Ποιος τον χέζει τον Αισχύλο;

                           
Από το efsyn.gr / Νόρα Ράλλη / 01-02.08.20
Ξέρεις τι θα ’θελα; Να ’ναι καλοκαίρι (που είναι) και να ’μαι και πάλι δέκα χρονώ (λέμε τώρα), στο χωριό, όταν τρυγούσανε τ’ αμπέλια και ’γώ βοηθούσα με το ν’ απλώνω τη σταφίδα στ’ αλώνια κι ανταγωνιζόμασταν με τη Λενούλα για το ποια θα τελειώσει πρώτη τη σειρά στο άπλωμα. Κι όταν κουραζόμουν, καθόμουν θυμάμαι κάτω από μια τεράστια συκιά και γέμιζαν τα ρούχα μου μυρμήγκια. Και καθόλου δε μ’ ένοιαζε. Ισα ίσα, έπιανα κάποια απ’ αυτά, τα μεγαλύτερα, και τα ’βαζα να με τσιμπάνε με τις δαγκανούλες τους στο εσωτερικό των χεριών (που είναι κάπως πιο σκληρό και δεν πονάει). Δεν τους έκανα κακό, ένιωθα ωστόσο, για λίγο έστω, πως τα ’χα κι εγώ στη δούλεψή μου – το ’παιζα εξουσία! Κι έτσι πέρναγε η ώρα, πέρναγα κι εγώ μαζί και κάπως έγινε και ξεμάκρυνα κι απ’ τη συκιά κι απ’ τ’ αλώνια και με πήρε η ώρα και με σήκωσε.

Η γιαγιά είχε κατορθώσει να κουμαντάρει μοναχιά της και σπίτι και ζώα και παιδί κι αδερφές και χωράφια. Μικρή παντρεύτηκε, μικρή χήρεψε. Ο παππούς, γιο δεν γνώρισε – μήτε τη γυναίκα του καλά καλά. Σκοτώθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, νεαρό παλικαράκι κι εκείνος τότε. Μια υπερελάχιστη σύνταξη πήρε η γιαγιά σαν βγήκε ο Ανδρέας κι αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, αλλά «είχε ποδάρια που την πάεναν και μυαλό που δούλευε», όπως έλεγε συχνά, και αυτά της έφταναν να ζήσει «σαν αρχόντισσα».

Από τότε είχα αποκτήσει μια ιδιάζουσα αντίληψη για το τι σημαίνει αρχόντοι. Σαν ποδάρια και μυαλό δουλεύουν, είσαι άρχοντας – αυτό νόμιζα. Σαν ήρθε η ώρα που προλέγαμε, και με σήκωσε, κατάλαβα πως τα πράγματα είναι μάλλον κάπως διαφορετικά.

Μ’ αυτό το «διαφορετικά» παλεύω μέσα κι όξω μου όλα αυτά τα χρόνια κι άκρη δε βρίσκω. Το αυτό έκανα και τώρα, σαν είδα τις εικόνες από τη «Γιορτή της Δημοκρατίας» τις προάλλες στο Προεδρικό Μέγαρο και στα καπάκια τον Μητσοτάρχα (για πόσο καιρό θα τον βλέπω ακόμα άραγε;) να μου καλοτρώει το μεσημέρι με τους αστέρες του Χόλιγουντ στην Αντίπαρο και το βράδυ, αφού πήρε το στρατιωτικό του ελικόπτερο (μόνο «του» δεν είναι, αλλά είπαμε: αλλιώς είναι οι αρχόντοι πλέον), να μου «τραπεζώνεται» στην Επίδαυρο, συν γυναιξί (εννοείται), για να δει αρχαίο θέατρο. «Πέρσαι».

Από τη μια παντελώς άσχετοι με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, από την άλλη παντελώς αντίθετοι με τη Δημοκρατία, από την ίδια άλλη μία Πρόεδρος μιας Δημοκρατίας μα ποιας Δημοκρατίας, και από την εντελώς άλλη ο Αισχύλος, που τραγικά ένοχο και υβριστή εξουσιάρχη θεωρούσε τον Ξέρξη, καθώς αλόγιστα θυσίασε χρήμα κι ανθρώπους στον βωμό της προσωπικής του ματαιοδοξίας και να τον τιμωρήσει κάποιος έπρεπε, μπας και κλείσει ο κύκλος των ολέθριων συνεπειών του κακού που προξένησε έτσι, για το έτσι του. Βλέπεις ο Αισχύλος παλιός ήταν και ως τέτοιος δεν ήθελε οι άνθρωποι να διαταράσσουν φυσική και ηθική τάξη έτσι, για το έτσι τους.

Ενώ οι καινούργιοι! Ο,τι για τον Αισχύλο, τα ακριβώς αντίθετα. Η Επίδαυρος τους μάρανε. Τι χειροκροτάγανε κατάλαβαν άραγες; Μωρέ, για να χειροκροτήσουν τους ίδιους πήγανε. Οπως και στο Προεδρικό Μέγαρο – εκεί πήγαν για ν’ αυτοχειροκροτηθούν. Δεν το λες και λίγο, το 95% που δεν αντιστάθηκε στη χούντα να ψηφίζει, όπως και τότε έτσι και τώρα, ώστε οι απόγονοι των τότε να κυβερνούν ώς τα τώρα, τ’ αρχονταρίκι τους.

Ξέρεις τι δε θα ’θελα; Να ’ναι καλοκαίρι (που είναι) και να νοσταλγώ να είμαι δέκα χρονώ (λέμε τώρα). Σιχαίνομαι και νοσταλγίες και νοσταλγούς και αποκαταστάσεις και τα Μέγαρα και τις Προεδρίες τους και τις Προέδρους τους και τους λόγους τους και τα βρωμόλογά τους (γιατί ένα βρωμόλογο είν’ ολάκεροι) και τις γυναιξί και τα τέκνα τους μαζί. Μα κυρίως, σιχαίνομαι τ’ αρχονταρίκι τους. Που μισό αιώνα μετά (μισό αιώνα διάολε!) δε λέει ν’ αλλάξει.

Αλλά έτσι είναι. Αν έχεις τον «Τομ Χανκς», ποιος τον χέζει τον «Αισχύλο»;

Σχόλια