Από το efsyn.gr / Στέλιος Λεκάκης*
Η Σπιναλόγκα, για περίπου πέντε δεκαετίες, υπήρξε ένας τόπος εξορίας για «ορδές» απόκληρων, διαφορετικών και επικίνδυνων, όπως άλλοτε ψυχικά ασθενών, περιθωριακών, αντιφρονούντων, αναρχικών, αριστερών. Εργαλείο με οδυνηρά μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα, που δεν ξεχνιέται • Οι πρακτικές στη Σπιναλόγκα παραπέμπουν άμεσα στην τρέχουσα ιστορία εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο. Μια τραγωδία νησιωτικής (ή νησιάζουσας) απομόνωσης, αμήχανων κρατικών χειρισμών, καταστολής και εκμετάλλευσης.
Ανθρωποι εκτοπισμένοι, το κράτος που πασχίζει να τους διαχειριστεί, οι δομές φιλοξενίας, η συνωμοσιολογία, οι αντιδράσεις, η εκμετάλλευση, η καταστολή και η δραματοποίηση της συνθήκης. Αν όλα αυτά ακούγονται οικεία στο ελληνικό και ευρύτερα μεσογειακό πλαίσιο σήμερα, έστω και ως ασύνδετη αναφορά λέξεων, πριν από εκατό χρόνια, στα νότια του Αιγαίου, ξεδιπλωνόταν μια παραγνωρισμένη αλλά ενοχλητικά παρόμοια ιστορία.
Η Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στον κόλπο του Μιραμπέλλου, στο Λασίθι της Κρήτης, έρχεται στο επίκεντρο της Ιστορίας προς το τέλος του 16ου αιώνα, όταν οι Ενετοί αποφασίζουν να το μετατρέψουν σε κομβικό σημείο ελέγχου, διαμορφώνοντας ένα προμαχωνικό οχυρό που εντυπωσιάζει ώς σήμερα. Το 1715 η Σπιναλόγκα παραδόθηκε στους Οθωμανούς, οι οποίοι ανέπτυξαν έναν πολυπληθή οικισμό με στρατιωτικό και εμπορικό χαρακτήρα. Ωστόσο, το 1904, η Κρητική Πολιτεία αποφάσισε τη δημιουργία αποικίας λεπρών στο νησί.
Η λέπρα ή νόσος του Χάνσεν είναι μια χρόνια λοιμώδης ασθένεια με προσβολή του νευρικού συστήματος. Καταγράφεται από την αρχαιότητα, ενώ στη Βίβλο η λέπρα είναι εμβληματική: μια εσωτερική πηγή μιάσματος, απόρροια των αμαρτημάτων του νοσούντος ή των προγόνων του.
Ο λεπρός θα πρέπει να ζει έξω από την πόλη και οι υγιείς να τον διακονούν ως μέρος της δικής τους προσπάθειας άφεσης αμαρτιών. Με την ανάδυση των εθνών-κρατών στην Ευρώπη και την αυγή του νεωτερικού κόσμου, αυτή η παραδοσιακή συνθήκη άλλαξε.
Τα νέα συλλογικά πολιτικά υποκείμενα εφάρμοσαν διάφορες στρατηγικές βιοπολιτικής, προσπαθώντας να κυβερνήσουν τους πληθυσμούς που κατοικούσαν εντός των συνόρων τους, ελέγχοντας τις συλλογικές τους σχέσεις και τα επιμέρους σώματα των ανθρώπων. Αυτή η φροντίδα για την ασφάλεια και την ευημερία επέβαλλε μια διαφορετική προσέγγιση στις ασθένειες. Οι λεπροί, για παράδειγμα, από εν αμαρτία πάσχοντες γίνονται «δημόσιος κίνδυνος». Εντοπίζονται, συχνά μέσω καταγγελιών, συλλαμβάνονται από την αστυνομία και μεταφέρονται με κλούβες σε ιδρύματα προς απομόνωση. Για το κοινό καλό.
Ο εκτοπισμός αυτός, πέρα από τον πόνο του αποχωρισμού, επιφέρει και ένα επιπλέον πλήγμα στον ασθενή, δυσβάσταχτο ίσως όσο και η νόσος. Ενα κοινωνικό στίγμα, αυτό του «λουβιάρη» ή «κομμένου», «που μπορεί να σε κολλήσει με το βλέμμα», και καταδικάζει εκείνον στη διά βίου εξορία και την οικογένειά του σε κοινωνική καραντίνα. Το ζήτημα τακτοποιούνταν έπειτα και γραφειοκρατικά: Οπως αναφέρει ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, επιφανής έγκλειστος στην αποικία λεπρών, οι άνθρωποι που εξορίζονταν στη Σπιναλόγκα διαγράφονταν από τα μητρώα των κοινοτήτων τους. Οι λεπροί του νησιού δεν ήταν νεκροί, ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Η τραγωδία της ζωής στη Σπιναλόγκα, με τη φρίκη της ασθένειας, της απομόνωσης αλλά και της αυτοχειρίας και της καταστολής, αμβλύνεται από τη δεκαετία του 1930 με την άφιξη εκεί μορφωμένων ασθενών από όλη την Ελλάδα, αλλά η ετεροτοπική τους συνθήκη μολύνει το ευρύτερα κοινωνικό και οικονομικό τοπίο. Το κρατικό επίδομα που λαμβάνουν αυξάνεται και γίνεται σημαντικός πόρος για τις απέναντι κοινότητες της Πλάκας και της Ελούντας. Οι κάτοικοι αυτών συμπληρώνουν το εισόδημά τους πωλώντας τρόφιμα, ρούχα και υπηρεσίες στους λεπρούς, συχνά μέτριας ή κακής ποιότητας, ολοκληρώνοντας τον κοινωνικό κανιβαλισμό με όρους υγειονομικούς σε συνθήκες παραδειγματικής απομόνωσης.
Το 1954, πάνω από δέκα χρόνια μετά την ανακάλυψη του φαρμάκου για τη λέπρα, η αποικία της Σπιναλόγκας έκλεισε και άνοιξε μια αδέξια συζήτηση για το μέλλον της, που συμπεριελάμβανε σκέψεις μετατροπής του νησιού σε άσυλο ψυχικά ασθενών -μια ιδέα που προωθούνταν από κοινότητες των απέναντι ακτών- ή σε θέρετρο πολιτιστικού τουρισμού.
Ευτυχώς, το 1976, η Σπιναλόγκα κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος και ξεκίνησαν έργα αποκατάστασης στα βενετσιάνικα τείχη και στον οθωμανικό οικισμό, οργανώνοντας τη σύγχρονη «μνημειακή» Σπιναλόγκα, επισκέψιμη από το 2000.
Ωστόσο, εκτός από τους αρχαιολόγους, ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψής μας για το νησί. Σε διάφορα έργα τέχνης (π.χ. «Το νησί της σιωπής» της Λίνας Κουρκουλάκου, 1957, ή «Το νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ, 2010) εντοπίζονται κοινοτοπίες που οργανώνουν σήμερα μια δημοφιλή ταυτότητα: σύμφωνα με αυτήν, η Σπιναλόγκα ήταν ένας τόπος τραγωδίας, κακουχίας και ανεκπλήρωτου έρωτα.
Και παρόλο που αυτές μπορεί να ήταν κομβικές παράμετροι στη ζωή των εξορίστων, η δραματοποιημένη προβολή και η πρόθεση να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα θλίψης και συμπόνοιας καλύπτουν κάπως το επίδικο: το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι συλλαμβάνονταν φέροντας κάτι βαρύτερο από τη νόσο. Υπέμεναν το κοινωνικό στίγμα της λέπρας, σμιλευμένο από τη νεωτερική συνθήκη διαχείρισης της ασθένειας και πυρωμένο από τα συντηρητικά αντανακλαστικά των παραδοσιακών κοινοτήτων της εποχής, που τους διέκρινε -μαζί με τις οικογένειές τους- από την κοινότητα, τους καταδίκαζε σε ένα απομακρυσμένο καθαρτήριο και τους έκανε ευάλωτους σε οικονομική εκμετάλλευση. Ενα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα.
Η Σπιναλόγκα, για περίπου πέντε δεκαετίες, υπήρξε ένας τόπος εξορίας για «ορδές» απόκληρων, διαφορετικών και επικίνδυνων σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τα ήθη της εποχής. Η νησιωτική απομόνωση επιστρατεύτηκε για τον περιορισμό και την επιτήρησή τους. Ενα βιοπολιτικό εργαλείο ελέγχου κοινωνικά στιγματισμένων πολιτών: όπως άλλοτε ψυχικά ασθενών, παραβατών του Ιδιωνύμου, περιθωριακών, αντιφρονούντων, αναρχικών, αριστερών. Με οδυνηρά μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα, το εργαλείο αυτό δεν ξεχνιέται στον 20ό αιώνα. Μια λεπτή κόκκινη γραμμή συνδέει τη Σπιναλόγκα με τη Μακρόνησο, τα Γιούρα, τον Αϊ-Στράτη, την Ικαριά, τη Λέρο και τη Μόρια, τη Λέβιθα, τον Μπαρμπαλιά και το οροπέδιο του Αίπους.
Οι πρακτικές στη Σπιναλόγκα παραπέμπουν άμεσα στην τρέχουσα ιστορία εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο. Μια τραγωδία νησιωτικής (ή νησιάζουσας) απομόνωσης, αμήχανων κρατικών χειρισμών, καταστολής και εκμετάλλευσης: είτε αυτή είναι στα χρήματα για να φορτίσεις ένα κινητό είτε σε ένα πρόχειρο ακαδημαϊκό πρότζεκτ μελέτης του «φαινομένου» είτε σε μια φωτογραφία, αισθητικά άρτια για ιλουστρασιόν εκτύπωση και ανάρτηση σε κάποια εναλλακτική γκαλερί.
Η Σπιναλόγκα ήταν, ανάμεσα στα άλλα, μια -αποτυχημένη- πρώιμη κλειστή δομή επιτήρησης για μια κοινότητα ανθρώπων των οποίων το κοινωνικό στίγμα αποτυπωνόταν δραματικά και πάνω στο σώμα τους. Εναπόκειται σε εμάς αν θα εξετάσουμε την πολιτική πρακτική της απομόνωσης και τον αντίκτυπό της στις συνειδήσεις των ανθρώπων και στο ευρύτερο τοπίο, στο παρελθόν και ως τρέχουσα συνθήκη, ή θα παραμείνουμε σε μια συμπονετική ανάγνωση της ζωής των εκτοπισμένων στο Αιγαίο. Και, κυρίως, τι θα κάνουμε γι’ αυτό.
*Αρχαιολόγος-σύμβουλος Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς McCord Centre, Newcastle University
Σχόλια