Ο Δίας καθόταν ανάποδα

Ο Δούκας στις Μέλισσες το είπε. Μην δημιουργείς προβλήματα εάν δεν ξέρεις πως να τα λύσεις.

Στην Σχολή των Χημικών Μηχανικών που φοίτησα, μας ενθάρρυναν το αντίθετο. Δημιούργησε προβλήματα για να βρεις την λύση. Αυτή ήταν και η προσέγγισή μου, όταν δευτεροετής στο Πολυτεχνείο , με τον φίλο μου Κωστή Χασιώτη και τον Γιώργο Σπανδο, αποφασίσαμε ανάβαση στο θρόνο του Δία, all the way, δηλαδή από το Λιτόχωρο.

Πρέπει να χωρίζεις το όλον σε μικρά κομμάτια, ή τουλάχιστον να αντιμετωπίζεις όταν σου έρχεται ένα ένα.  Κάπως σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς. Κάπου εκεί ανάμεσα πρέπει να μπαίνει και ένα μικρό κίνητρο, περίπου σαν την ζάχαρη που δίνουν στα άλογα μετά την επίτευξη κάποιου κοπιώδους έργου.

Μετά από τόσα χρόνια (34, από τίς 27/10/1986), μερικές λεπτομέρειες μου διαφεύγουν.

Η προετοιμασία μου ήταν ακριβώς όπως και για τις εξετάσεις της Σχολής. Αδιάβαστος κατά 50% και βασιζόμενος στους άλλους για πιθανή βοήθεια η ακόμη και αντιγραφή, και επίκληση της θεάς τύχης, αφού κεριά και προσευχές το λιγότερο θα εξέθεταν τον πρότερο ανέντιμο βίο μου.

Θυμάμαι κάποια παρέκκλιση στην διαδρομή η οποία μας έβγαλε σε μία κορυφή μετά από επίπονη ανάβαση (μου φαίνεται πως ανεβήκαμε στην Γκόλνα, αντί να πάρουμε την διαδρομή από τον προσήλιο Ενιπέα ώστε να φτάσουμε στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, και σε λίγο στα Πριόνια.

Στην διαδρομή , εφοδιασμένοι με σταφίδες , σοκολάτες κουβερτούρα και κάποια σάντουιτς. Τα παπούτσια αγορασμένα από τον Πετρίδη, περισσότερο κυνηγητικά παρά ορειβατικά, τα είχα στολίσει με κόκκινα κορδόνια, το δε παντελόνι, με ρεβέρ ώς το γόνατο, για να μοιάζει των αντίστοιχων ορειβατικών. Και βέβαια ούτε λόγος για κράνη και αντίστοιχο ορειβατικό εξοπλισμό, είχαμε μόνο ένα σχοινί πάχους 3,5 χιλ, μήκους περίπου 5 μέτρων, μάλλον μπουγαδόσκοινο έμοιαζε.

Περίπου ένα 4ωρο μας έφερε στα Πριόνια και από εκεί σε ένα 3ωρο στο καταφύγιο του Ζολώτα. Περίπατος περισσότερο και χάζι κουβαλώντας μιας βαριά ρωσική φωτογραφική μηχανή ZENIT.


Στον Ζολώτα το αδιαχώρητο. Φαγητό φασολάδα, το βράδυ βάλανε τα ξύλινα τραπέζια κολλητά και κάνανε αυτοσχέδια κρεβάτια και η πόρτα όλο άνοιγε με συναυλίες να ακούγονται απ΄ έξω.

Την επόμενη μέρα, η υπόλοιπη ανάβαση. Σακίδια μικρά με σάντουιτς,, ξεραίλα και ρόμπολα και σιγά σιγά να κοντεύει ο θρόνος του Δία. Φτάνοντας στην διασταύρωση για ζωνάρια / Σκολιό, είχα κάνει ένα σημάδι (/) στην ξύλινη επιγραφή. Είχα πει αν ξαναπερνούσα κάποτε από εκεί να το συμπλήρωνα με ένα (\) ώστε να σχηματιστεί ένα (Χ). 31 χρόνια μετά, όταν πέρασα κατά την διάρκεια του Ορειβατικού Μαραθωνίου, η πινακίδα από ξύλινη είχε αντικατασταθεί με μεταλλική.

Φτάνουμε στο Σκολιό και δια μαγείας καταλαβαίνω , μάλλον αντιλαμβάνομαι το χωροταξικό του θρόνου του Δία. Ο Δίας καθόταν και κοιτούσε προς τα ΠΙΣΩ, προς τα Δυτικά. Λίγο με σόκαρε το γεγονός , πάντα πίστευα ότι πρέπει να κοιτάμε προς την Θάλασσα. Παίρνουμε τον δρόμο προς την κακόσκαλα.  Διστακτικά και με το δέος να μετατρέπεται σε φόβο.

Όμως νάτο !!! Το κίνητρο. Αυτό το κάτι που σου δίνει ώθηση για να κάνεις το έξτρα βήμα. Μία παρέα κοριτσιών από το Δελασάλ νομίζω, που ανέβαινε και αυτή προς τον Μύτικα. Εδώ ανασφάλειες δισταγμοί και φόβοι, είναι όλα σάχλες. Η καγκουροσύνη στο έπακρο, και ανέβασμα με τα τέσσερα με ελεγχόμενα γλιστρήματα που σκοπό είχαν να προκαλέσουν συμπάθεια-θαυμασμό και προσέγγιση from the chicks.

Στο τελικό βάραθρο, εκείνο που βρίσκεται λίγο πριν να φτάσεις στο υψομετρικό, που κάνεις ένα πήδο μισού μέτρου και είσαι σαν να πετάς στην κυριολεξία , που δεξιά και αριστερά απλώνονται τα πάντα και το τίποτα, που βρίσκεσαι λίγο πιο ψηλά από το πέταγμα του αετού, εκεί που λές να κάνεις το άλλο, το δύσκολο το βήμα και να δεις εάν θα πετάξεις, αλλά δεν θα το μάθεις ποτέ, εκείνο το βήμα καμμιά φορά είναι πτυχίο και δίπλωμα μαζί, εκεί κάνεις σπονδή στους θεούς το χτυποκάρδι σου, τους φόβους σου και ο Δίας σου τους κάνει όνειρα.

Ο αέρας σφυροκοπάει, στεγνώνει τον ιδρώτα σου στα χείλη και αναρωτιέσαι πως έφτασε η θάλασσα εδώ ψηλά. Στο βιβλίο εντυπώσεων δεν γράφω τίποτε. Μόνο ένα βράχο, τέλος πάντων μία κάπως μεγάλη πέτρα πήρα και της άλλαξα θέση. Θα ενοχλούσε άραγε τον Δία; Αλλά γιατί μόνο τον Δία; Οι άλλοι θεοί που ζούσαν;

Μόνο Νεράιδες έχει εδώ είπα φωναχτά κοιτώντας προς την ομάδα του Δελασαλ. Σίγουρα κάποια μάτια άστραψαν, ο αέρας όμως δεν μου έκανε την χάρη να το δώ αφού πήγαινε τα μαλλιά τους πέρα δώθε.


Ήταν 27 Οκτωβρίου και πολυκοσμία, και έπρεπε να φύγουμε για να έρθουν οι επόμενοι. Ο γυρισμός με την τεχνική κώλο-κώλο Και εάν απορήσετε και αναρωτηθείτε γιατί δεν προηγούμαστε των κοριτσιών όπως λέει το σαβουάρ βιβρ ότι πρέπει να γίνεται σε μονοπάτια κατηφορικά, μάθετε ότι απλώς τα προστατεύαμε από τις πιθανές πτώσεις πετρών !!!


Η κατάβαση αργή με την ζέστη της δύσης, κάθε βήμα προς τα κάτω και μία ανακούφιση. Γιατί όμως να καρφωνόμαστε στο έδαφος; Ήταν ο καιρός που από την εποχή που φορούσαμε «καμπάνες» παντελόνια και φαινόμασταν έτοιμοι να εκτοξευθούμε προς τα πάνω, γυρίσαμε στα μυτερά παντελόνια που μας κάρφωναν στο χώμα. Από την εποχή που στις disco κοιτούσαμε την ντάμα μας στα μάτια, ή έστω λίγο παρακάτω… στην εποχή που κοιτούσαμε τα βήματά μας μην τυχόν και πατήσουμε το κορίτσι μας, λές και φοβόμασταν την τυχαία επαφή.

Άγνοια κινδύνου το όλο επιχείρημα, ναι !!! Αν περιμένεις τις κατάλληλες συνθήκες να κάνεις κάτι, δεν πρόκειται να το κάνεις ποτέ.
Καλή σας Μέρα.



Σχόλια