Έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού III

Από το facebook / 01.04.20
Με αφορμή την διακοπή της εργασίας λόγω κορονοϊού επισκέφθηκε την επαρχιακή πόλη. Έτσι δεν θα περνούσε τις ημέρες δίχως καμιά επαφή με άλλον άνθρωπο. Άσε που μπορεί να ‘βγαινε καμιά κρίση πανικού, θα ‘ταν διαφορετικά με μια ανθρώπινη παρουσία κοντά.

Γνωρίστηκαν πριν δυο χρόνια σ’ ένα πρωτοχρονιάτικο σπιτικό ρεβεγιόν. Η επικοινωνία τους “έδεσε’’ πολύ απ’ τις πρώτες κοινές τους στιγμές.

Ξαναβρέθηκαν με την κοινή παρέα κάποιες φορές. Είχαν αρκετά κοινά και πολλές διαφορές. Γεφυρώνονταν όμως με την αποδοχή στην διαφορετικότητα της άποψης του άλλου, με τον σεβασμό στην εμπειρία και τα βιώματα που γεννάν μια γνώμη, μια άποψη. Εξάλλου πίστευαν πως τίποτα δεν ισχύει σε απόλυτο βαθμό. Ένα κοινό που το παρατηρούσαν όλοι, ήταν εκτός σχέσης και σχετικά πρόσφατα κι οι δυο.

Μετά από ένα διάστημα και παρά την απόσταση συναντιόντουσαν πιο συχνά χωρίς τους κοινούς γνωστούς. Ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις της επαρχίας, κοντά σε μεγάλο αστικό κέντρο. Αυτό δεν ήταν εμπόδιο, πήγαιναν σε θεατρικές παραστάσεις, σε κινηματογραφικές προβολές, έκαναν ημερήσιες εκδρομές για σκι, ή κάπου αλλού, μια φορά είχαν επισκεφθεί τον Όλυμπο για ένα τριήμερο.

Τώρα όμως η πρόταση ήρθε ξαφνικά μέσω sms. “Έλα σε ‘μένα για τριήμερο, δεν δουλεύουμε κι οι δυο, χαλαρά θα ‘μαστε καμιά βόλτα, ταινίες, φαγητό”. Την επόμενη ημέρα συναντήθηκαν όπως όριζε το sms, την μεθεπόμενη ανακοινώθηκε η απαγόρευση κυκλοφορίας.

Ξαφνικά όλα έγιναν άβολα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν ήταν η απαγόρευση, αν ήταν η κλιμάκωση της σοβαρότητας της κατάστασης με το γενικό mood ή κάτι άλλο μεταξύ τους.

Τα πράγματα κύλησαν άβολα αλλά ουσιαστικά λειτουργικά. Διάβαζαν έβλεπαν ταινίες, έμεναν και με το εαυτό τους κάποιες στιγμές, συζητούσαν όπως πάντα, κυρίως όμως για τον covid 19. Έθεταν ερωτήματα για το πως φτάσαμε σ’ αυτήν την κατάσταση ως είδος….. ανθρώπινο. Έκαναν πλάκα πως θα έμεναν μαζί για ζωή, εκεί σοβάρευαν κι οι δύο.


Το πρωί της τέταρτης ημέρας της κοινής τους συμβίωσης έπιναν τον καφέ τους, δεν μιλήσουν ιδιαίτερα, μάλλον βλέποντάς τους κάποιος θα ‘λέγε πως δεν είχαν καλή διάθεση. Λίγο μετά διηγήθηκαν τα όνειρα που είδαν το προηγούμενο βράδυ.

Στο πρώτο οι δυο τους ήταν ένα, δεν ήταν δύο, ήταν ένας άνθρωπος, θολά έρχονταν η εικόνα σιαμαίων αλλά δεν ήταν κι ακριβώς έτσι. Ήταν σαν ένα οι δυο τους που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να γίνει ένα.

Στο δεύτερο όνειρο του άλλου ανθρώπου. Κουβέντιαζαν οι δυο τους σε μια μεγάλη παρέα, έλεγαν πως η ύπαρξη του κορονοϊού είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι τα πάντα, αλλά τα πάντα είναι ένα και πως όλα και όλοι συνδέονται. Τα έλεγαν αυτά στην μεγάλη παρέα και κρατιόντουσαν χέρι – χέρι.

Μετά τις δυο διηγήσεις σταμάτησαν να μιλάν για μερικά λεπτά, ίσως και περισσότερα…..

Είχαν βουρκώσει, αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν μέσα στην αγκαλιά τους. Για μια στιγμή μόνο φιλήθηκαν στο στόμα και συνέχισαν το λυτρωτικό τους κλάμα.

Είναι λύτρωση η παραδοχή, είναι και βάρος για το μετά. Ευτυχώς είναι σε ισχύει η απαγόρευση κυκλοφορίας, έχουν χρόνο να δουλέψουν την ομοιότητά τους πίσω από τις κλειστές πόρτες, μέσα απ’ την διαφορετικότητα της φύσης τους σε σχέση με τις προσταγές της “φύσης”, της αποδοχής του συνόλου μιας κοινωνίας που νοσεί μέρες που ‘ναι.

Βλέπετε δεν είναι ούτε φίλες, ούτε φίλοι, έχουν το ίδιο φύλλο.
β.ψ.

Σχόλια