«Αδέρφια, εδώ χτυπάτε!»

Από το efsyn.gr / Ιερώνυμος Λύκαρης
Σάββατο 17 Νοεμβρίου 1973, πλατεία Συντάγματος ● Η απίστευτη ηρωική πράξη ενός νεαρού που αψήφησε τις ερπύστριες των τεθωρακισμένων ● Δύο χρόνια μετά, στη Δίκη του Πολυτεχνείου, θα μάθουμε ότι τη στιγμή που το όχημα μεταφοράς προσωπικού περνούσε πάνω από τον νεαρό άντρα, τέσσερις τουλάχιστον αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος τραυματίστηκαν από πυρά των πληρωμάτων.

Οι ξεχασμένες, δυστυχώς, καταθέσεις των συγγενών των νεκρών, των τραυματιών και των αυτοπτών μαρτύρων της δολοφονικής δράσης του στρατού και της αστυνομίας στη δίκη του Πολυτεχνείου δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας. Ούτε στους παλαιότερους ούτε στους νεότερους απολογητές όλων των εκδοχών της χούντας και της Ακροδεξιάς, που ουδέποτε θα καταθέσουν τα βρόμικα όπλα της συστηματικής δυσφήμησης και απαξίωσης της εξέγερσης.

Αφορμή για να θυμηθώ το γεγονός υπήρξαν η εμφάνιση του αδιαμφισβήτητου «πατριάρχη» του νεότερου ελληνικού φασισμού και νεοναζισμού, ως γκεστ σταρ στο φινάλε της δίκης της Χρυσής Αυγής, και δύο λεζάντες που χάλκευσε το φαιομέλανο μυαλό του, ως σχόλια σε δύο άσχετες με το Πολυτεχνείο φωτογραφίες, τις οποίες περιέλαβε στα «απομνημονεύματά» του.

Είναι ακόμα γόνιμη η κοιλιά απ’ όπου βγήκε το Κακό… 
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Συνέβη στην πλατεία Συντάγματος το Σάββατο της 17ης Νοέμβρη του 1973, μεταξύ 11.30 και 12.00 το μεσημέρι, όταν τα τανκς, τα τεθωρακισμένα άρματα των πεζοναυτών και οι ξεσαλωμένες ομάδες αστυνομικών δολοφονούσαν και τραυμάτιζαν άοπλους πολίτες σε όλη την Αθήνα.

Τη μοναδική σκηνή αυθόρμητου ηρωισμού που θα περιγράψω κατέγραψε ο οπερατέρ του VISNEWS Γιάννης Καλοβυρνάς. Μπορείτε να τη δείτε στο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Παπαναγιώτου «Ημέρες Πολυτεχνείου με τον φακό των Ελλήνων και ξένων οπερατέρ».
Αρχικά, τραβάει κρυφά από την ταράτσα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» πλάνα των αρμάτων μάχης και των τεθωρακισμένων οχημάτων που κινούνται μπροστά από τη Βουλή. Στη συνέχεια, πηγαίνει στο κάτω μέρος της πλατείας.

Στο σημείο 00:28:24 βλέπουμε δύο τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, σταματημένα λίγο πριν από τη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Φιλελλήνων. Μοιάζουν να είναι αμερικανικά M113, από αυτά που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Είναι πλήρως επανδρωμένα, με τις δεσμίδες περασμένες στο βαρύ πολυβόλο τους.

Ακούγονται πυροβολισμοί. Ο οδηγός του πρώτου οχήματος παίρνει εντολή και ξεκινάει φουλαριστός. Με τις ερπύστριές του να στριγγλίζουν, το τεθωρακισμένο σπινάρει και πάει να χάσει τον έλεγχο. Κάνει ένα ζιγκ ζαγκ, στρίβει λίγο δεξιά, προς την κατεύθυνση του κόσμου που βρίσκεται στο πεζοδρόμιο, επανέρχεται σε σχεδόν ευθεία τροχιά και, ξαφνικά, βλέπουμε στο πλάνο (00:28:31) έναν άντρα ξαπλωμένο στην άσφαλτο. Χωρίς να κόψει ταχύτητα, το τεθωρακισμένο περνάει από πάνω του. Την ίδια στιγμή, από το πλήθος που παρακολουθεί άναυδο τη σκηνή από τα πεζοδρόμια ακούγεται μια βοή τρόμου, μια παρατεταμένη ουρανομήκης οιμωγή που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια. Στο κάτι λιγότερο από δευτερόλεπτο που ο νεαρός άντρας βρίσκεται κάτω από το τεθωρακισμένο, όλοι πιστεύουν ότι τον έχουν λιώσει οι ερπύστριες. Στην οροφή του τεθωρακισμένου οι στρατιώτες σαλεύουν και κοιτάζουν προς τα πίσω, προσπαθώντας να δουν αν τον πάτησαν. Το άρμα απομακρύνεται. Ο νεαρός άντρας, ζωντανός, αφού κατάφερε να σταθεί στο κενό ανάμεσα από τις ερπύστριες, σηκώνεται και κάνει τρία βήματα, με το δεξί του χέρι υψωμένο σε χαιρετισμό. Κρατάει κάτι που μοιάζει με εφημερίδα. Στο σημείο 00:28:55 το πλάνο κόβεται και η αφήγηση περνάει στον επόμενο ανταποκριτή, τον Αλμπερτ Κουράντ, που απαθανάτισε την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο.
Δύο χρόνια μετά, στη Δίκη του Πολυτεχνείου, θα μάθουμε ότι τη στιγμή που το όχημα μεταφοράς προσωπικού περνούσε πάνω από τον νεαρό άντρα, τέσσερις τουλάχιστον αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος τραυματίστηκαν από πυρά των πληρωμάτων των τεθωρακισμένων.

Αφηγούμαστε με βάση τα δικά τους λόγια, που φέρουν την υπογραφή του αίματός τους.
Η Βασιλική Συντζουλάκη, 31 ετών τότε, ράφτρα, γεννημένη στα Χανιά, είχε επισκεφθεί κατά τις 11.20 ένα γραφείο στην οδό Μητροπόλεως 3, στον δεύτερο όροφο, για να τακτοποιήσει μια δουλειά του εργοδότη της. Ακούσανε πυροβολισμούς. Βγήκαν στα παράθυρα για να δουν τι συμβαίνει. Περνούσαν τεθωρακισμένα. Βλέπει έναν νέο ξαπλωμένο στην άσφαλτο. Της δημιουργείται η εντύπωση ότι τον είχαν πυροβολήσει. Ξαφνικά ένα από τα τεθωρακισμένα ξεκινά και περνά από πάνω του. Από τη συγκίνηση που ένιωσε αισθάνθηκε ζαλάδα και, όπως σήκωσε το αριστερό της χέρι για να πιάσει το κεφάλι της, ένιωσε έναν πόνο. Το δεύτερο τεθωρακισμένο είχε στρέψει το βαρύ πολυβόλο του και έριξε προς το μέρος της. Μια σαρανταπεντάρα σφαίρα τη χτύπησε στον καρπό. Το βλήμα πέρασε ξυστά πάνω από τον ώμο μιας κοπέλας χωρίς να της προξενήσει το παραμικρό, χτύπησε εκείνη στο χέρι, βγήκε από το χέρι της, τρύπησε έναν τοίχο, πέρασε στο γραφείο του προϊσταμένου και κατέληξε μπροστά στα πόδια του.

Οσοι ήταν στα παράθυρα ζητωκραύγασαν τον νέο. Εκτός από τη σφαίρα που την τραυμάτισε, πέντε ακόμα σφαίρες άφησαν τα ίχνη τους στον τοίχο του γραφείου κοντά στο παράθυρο.

Το διαμπερές τραύμα της δεν επιδέθηκε καλά και της άφησε μια ελαφρά αναπηρία στο χέρι. Χρειάστηκε δε να θεραπευτεί και από τον νευρικό κλονισμό που υπέστη.
Η Ευαγγελία Καλλιγά, 23 ετών τότε, οικιακά, γεννημένη στη Νέα Αρτάκη Χαλκίδας, είχε κατέβει στο Σύνταγμα για να ψωνίσει με το ενός έτους μωρό της. Ανακατεύτηκε με το πλήθος και στάθηκε έξω από το ζαχαροπλαστείο «Ελυζέ». Ηταν πολλοί εκεί μαζεμένοι. Από τη Σταδίου είδε να έρχονται τρία τεθωρακισμένα. Οταν σταμάτησαν, ένας νεαρός γύρω στα 25 έφυγε από την ομάδα και πλησίασε το τανκ. Γονάτισε μπροστά από το πρώτο τεθωρακισμένο του σχηματισμού σε απόσταση ενός μέτρου, άνοιξε το πουκάμισό του, ύψωσε τα χέρια του, τέντωσε το στήθος του και φώναξε: «Αδέρφια, εδώ χτυπάτε!»

Τους κόπηκε «η ανάσα με τη λεβεντιά του νέου». Το τεθωρακισμένο μούγκρισε και, όταν το είδαν να ξεκινάει, πάγωσαν όλοι. Ο νεαρός, αντί να σηκωθεί να φύγει, ξάπλωσε με την πλάτη στην άσφαλτο, άνοιξε τα χέρια του και χάθηκε κάτω από την κοιλιά του τεθωρακισμένου. Συγχρόνως, ξεκίνησαν και τα άλλα τεθωρακισμένα πυροβολώντας. Πανικόβλητη, έκανε μερικά βήματα μπροστά εντελώς ασυναίσθητα και πρόλαβε να δει κάποιον από το δεύτερο τεθωρακισμένο να τη σκοπεύει και να την πυροβολεί. Η σφαίρα τη βρήκε στον μηρό. Επεσε κάτω μαζί με το μωρό της. Κάποιος τους τράβηξε στη στοά και έτσι σώθηκαν. Χρειάστηκε να χειρουργηθεί δύο φορές.
Ο Γιώργος Σκοπελίτης, 23 ετών τότε, ιδιωτικός υπάλληλος, γεννημένος στον Πειραιά, βρισκόταν κοντά στην αφετηρία των πράσινων λεωφορείων για Πειραιά, μαζί με δύο αλλοδαπούς που μάλλον περίμεναν το λεωφορείο. Είδε και αυτός «ένα ψηλό παιδί που σταμάτησε με τα χέρια σε έκταση μπροστά στο τανκ και μετά γονάτισε, οπότε το άρμα πέρασε από πάνω του».

Εκείνη την ώρα υπήρχε αρκετός κόσμος στην πλευρά της οδού Οθωνος, που, όταν είδε να έρχονται τα άρματα, τα χειροκρότησε ειρωνικά. Οταν πλησίασαν, έσπευσε να απομακρυνθεί. Τότε, στη διασταύρωση των οδών Οθωνος και Φιλελλήνων, ένας επιλοχίας τον σημάδεψε με το περίστροφό του. Ετρεξε να κρυφτεί πίσω από μια κολόνα, αλλά η σφαίρα τον πρόλαβε. Από το ύψος του ώμου του διαπέρασε τον θώρακα και βγήκε από την πλάτη του.

Είδε κι αυτός τα τεθωρακισμένα να πυροβολούν αδιακρίτως το πλήθος. Πριν αρχίσουν, αντιλήφθηκε έναν αξιωματικό του στρατού, που ήρθε με τζιπ στο σημείο, έβγαλε το περίστροφό του και έκανε διάφορες χειρονομίες στο πλήθος. Τον είδε, επίσης, να δίνει διαταγές στους στρατιώτες.

Ο Κωνσταντίνος Λιάκος, 22 ετών, ελαιοχρωματιστής, γεννημένος στη Λαμία, το Σάββατο το πρωί πήγε στη δουλειά του, που ήταν στην Ομόνοια, κοντά στο θέατρο Κοτοπούλη. Τη βρήκε κλειστή και ξεκίνησε για να επιστρέψει σπίτι του. Κατευθύνθηκε προς τη Ζήνωνος για να βγει στο Μοναστηράκι να πάρει το λεωφορείο. Δεν είχε συγκοινωνία και ανέβηκε τη Μητροπόλεως. Οταν έφτασε στο Σύνταγμα (Μητροπόλεως και Φιλελλήνων), είδε το περιστατικό με το τεθωρακισμένο που πέρασε πάνω από τον νεαρό άντρα χωρίς να τον πατήσει. Εκείνη τη στιγμή χτυπήθηκε κι αυτός στο δεξί χέρι, ψηλά, κοντά στον ώμο. Δεν είδε ποιος τον πυροβόλησε, γι’ αυτό και δεν ήταν απόλυτα σίγουρος αν η βολή ήταν από άρμα ή από αστυνομικό.
Το γεγονός, όμως, κατέγραψε σε φιλμ οχτώ λεπτών και ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο δικηγόρος Νικηφόρος Βούρος, ο οποίος κατέθεσε στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας. Από το μεσημέρι της Παρασκευής βρέθηκε στο Πολυτεχνείο για να συμπαρασταθεί στους φοιτητές, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο δεκαεφτάχρονος γιος του. Με μια μηχανή λήψεως τράβηξε πλάνα διαρκείας οχτώ λεπτών, με τα οποία απαθανάτισε κύρια γεγονότα της Παρασκευής μέσα στο Πολυτεχνείο και γύρω από αυτό. Το Σάββατο το πρωί τράβηξε πλάνα από τη «θριαμβευτική» πορεία των τανκς, με τα επηρμένα πληρώματά τους να ρίχνουν ‒υπό την καθοδήγηση των αξιωματικών τους που στέκονταν «υπερήφανα πάνω τους»‒ βροχή από σφαίρες ενάντια σε άοπλους που διαδήλωναν ή, απλώς, πήγαιναν ανύποπτοι στη δουλειά τους. Με την ασύδοτη δολοφονική δράση τους οι «κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας [είχαν μετατραπεί] σε αιματηρό πεδίο μάχης».

Μία από τις σκηνές που απαθανάτισε ήταν και η αναμέτρηση του νεαρού άντρα με το τεθωρακισμένο.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου τη μοναδική σκηνή που είδα στο Σύνταγμα, όταν [έξω από το “Ελυζέ”] ένας νέος στάθηκε μπροστά σε μια φάλαγγα αρμάτων και πρόταξε το στήθος του, και το άρμα, αφού πρώτα πυροβόλησε στον αέρα, κινήθηκε εναντίον του νεαρού ήρωα που, τελικά, σώθηκε μόνο χάρη στην ετοιμότητά του».

Ποιος ήταν, όμως, ο νεαρός άντρας που αψήφησε τις ερπύστριες; Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των ημερών της Δίκης του Πολυτεχνείου, ονομάζεται Ιωάννης Κυπραίος και διατηρούσε τότε κατάστημα ένδυσης στην οδό Λέκκα.

Επειτα από όλα αυτά, διαβάστε, παρακαλώ, και τις δύο λεζάντες του «Πατριάρχη», οι οποίες «ερμηνεύουν» φωτογραφίες που είναι εύκολο να τις φανταστεί κανείς.

Η πρώτη: «Τα παιδιά της Παλαιστίνης πετροβολούν τα εβραϊκά άρματα. Τα παιδιά του Πολυτεχνείου το έβαλαν στα πόδια προ ενός άρματος που δεν σκόπευε να τα χτυπήσει».

Η δεύτερη: «Οι ήρωες του Πολυτεχνείου δεν εστάθησαν αποφασισμένοι μπροστά στο άρμα, όπως ίσταται ο αληθής ήρως νεαρός Τσεχοσλοβάκος μπροστά στο ρωσικό άρμα».

Προφανής η πολλαπλή παραχάραξη της αλήθειας. Ενδεικτική, ωστόσο, του βίου και της πολιτείας του «Πατριάρχη». Αλλωστε, στα εκάστοτε κόμματα και στις οργανώσεις του, τόσο επί χούντας όσο και στη μεταπολίτευση, διδάχτηκε τα πρώτα ιδεολογικά και πολιτικά γράμματα όλος ο επώνυμος νεοφασιστικός και νεοναζιστικός συρφετός: δολοφόνοι, βασανιστές, βομβιστές και μαχαιροβγάλτες, που πάντα στο έρεβος «ακονίζουν τις ξιφολόγχες τους στα πεζοδρόμια», για να τις καρφώσουν ύπουλα και εκ του ασφαλούς στα ανυπεράσπιστα θύματά τους. Ολοι όσοι, δηλαδή, στην πορεία αυτονομήθηκαν και έστησαν τις δικές τους γνωστές και άγνωστες μαύρες εγκληματικές συμμορίες. Ανάμεσά τους και ένα δεκαεξάχρονο, τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μέλος του Κόμματος της 4ης Αυγούστου, ο μετέπειτα φιρερίσκος και διευθύνων σύμβουλος της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής.

Ολοι τους, παλαιότεροι και νεότεροι, θρασύδειλοι αγύρτες, αχρείοι πατριδοκάπηλοι, αργυρώνητοι εθνοπροφήτες, με τσίγκινη περικεφαλαία και λοφίο.

Πηγές
● Δημήτρης Παπαναγιώτου, Ημέρες Πολυτεχνείου με τον φακό των Ελλήνων και ξένων οπερατέρ, ντοκιμαντέρ. Πρώτη προβολή 1978, με αφορμή την πέμπτη επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Προβλήθηκε ξανά στην ΕΡΤ2 στις 21/4/2020.
● Οι δίκες της χούντας, Πλήρη πρακτικά, Δίκη Πολυτεχνείου, Διεύθυνση εκδόσεως: Περικλής Ροδάκης, Εκδόσεις Δημοκρατικοί Καιροί, Αθήνα, 1976, σσ. 692 και 1.776-1.777 (Βασιλική Συντζουλάκη), 722 και 1.785 (Ευαγγελία Καλλιγά), 764 και 1.799 (Γιώργος Σκοπελίτης), 817 και 1.822 (Κωνσταντίνος Λιάκος), 810-811 και 1.818 (Νικηφόρος Βούρος).
● Σπύρος Καρατζαφέρης, Η σφαγή του Πολυτεχνείου – Η Δίκη, Εκδόσεις Αλκαίος, Αθήνα, 1976, τόμος Β', σσ. 50 (Βασιλική Συντζουλάκη), 59-60 (Ευαγγελία Καλλιγά), 87 (Γιώργος Σκοπελίτης), 116 (Κωνσταντίνος Λιάκος), 111 (Νικηφόρος Βούρος) και 51 (Χρήστος Χρήστου).
● Εφημερίδα «Τα Νέα», 3, 4, 6 και 8/11/1973, από τα ρεπορτάζ των: Λίνας Αλεξίου, Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου, Νανάς Νταουντάκη, Γιώργου Κόμη και Γιάννη Δημαρά.
● Εφημερίδα «Το βήμα», 2, 4, 6 και 8/11/1973, από τα ρεπορτάζ των: Κ. Γιαννόπουλου, Δ. Καΐση, Μιμής Τουφεξή και Νίκου Κακαουνάκη.
● Κ. Πλεύρης, Γεγονότα 1965-1977, τα άγνωστα παρασκήνια, Εκδόσεις Ηλεκτρον, Αθήνα 2009, σσ. 381 και 387.

Σχόλια