρα στην Αμερική και μάλλον σκέφτηκε ότι ήταν καλή ιδέα να κάνει περισσότερα επειδή ένοιωσε ότι υπήρχε αγορά γι’ αυτά. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι αυτές οι κόπιες των άλμπουμ που έχουν οι Έλληνες συλλέκτες πραγματικά κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα ή αν έχουν έρθει από τις ΗΠΑ από ανθρώπους που ταξίδευαν. Αν είχαν κοπεί στην Ελλάδα τότε οι ετικέτες αυτών των άλμπουμ δεν θα είχαν πάνω ούτε μια λέξη αγγλικά. Αλλά όλοι οι τίτλοι που έχουμε δει είναι και στις δυο γλώσσες. 
GA: Και τα ελληνικά είναι περίεργα. Νομίζω ότι έχουν λάθος ορθογραφία. 
TK: Και δεν ξέρουμε ούτε πόσο έχουν πουλήσει στην Αμερική επειδή δεν έχουμε αριθμούς. Έχουμε ένα από τα δισκάκια με τα 2 κομμάτια που μας έδωσε μια καλή κόπια, ένας συλλέκτης που είναι πολύ γνώστης όλου του κόσμου των παλιών δίσκων. Αυτός μας είπε ότι είναι οι μοναδικές κόπιες που έχει δει από αυτό το άλμπουμ. Επομένως μπορεί να πούλησαν μόνο 10 ή 15 ή 200 κόπιες. Ξέρουμε όμως ότι στην Ελλάδα εκείνη την εποχή μερικοί δίσκοι υπήρχαν μόνο σε 200 κόπιες και αν άρεσαν στον κόσμο και τους έπαιζε πολύ στα γραμμόφωνα, τότε ή θα είχαν σπάσει ή θα τους είχαν πετάξει. Μερικές φορές όμως κατά τύχη κάποιοι δίσκοι επιβίωναν αλλά αυτού του είδους οι δίσκοι δεν σωζόντουσαν σε καλή κατάσταση επειδή ακριβώς τους χρησιμοποιούσαν πολύ. Οι δίσκοι του Μπέζου όμως εμφανίστηκαν σε καλή κατάσταση στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα το λογοκριμένο Στην Υπόγα/Ήσουνα Ξυπόλητη που είναι τα δύο κομμάτια που αναγνωρίζουν οι περισσότεροι Έλληνες επειδή είχαν γίνει γνωστά. Είχαν όμως γίνει γνωστά μετά τα ‘70s. Πριν από τότε δεν πιστεύω ότι κανένας, ούτε ακόμη και οι ειδικοί γνώριζαν για την ύπαρξη τους. Το γεγονός ότι έχουν γίνει γνωστά είναι επειδή έχουν κάτι. Πιάνουν τον κόσμο κάπως.

— Ποιο είναι το αγαπημένο σας κομμάτι; 
ΤΚ: Δύσκολη ερώτηση. Δεν έχουμε μιλήσει καθόλου για τα δύο instrumental κομμάτια το ‘Τρούμπα’και το ‘Ντερτιλίδικο’ που είναι μοναδικά επειδή δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο σαν και αυτά σε όλη την Ελληνική και ξένη μουσική. Είναι τελείως μοναδικά. Είναι ελληνικά και δεν είναι ελληνικά και μου αρέσουν και τα δυο αν και δεν μπορούσα να απαντήσω σε τέτοιες ερωτήσεις ποτέ. Υπάρχει και ένα ακόμη κομμάτι, το 13ο που ο Μπέζος παίζει με τον ίδιο τρόπο και τραγουδάει ένας άλλος τύπος ο Γιώργος Καρράς που είναι εκείνη την εποχή ένας γνωστός συνθέτης και κιθαρίστας. Σκεφτόμαστε να το συμπεριλάβουμε στην συλλογή αλλά λόγω χώρου και ποιότητας ήχου δεν το κάναμε συν το γεγονός ότι δεν είναι σόλο Μπέζος ακριβώς. Το κρατάμε για μια μελλοντική κυκλοφορία. Το κομμάτι λέγεται ‘Στρίβε Λόγια’ και πολύ μετά ο Βαμβακάρης ηχογράφησε ένα παρόμοιο κομμάτι προς το τέλος της καριέρας του που είχε τίτλο ‘Πάψε να μου κάνεις την πάπια’ και μου αρέσει πολύ. 

—Τελικά γιατί νομίζετε ότι είναι τόσο σημαντικός; 
TK: Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς θα αντιδρούσαν οι Έλληνες αν είχαν ακούσει αυτά τα κομμάτια εκείνη την εποχή στην Αθήνα. «Ποιος είναι αυτός το τρελός; Τι κάνει;» Δεν έχω ιδέα πώς θα αντιδρούσε ο καθένας σε αυτούς τους δίσκους τότε. Αυτό θα ήταν πολύ ενδιαφέρον. Τι σκεφτόταν ο κόσμος γι΄αυτούς τους δίσκους. Δυστυχώς δεν έχουμε τίποτα. Δεν έχουμε δημοσιογράφους να γράφουν γι΄αυτά. Να ρωτήσουν τον Μπέζο γιατί τους έκανε. Όταν ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτές τις ηχογραφήσεις κάνουν το λάθος να αναφέρονται σε ένα άρθρο που γράφτηκε νομίζω το ‘30 από μια γυναίκα [σ.σ. αναφέρεται στην Σοφία Σπανούδη ("Μουσική Ζωή", 1.10.1931)] στον ελληνικό τύπο που έκρινε τα ρεμπέτικα και μιλούσε με βιτριόλικούς όρους για ένα κομμάτι που λεγόταν ‘Παξιμαδοκλέφτρα’ που δεν ήταν όμως ένας τίτλος κομματιού του Μπέζου. Ο Μπέζος είχε γράψει το ‘Ήσουνα Ξυπόλητη". Η λέξη ‘παξιμαδοκλέφτρα’ δεν αναφέρθηκε σε κομμάτι του Μπέζου παρά μόνο όταν ο Γιάννης Λεμπέσης έβαλε έξτρα στίχους στο κομμάτι και αναγκαστικά απέκτησε καινούργιο τίτλο και τότε ο κόσμος σκεφτόταν ότι ήταν αυτό το απαίσιο κομμάτι στο οποίο αναφερόταν αυτή η γυναίκα και ήταν σε μια ταινία.

— Ποια ήταν η πιο περίεργη ιστορία που έχετε ακούσει γι’ αυτόν; 
ΤΚ: Όταν διάβασα την αυτοβιογραφία της Δανάης, αυτά που έγραψε την δεκαετία του ’50. Μιλάει πολύ θετικά γι’ αυτόν, ότι δούλευαν μαζί στο ίδιο μέρος, το ότι ήταν πολύ σέξι, το ότι την ενθάρρυνε στην μουσική της, το ότι την γνώρισε στον Αττίκ, κτλ. αλλά όταν μιλάει για τον πόλεμο και το γεγονός ότι αυτός πέθανε τότε, δεν αναφέρει ούτε μια λέξη. Αυτός είναι ο άνθρωπος που την βοήθησε να ξεκινήσει την καριέρα της και αυτή κλαίει επειδή έχασε 30 κιλά στην κατοχή λόγω πείνας. Κλαίει για το θάνατο του Χρήστου Χαιρόπουλου που ήταν συνθέτης δημοφιλών τραγουδιών εκείνη την εποχή και δεν γράφει ούτε μια λέξη για τον θάνατο αυτού του τύπου. Μου φαίνεται πολύ περίεργο. Εικάζω ότι μάλλον είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Δεν το καταλαβαίνω. Είναι πολύ απογοητευτικό όσον αφορά τον χαρακτήρα της που δεν τον αναφέρει επειδή σίγουρα το είχε μάθει επειδή δεν πέθανε αόρατος. Μετά το θάνατο του υπήρχε μια έκθεση της δουλειάς του εις μνήμην του επειδή άνηκε στην Ένωση Σκιτσογράφων. Επίσης περίεργο είναι που ξέρουμε τόσο λίγα επειδή ήταν γνωστός. Το χαβανέζικο γκρουπ ήταν αρκετά δημοφιλές. 

— Πιστεύετε ότι άσκησε κάποια επιρροή; 
ΤΚ: Αμφιβάλλω. Η θεωρία μου είναι ότι ο Μπέζος εσκεμμένα παρέμεινε σιωπηλός σχετικά με τους συγκεκριμένους δίσκους επειδή δεν ήθελε να σχετιστεί με κάτι που θα κηλίδωνε την μεσοαστική φήμη του αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν μουσική που ήταν ηχογραφημένη από ανθρώπους που κανονικά δεν έγραφαν τέτοια.



Σχόλια