Μνήμες καλοκαιριού

Από το f/b Σιδερής Πρίντεζη 14.08.20 (τίτλος ανάρτησης keep life)
Δεν ξέρω πως, το καλοκαίρι όμως ξυπνά τόσα μέσα μας..... Οφείλουμε να αναγνωρίζουμε την μαγική του αυτή ιδιότητα. Αυτό το καλοκαίρι, φέτος, έφερε μνήμες του Σιδερή Πρίντεζη. Μετά σε μας που τις διαβάσαμε, λιγότερο ή περισσότερο ξεθωριασμένες, μετά ίσως ήρθαν άλλες δικές, προσωπικές. Το keep life προτείνει ότι βγάζει, ότι εκπέμπει ενέργεια και ''κρατά'' στην ζωή.....
β.ψ.

Τα τραγούδια και οι δίσκοι μου προκαλούν συχνά αυτό το πισωγύρισμα στο χρόνο. Άσε που πολλές φορές είναι και το ίδιο το παρελθόν που σε ψάχνει κι έτσι συναντιέστε κάπου στη μέση.

Όντας γιος εκπαιδευτικού – που σημαίνει περίπου 2 μήνες off, Ιούλιο και Αύγουστο – η καλοκαιρινή διαμονή στους τόπους καταγωγής των γονιών, Νάξο και Σύρο, ήταν δεδομένη. Ο πατέρας ερχόταν τα Σαββατοκύριακα του Ιουλίου και έμενε μαζί μας σχεδόν ολόκληρο τον Αύγουστο. Συνηθισμένες ιστορίες δηλαδή. Έχοντας σπίτι τότε στη Νάξο και αγαπημένους φίλους και στενούς συγγενείς από το σόι της μητέρας μου μόνιμα εγκατεστημένους εκεί, το διάστημα παραμονής μεγάλωνε σε σχέση με τη Σύρο όπου μέναμε σε ξενοδοχείο. 

Το ταξίδι προς τη Νάξο συνδεόταν σχεδόν αποκλειστικά με ένα πλοίο, το ομώνυμο, το «Νάξος», με ανάγλυφο το σχήμα του νησιού στο φουγάρο του. Η επιλογή γινόταν χωρίς διάθεση τοπικισμού. Βόλευαν πολύ τα δρομολόγιά του. Άσε που δε χρειαζόταν να το ψάξεις στον Πειραιά. Ήταν το μόνο πορτοκαλί (αργότερα προστέθηκε και το ομοιόχρωμο «Πάρος»). Για το αντίστοιχο ταξίδι προς τη Σύρο, αν δεν πηγαίναμε μέσω Νάξου, κοντράρονταν κυρίως 2 πλοία, το «Ναϊάς ΙΙ» και το «Παναγία Τήνου». Υπήρχαν κι άλλα φυσικά και για τα 2 νησιά και όλα αυτά πριν την εποχή των γρηγορότερων πλοίων.

Μπαίνοντας από τη μπουκαπόρτα στο «Νάξος», η μυρωδιά ήταν η κλασσική καραβίσια. Δεν περιγράφεται, αλλά είναι καταχωρημένη στο υποσυνείδητο όλων. Οι μεταλλικές σκάλες με τα στενά σκαλοπάτια έβγαζαν στα εξωτερικά καταστρώματα με τα γλιστερά δάπεδα, τις κουπαστές μες στην αλμύρα και τις γνωστές καρέκλες, τις διάτρητες πλαστικές σε μικρά παραλληλόγραμμα σχήματα και υποτυπώδη ποικιλία χρωμάτων. Σταθερή καλοκαιρινή αξία. Και μετά, από τις πόρτες με τα φινιστρίνια, προσπερνώντας το χαμηλό υπερυψωμένο εμπόδιο, έμπαινες στο εσωτερικό με τις σκάλες που διαχώριζαν τους ορόφους και τις «θέσεις» των επιβατών. Θυμάμαι ότι διασχίζοντας στα αριστερά τους διαδρόμους με τις καμπίνες έβγαινες στο κεντρικό σαλόνι με τη μοκέτα κάτω, την ξύλινη επένδυση στους τοίχους, τις τηλεοράσεις πάνω από τους γωνιακούς καφέ καναπέδες, τα βιδωμένα στο πάτωμα τραπεζάκια και το μπαρ ακριβώς απέναντί σου. Τα μπαρ και τα εστιατόρια ήταν εμπειρία στα πλοία. Τα τοστ δεν ψήνονταν πάντα σε τοστιέρες, αλλά έμπαιναν σε θερμοθαλάμους, ενώ η βαπορίσια μακαρονάδα έχει αφήσει όνομα.

Το ταξίδι για τη Νάξο ήταν μεγάλο. Κοντά 8 ώρες από τη στιγμή που θα έφευγε το πλοίο στις 8 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα που φτάναμε στο συγγενικό σπίτι – δίπλα στο λιμάνι ευτυχώς - από το οποίο θα παίρναμε τα κλειδιά του δικού μας σπιτιού, αφού θα είχαμε πρώτα καταβροχθίσει το δροσερό καρπούζι μαζί με διάφορα τοπικά τυριά (η κομμένη στο χέρι ναξιώτικη τηγανητή πατάτα και το ψητό χταποδάκι στα ουζερί της παραλίας είχε ήδη δρομολογηθεί για το βράδυ).

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πόσα κόμικς να διαβάσεις ως παιδί και αστυνομικά τσέπης ως μεγαλύτερος, πόσες φορές να μπεις και να βγεις στο κατάστρωμα, πόσα τοστ και μπισκότα να καταναλώσεις (χωρίς σχόλια…). Τα παλιότερα χρόνια για γουώκμαν ούτε λόγος και τι να χαζέψεις στην τηλεόραση του σαλονιού με τα 2 κρατικά κανάλια που πότε έπιαναν και πότε όχι. Τα μεταγενέστερα χρόνια της δεκαετίας του ’80, το βίντεο έδινε τη λύση. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία νοίκιαζε ταινίες από τα βιντεοκλάμπ οι οποίες προβάλλονταν χωρίς προβλήματα τηλεοπτικού σήματος και κάπως πέρναγε η ώρα. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια πρέπει να είχα δει το “Southern star” με τον Orson Welles (δε θυμόμουνα τον τίτλο, το έψαξα στο imdb).

Οι ανακοινώσεις ωστόσο ήταν όλα τα λεφτά. Ειδικά στις ξένες γλώσσες. Ειδικότερα ακόμα στη γερμανική, με εκείνο το αλήστου μνήμης «ντι πασαζίρε βέγκεν και μπέτεν» (άχου και δε με νοιάζει πώς γράφεται κανονικά και τι σημαίνει).

Όταν το καράβι κούναγε, δεν το συζητάμε. Το μυαλό χόρευε βαλς στους ρυθμούς του «Κάβο ντόρο». Οι δραμαμίνες έβγαιναν στη μαύρη αγορά. Οι χάρτινες σακούλες για πιθανές «εξαγωγές» έδιναν κι έπαιρναν (ποιοι τις έδιναν άδειες ξέρουμε, ποιοι τις έπαιρναν γεμάτες ήταν το ζήτημα). Η καμπίνα ήταν μάλλον απαραίτητη. 

Όπως ήταν απαραίτητη και για την επιστροφή. Τότε το «Νάξος» αναχωρούσε από τη Νάξο κάθε βράδυ – πλην ενός – στις 21.30 και λίγο μετά τις 6 το πρωί έδενε στον Πειραιά. Εκείνες τις νύχτες άνθισε ο έρωτάς μου με το air-condition. Στα σπίτια είχαμε ακόμα ανεμιστήρες, οπότε ήταν ανεπανάληπτη η αίσθηση ότι κοιμάσαι κουκουλωμένος μέχρι πάνω καλοκαιριάτικα με σεντόνι και κουβέρτα και με τόσο έντονο το ψύχος εκτός κλινοσκεπασμάτων που δεν ήξερες αν για την άφιξη το πρωί θα σε ειδοποιούσε ο καμαρώτος ή ο Τσίλλυ Γουίλλυ.

Πώς μου’ ρθαν λοιπόν όλα αυτά στη μνήμη; Από έναν δίσκο που είχα αγοράσει, όχι μόνο για το περιεχόμενό του με τα νησιώτικα τραγούδια, αλλά και για τη φωτογραφία στο εξώφυλλο με το πλοίο που ταξίδευα στην αγαπημένη μου Νάξο τα παιδικά και τα εφηβικά μου καλοκαίρια. Τότε που το μόνο απαραίτητο «αντι» που είχαμε στην τσάντα θαλάσσης ήταν το αντηλιακό και όχι το αντισηπτικό και η μόνη μάσκα στις αποσκευές ήταν αυτή που φορούσαμε για τις βουτιές από τα βράχια της Γρόττας, κάτω από τα «Παλάτια» (ή "Πορτάρα" για εμάς τους "αντιβασιλικούς" :) ).


Σχόλια