Κωδικός Νο 7

Από το efsyn.gr /
Αρχοντία Κάτσουρα / ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ
Εφτασε λαχανιασμένη στο σπίτι. Πέταξε αμέσως τη μάσκα. Το δέρμα της κάτω από το χαρτί -από κάποιου είδους χαρτί πρέπει να ήταν φτιαγμένες οι μάσκες- είχε ιδρώσει. Εριξε νερό στο πρόσωπό της, ήπιε ένα ποτήρι νερό και έκανε ένα ελαφρύ ντους.

Ντύθηκε, έφτιαξε καφέ. Για να αντέξει ώς αργά. Προσπαθούσε να μην τεμπελιάζει, να είναι διαρκώς ενεργή, κάτι να έχει να κάνει -όχι ότι της έλειπαν οι ασχολίες. Ακόμη και όσα πριν δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικά μέσα στο σπίτι ξαφνικά απέκτησαν άλλο ενδιαφέρον. Ετσι, έφτανε το βράδυ, εκεί κοντά στα μεσάνυχτα, να πέφτει στον καναπέ για να παρακολουθήσει το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

Με τον καφέ στο χέρι πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο και παρατηρούσε το «έργο» της. Στρωμένες μοκέτες και χαλιά, καθαρά ασπρόρουχα. Το γραφείο με τη νέα του διαρρύθμιση έμοιαζε τακτοποιημένο και έτοιμο να παράξει έργο -τι κι αν εκείνη δεν είχε διάθεση καμία. Οργανωμένες ντουλάπες, παλιά αντικείμενα στην αποθήκη, τσάντες με ρούχα για να χαρίσει, παλιές συσκευές για ανακύκλωση και μια χάρτινη σακούλα με κρεμάστρες που δεν ήξερε τι να τις κάνει.

«Γιατί παιδεύεσαι;» τη ρωτούσαν. «Το σπίτι είναι μια χαρά».

Οταν τους εξηγούσε, πίσω από τις σιωπές στην άλλη άκρη της γραμμής, υποψιαζόταν ότι κουνούσαν το κεφάλι τους. Αλλοι επιτιμητικά, άλλοι με αδιαφορία και κάποιοι λίγοι, ελάχιστοι, με κατανόηση. «Δεν πας καλά», της είπε ένα φίλος. «Στη θέση σου θα κοιμόμουν περισσότερο».

Μόνο μια φίλη της είπε: «Ξέρω, το ίδιο κάνω κι εγώ. Προτιμώ να δουλεύουν τα χέρια μου παρά να ταξιδεύει το μυαλό μου. Κάν’ το, όσο αντέχεις».

Πόσο άντεχε; Δεν ήξερε. Προσπαθούσε να πάρει ικανοποίηση από το αποτέλεσμα του κόπου της, που την έστελνε για ύπνο στο όριο της εξάντλησης. Κρυφά στον εαυτό της παραδεχόταν ότι κούραζε το σώμα της για να μη νιώθει ότι η ζωή κυλάει κάπου εκεί έξω -πού; δεν ήξερε ακριβώς- κι εκείνη την έχανε κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους.

Εκείνο το βράδυ, μετά την έξοδο με κωδικό 6 -η αριθμημένη αυτή καθημερινότητα την τρόμαζε όλο και περισσότερο-, η κούραση την είχε καταβάλει. Φόρεσε μια χοντρή ζακέτα, πήρε τον καφέ της και βγήκε στο μπαλκόνι. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και κοίταζε τον ουρανό. Είχε συννεφιάσει και είχε εκείνο το χρώμα που παίρνουν τα σύννεφα πριν από τη βροχή. Δεν θα έβρεχε, το ήξερε. Ετσι ήταν κάθε βράδυ, αλλά τελικά τίποτα δεν γινόταν.

Εβλεπε τον χειμώνα να έρχεται. Ηθελε πολύ να βρέξει. Και να βγει στη βροχή να περπατήσει. Εστω με κωδικό 6. Να πάρει τη μεγάλη ομπρέλα της ή και χωρίς αυτήν. Και αν βρεχόταν τι θα πείραζε; Ή να μπορούσε να κάνει μια εκδρομή. Πόσο λαχταρούσε μια εκδρομή…

Ο καφές τελείωσε και άρχισε να αισθάνεται ρίγη στην πλάτη. Γνώριμο συναίσθημα: το καμπανάκι ότι το είχε παρακάνει. Σήμερα; Χθες; Προχθές; Ολες αυτές τις μέρες; Μάζεψε την πολυθρόνα, την έβαλε κάτω από την τέντα. «Πόσο ακόμα θα μπορώ να κάθομαι έξω;» αναρωτήθηκε.

Μπήκε στο σπίτι. Σχεδόν έσερνε τα βήματά της. Ηθελε να κάνει μερικά ακόμη πράγματα, αλλά το σώμα της της έλεγε όχι. Τα ρίγη είχαν πολλαπλασιαστεί, είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Κάθισε στον καναπέ, έβαλε τα πόδια πάνω, έκλεισε τα μάτια της.

Στην τηλεόραση είχε ειδήσεις. Είχε προστεθεί νέος κωδικός στους υπάρχοντες: 7. «Οποιος θέλει να ονειρευτεί», ανακοίνωσαν οι αρμόδιοι, «οτιδήποτε, πρέπει να γράφει στο μήνυμα: 7 κενό Ονοματεπώνυμο κενό Διεύθυνση Κατοικίας και να το στέλνει στο 13033».

Τρόμος την έπιασε. «Ε, αυτό δεν θα περάσει! Κολλάνε και τα όνειρα κορονοϊό;» είπε οργισμένη κι έκανε να σηκωθεί. Πώς βρέθηκε στο πάτωμα, κουβάρι με τα μαξιλάρια του καναπέ, ούτε που το κατάλαβε. Ανοιξε τα μάτια της. Κοίταξε το ρολόι: 3 τα ξημερώματα. Ησυχία, η τηλεόραση κλειστή κι εκείνη πεσμένη φαρδιά πλατιά στο χαλί.

«Ονειρο ήταν», σκέφτηκε. Αλλά αυτό το όνειρο της έκλεψε τον ύπνο έως το πρωί και για μέρες μετά.
archkatsoura@yahoo.gr

Σχόλια