Έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού II

Από το facebook / 25.03.20 (ένα κέρασμα λόγω της ημέρας)
Είχε μείνει μέσα στο σπίτι με δική του πρωτοβουλία πέντε ημέρες, είχε ‘’εφόδια’’ τουλάχιστον για δεκαπέντε ημέρες. Δεν θυμόταν στα 60 χρόνια του να ‘χε μείνει έγκλειστος οπουδήποτε για περισσότερο από δυο ημέρες. Είχε άνεση να μείνει στο σπίτι, κυρίως δούλευε το καλοκαίρι. Κάποιες φορές μονολογούσε ακούγοντας ειδήσεις στο ραδιόφωνο, ‘’για δες τι μας κάνει ένας ιός’’.

Αποφάσισε να βγει μια βόλτα με την μηχανή, ήταν χορτάτος από ύπνο. Ήταν νωρίς το πρωί, 06:30, είχε πιει ένα καφέ μια ώρα νωρίτερα. Ντύθηκε καλά, φοβόταν είναι η αλήθεια, γενικά και ειδικά, λόγω κοροναϊού. Πριν χρόνια πολλά είχε περάσει μια πνευμονία και πάντα είχε στο νου του ακόμα και το πιο απλό κρυολόγημα.

Εκείνη κάθε πρωί περπατούσε για 60’. 15’ μέχρι να φτάσει στο Καυτανζόγλειο, 30’ γύρω απ’ το στάδιο και 15’ ακόμα μέχρι το σπίτι. Ήταν 40, πρόσφατα άνεργη, δίχως ευτυχώς για κάποιους αρκετούς μήνες βιοποριστικό πρόβλημα. Δεν ήταν αντικοινωνική, είχε όσες επαφές χρειάζονταν. Κοινωνικά ουσιαστική χαρακτήριζε η ίδια τον εαυτό της. Γραφίστρια στο επάγγελμα, της άρεσε η μοναξιά, η ησυχία και η κλασσική μουσική.

Ήταν ακριβώς 06:30 όταν ξεκίνησε να περπατά στον δρόμο, δεν πήρε ακουστικά μαζί της για μουσική, απολάμβανε την ησυχία της πόλης λόγω της μειωμένης κίνησης του ιού.

Εκείνος απ’ τα Κάστρα κατέβηκε στο κέντρο, έφτασε μέχρι την Δυτική είσοδο της πόλης, πέρασε απ’ τα χαμόσπιτα των τσιγγάνων πίσω απ’ τον Μύλο, είδε τους κουρασμένους απ΄ την αναδουλειά και το ξενύχτι ‘’εργαζόμενους’’ των πολυτελών οίκων ανοχής της περιοχής. Βγήκε στην 26ης Οκτωβρίου, προσπέρασε τα δικαστήρια και το λιμάνι, απ’ την παραλία έφτασε μέχρι το Παλατάκι, οδηγούσε αργά και απολάμβανε κάθε στιγμή οδήγησης και πόλης, συνέχισε κι άλλο. Στο Παναγία έστριψε αριστερά και πήρε τον δρόμο για το κέντρο μέσω Τάκη Οικονομίδη και Β. Όλγας. Ανέβηκε την Αγγελάκη, την Εθν. Αμύνης και έστριψε δεξιά στην Αγ. Δημητρίου προς το ΑΧΕΠΑ. Θα έβγαινε στον περιφερειακό από Κατσιμίδη και θα κατέβαινε πάλι στα Κάστρα. Είχε αρχίσει να θέλει τον δεύτερο διπλό ελληνικό καφέ του….. Συνέχισε να οδηγά ανέμελα.

Εκείνη απολάμβανε το περπάτημά της, βγήκε απ’ το στάδιο περπάτησε προς το Κέντρο με το μυαλό, την ψυχή, την σκέψη και την συνείδηση άδεια, κενή, έτοιμη να υποδεχθεί τα πάντα. Τώρα περπατούσε πάνω στο γκαζόν της μεγάλης νησίδας στην Αγ. Δημητρίου, ένοιωθε την διαφορά στο πάτημα απ’ την άσφαλτο. Ήταν λίγο πριν το ΑΧΕΠΑ. Είχε πολύ ησυχία, περπατούσε ανέμελα.

Ο Πέτρος μόλις έστριψε δεξιά από την Εθν. Αμύνης είδε εντελώς άδεια μπροστά του την Αγ. Δημητρίου, δεν την πετυχαίνεις κάθε μέρα στις 07:15 το πρωί σ’ αυτήν την κατάσταση. Ξαφνικά σαν να ήθελε να προλάβει κάτι του βγήκε η ανάγκη να ‘’σπάσει’’ την μηχανή.

Το έκανε. ‘’Κατέβασε’’ δευτέρα σχεδόν σκαστή και μετά τρίτη, τετάρτη πιο κόκκινα δεν είχε, είχε μπει η πέμπτη και πήγε να κάνει κίνηση ο καρπός προς την άσφαλτο…..

Η Λίνα γεμάτη με το κενό της πήδηξε απ’ την νησίδα στην άσφαλτο της Αγ. Δημητρίου στο ρεύμα του Πέτρου…..

Ο Πέτρος μόλις το πόδι της ακούμπησε στην άσφαλτο ακαριαία έσφιξε την μανέτα του μπροστινού φρένου, ίσα που πρόλαβε να αγγίξει την μανέτα του πίσω φρένου, δεν κατάφερε τίποτα…..

Ευτυχώς(;) συναντήθηκαν οι ανεμελιές τους…..

Η μπροστινή ρόδα γύρισε και η μηχανή δίπλωσε, δεν την άφησε όμως έμεινε πάνω της. Αν την άφηνε θα πήγαινε κατευθείαν πάνω στην Λίνα. Κρατώντας την σύρθηκαν μαζί πάνω στην άσφαλτο και πέρασαν ξυστά και μπροστά από τα πόδια της. Τότε την άφησε απ’ τα χέρια του.

Η Λίνα απ’ τον φόβο της λιποθύμησε, πέφτοντας χτύπησε στα χείλη και μάτωσε. Πριν σταματήσει την πορεία της η μηχανή ο Πέτρος είχε σχεδόν σηκωθεί, είχε εξαιρετικά αντανακλαστικά για την ηλικία του. Δεν είχε καταλάβει ότι η Λίνα λιποθύμησε, νόμιζε ότι την είχε χτυπήσει με την μηχανή.

Τα υπόλοιπα έγιναν σαν σε ταινία που δείχνει τα πράγματα σε αργή κίνηση. Μέχρι να έρθει ασθενοφόρο η Λίνα συνήλθε αλλά εκείνος και κάποιοι περαστικοί δεν την άφηναν να σηκωθεί. Ο Πέτρος την είχε σκεπάσει με το βαρύ μπουφάν που τον είχε προφυλάξει τα δευτερόλεπτα που σέρνονταν πάνω στην άσφαλτο.

Στο νοσοκομείο που έφτασαν όλα ήταν σε πολεμική αποστείρωση λόγω κορονοϊού. Περίμενε δίπλα της στο φορείο, έκανε δυο – τρία τηλεφωνήματα για να τακτοποίηση την μηχανή. Οι τέσσερις ώρες που έμειναν στο νοσοκομείο, δεν σταμάτησαν να κοιτιούνται στα μάτια, ενώ ο καθένας έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό του για ότι είχε συμβεί. Η Λίνα που βγήκε στον δρόμο χωρίς να προσέξει, ο Πέτρος που έτρεχε σαν τρελός.

Όσες εξετάσεις έγιναν στην Λίνα δεν έδειξαν κάτι, το σκισμένο χείλη της έδειχνε ότι κάτι είχε συμβεί. Απ’ το νοσοκομείο της είπαν ότι σε συνθήκες μη κορονοϊού επιβάλλονταν να μείνει για 24ώρη παρακολούθηση, τώρα ήταν καλύτερα να ‘ναι στο σπίτι με κάποιον μαζί της για αυτές τις 24 πρώτες ώρες. Και οι δυο ζούσαν μόνοι, με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισαν να έχουν 24ώρη σύνδεση μέσω skype.

Ο Πέτρος την πήγε με ταξί στο σπίτι, την ‘’τακτοποίησε’’ και ήπιαν έναν καφέ παρέα. Ήταν όμως σαν να τον είχαν πιει εκατό φορές μαζί στο παρελθόν αυτόν τον καφέ.

Αντάλλαξαν τηλέφωνα και η επικοινωνία μέσω skype συνεχίστηκε λίγο μετά. Για πολλά 24ώρα μετά το πρώτο που επιβάλλονταν για ιατρικούς λόγους. Απλά ο Πέτρος δεν κοιμήθηκε μέχρι το επόμενο μεσημέρι στις 12:00, χρονικό όριο συμπλήρωσης και με το παραπάνω του πρώτου 24ώρου. Όλο το βράδυ διάβαζε, έγραφε, άκουγε μουσική πάντα παρατηρώντας άλλοτε το πρόσωπο, άλλοτε την πλάτη της Λίνας καθώς κοιμόταν. Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε και εκείνη για το τρίωρο που ξεκουράστηκε ο Πέτρος μέχρι δηλαδή τις 16:00 περίπου.

Μετά το πρώτο κοινό 24ώρο, ήρθε η απαγόρευση κυκλοφορίας λόγω της πανδημίας και δεν σταμάτησαν να ‘ναι μαζί.

Πέντε ημέρες μόνο στο μπάνιο δεν πήγαιναν μαζί. Όλες τις υπόλοιπες ώρες, μιλούσαν, μιλούσαν, μιλούσαν και κοιτάζονταν στα μάτια σαν να ‘ταν στον ίδιο χώρο κι ήταν μέσω οθόνης.

Έλεγαν τόσα κοινά και άγνωστα για τις ζωές τους. Οικογένειες, σχέσεις, φίλοι, δουλειές, χωρισμοί, ιστορίες, θάνατοι, διηγήσεις, αποχωρισμοί, διακοπές, πίκρες, χαρές, έπαιζαν και επιτραπέζια παιχνίδια, πρότειναν μουσικές, ακόμα κι όταν διάβαζαν ή μαγείρευαν η σύνδεση υπήρχε κανονικά. Κάποιες φορές μιλούσαν στο τηλέφωνο με φίλους για την κοινή περιπέτεια της Αγ. Δημητρίου, έδιναν και λίγα στοιχεία για την κοινή ζωή τους τις τελευταίες ημέρες.

Συμφώνησαν πως μαζί δεν είχαν, κοιμηθεί, κάνει μπάνιο, και έρωτα ακόμα. Μπορούσαν να βρεθούν αλλά δεν το ‘θελαν και οι δυο τους. Ήθελαν να συνεχίσουν το ‘’χτίσιμο’’ που ένοιωθαν πως κάνουν μιας σχέσης το λιγότερο πρωτόγνωρης και παράξενης και για τους δυο.

Η Λίνα κάποια στιγμή ανησύχησε γιατί βγήκε ένα κρύωμα στον Πέτρο, δεν ήξεραν αν ήταν κρύωμα απ’ τον ιδρώτα του όταν της είχε σκεπάσει με το μπουφάν του στην Αγ. Δημητρίου ή αν είχε ‘’πάρει’’ κορονοϊό τις ώρες που ήταν στο νοσοκομείο.

Σε άλλη φάση κι ο Πέτρος δεν θα το σκέφτονταν τόσο, αυτή την φορά λόγω της Λίνας ‘’σκοτείνιασε’’ λίγο με την σκέψη ύπαρξης του κορονοϊού. Δεν είχε ζήσει όσα ένοιωθε πως ήθελε ακόμα να ζήσει μαζί της. Είχαν εξάλλου δυο, τρεις, τέσσερις εβδομάδες ακόμα μπροστά στους και μετά μια ζωή για να δοκιμάσουν.

Ακόμα μιλάνε και βρίσκονται μέσω skype δεν τέλειωσε η απαγόρευση κυκλοφορίας, δεν τέλειωσε η καραντίνα.

‘Ομως είναι παράξενοι κι οι δυο, είναι παράξενος ο έρωτας, είναι παράξενη η ζωή κι οι σχέσεις.
β.ψ.


Σχόλια