Δυο άρθρα για την ψυχολογία στην πολιτική και την κοινωνία.....στην καθημερινότητα δηλαδή

Δυο άρθρα απ' την Εφημερίδα των Συντακτών 28-29.12.2019 των Τάσου Παππά & Γιώργου Γιαννουλόπουλου που θεωρώ πως μιλάν για το πως λειτουργεί η ψυχολογία στην πολιτική και την κοινωνία, άρα στην καθημερινότητα, εντός και εκτός χώρας. Σίγουρα εντός ζωής.
Από το efsyn.gr
Οι ιδιοκτήτες της χώρας / Τάσος Παππάς
Κάποιος από τους πολλούς λογογράφους του πρωθυπουργού έχει γνώσεις ψυχολογίας. Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό έβαλε τον προϊστάμενό του να περιγράψει τα στάδια που ακολουθούν ύστερα από μια απώλεια, εν προκειμένω την απώλεια της εξουσίας.

Η συγκεκριμένη φράση είχε στόχο τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος υποτίθεται πως δεν θέλει να παραδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου του 2019: «Αρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή.

Είσαστε ακόμη στο στάδιο του θυμού, εύχομαι να φτάσετε στην αποδοχή χωρίς να περάσετε από τα άλλα δύο στάδια», είπε χαρακτηριστικά ο Κ. Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε το σχήμα και το περιέλαβε στην ομιλία του. Αλλωστε το ξέρει πολύ καλά γιατί το βίωσε, όχι σε όλη την έκτασή του, αλλά στα δύο πρώτα στάδια, την άρνηση και τον θυμό.

Τα πέρασαν και αυτός και η παράταξή του από το 2015 μέχρι το 2019. Τα υπόλοιπα τρία στάδια και κυρίως το τελευταίο, την αποδοχή, ενδεχομένως τα αφήνουν για την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούν στην αντιπολίτευση, αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τα κόμματα και τους πολιτικούς που νομίζουν ότι είναι οι φυσικοί ιδιοκτήτες της χώρας, ότι αποτελούν τη μοναδική λύση διακυβέρνησης και οι υπόλοιποι είναι αναιδείς εισβολείς, πανούργοι καταχραστές, αυθάδεις παρείσακτοι ή στην καλύτερη περίπτωση προσωρινοί ενοικιαστές. Δεν τους βγήκε βεβαίως το σχέδιο ούτε με το ΠΑΣΟΚ το 1981 ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015.

Πρώτο στάδιο η άρνηση: Το ότι η Νέα Δημοκρατία δεν συμφιλιώθηκε σε καμία φάση με την πραγματικότητα που δημιουργήθηκε τον Γενάρη του 2015 ήταν φανερό σε όλες τις επιλογές και τις κινήσεις της.

Εκπόνησε πριν από την ήττα τη θεωρία της αριστερής παρένθεσης και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να γίνει πράξη: παρέδωσε στην κυριολεξία άδεια ταμεία, προέτρεπε τους νοικοκυραίους να πάρουν τα λεφτά τους από τις τράπεζες για να μην τα βρουν οι αριστεριστές, σιγοντάριζε την ευρωπαϊκή Δεξιά κάθε φορά που αυτή απειλούσε τους πολίτες ότι θα πληρώσουν ακριβά αν ψηφίσουν λάθος.

Αρνήθηκε να παραδώσει με τη δέουσα επισημότητα το μέγαρο Μαξίμου, ζητούσε τρεις φορές την εβδομάδα πρόωρες εκλογές, εκλιπαρούσε τους δανειστές να μην κάνουν χατίρια στον Τσίπρα, υποβάθμιζε τις επιτυχίες στο οικονομικό πεδίο, αμφισβητούσε τα νούμερα που έδιναν οι ανεξάρτητες αρχές, δεν δίστασε να εγκαλέσει εκπροσώπους των θεσμών γιατί δεν ήταν τόσο αυστηροί όσο θα ήθελε, πανηγύριζε με τα προβλήματα και στεναχωριόταν με τα επιτεύγματα, αποθέωνε τη σκληρή πτέρυγα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας όταν αυτή εκβίαζε ανοιχτά την ελληνική κυβέρνηση, καταστροφολογούσε ανενδοίαστα, χρησιμοποίησε τις προσβάσεις της στο κράτος και στη Δικαιοσύνη για να δυσκολέψει την κυβέρνηση όποτε επιχειρούσε να κάνει αλλαγές στο θεσμικό επίπεδο, οργάνωσε με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης που έλεγχε (και συνεχίζει να ελέγχει) εκστρατεία δαιμονοποίησης των αντιπάλων της, κατασκευάζοντας και διακινώντας δηλητηριώδεις «ειδήσεις» για να δολοφονήσει χαρακτήρες.

Δεύτερο στάδιο ο θυμός: Υπηρετώντας με φανατισμό το καθήκον της να μισεί, ξεπέρασε ακόμη και τον χειρότερο εαυτό της. Μιλούσε για ανελέητους τυχοδιώκτες που επιδίωκαν να στήσουν ολοκληρωτικό καθεστώς, παρομοίασε τον Τσίπρα με τον Στάλιν, τον Τσαουσέσκου, τον Κιμ Γιονγκ Ιλ, στελέχη της διέσπειραν φήμες ότι στις εκλογές θα γίνει όργιο νοθείας, καλλιέργησε κλίμα διχασμού στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, αμφισβήτησε τον πατριωτισμό τού τότε πρωθυπουργού, έκανε λόγο για προδοσία στο Μακεδονικό, κατήγγειλε συναλλαγή Τσίπρα-Μέρκελ για τη Συμφωνία των Πρεσπών («έδωσαν τη Μακεδονία για να πάρουν τις συντάξεις»), υποσχέθηκε Ειδικά Δικαστήρια στο μισό υπουργικό συμβούλιο, επανέφερε τη ρητορική του Εμφυλίου αποκαλώντας τους αντιπάλους της «κατσαπλιάδες», κινδυνολόγησε, παρά τα επίσημα στοιχεία και το τεράστιο μαξιλάρι ασφαλείας, φωνάζοντας ότι θα παραλάβει ρημαγμένη χώρα (φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη) και βεβαίως, όπως έκανε με το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, συνέδεσε τον ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία και την κάθε μορφής παραβατικότητα.

Και η άρνηση και ο θυμός της Δεξιάς για τη μεγάλη παρένθεση εισήλθαν στο μέγαρο Μαξίμου στις 8 Ιουλίου του 2019, στην πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή τους, λόγω της περίστασης. Βρίσκονταν κάτω από τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο νέος πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης συζήτησης που είχε με τον Αλ. Τσίπρα στη διαδικασία παράδοσης-παραλαβής του πρωθυπουργικού γραφείου.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε στον συνομιλητή του την έκπληξή του (προφανώς δυσάρεστη, αλλά δεν του το είπε) για δύο πράγματα: Δεν περίμενε ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος στο κόμμα του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα άντεχε στην κυβέρνηση περίπου πέντε χρόνια και επίσης δεν περίμενε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπαιρνε τόσο υψηλό ποσοστό στις εθνικές εκλογές.

Η σύγχυση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην επιθυμία (κλασική περίπτωση λανθασμένης αξιολόγησης της κατάστασης) επιπολάζει στον λόγο της και σήμερα. Ομως το ναρκισσιστικό τραύμα που έχει υποστεί δεν πρόκειται να θεραπευτεί με την άρνηση και τον θυμό.

Γιατί κέρδισε το Brexit / Γιώργος Γιαννουλόπουλος 
Πριν από έναν χρόνο, περίπου, είδα κάτι που έπρεπε να με είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι Τόρηδες του Τζόνσον αποκλείεται να μην κερδίσουν τις εκλογές. Ηταν μια εκπομπή στην τηλεόραση με θέμα: πώς θα επηρεαστούν οι Βρετανοί που ζουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ο δημοσιογράφος πήγε στην Costa del Sol στην Ισπανία όπου ζουν χιλιάδες Αγγλοι συνταξιούχοι εδώ και δεκαετίες, διατηρώντας όμως τα δικά τους ήθη και έθιμα. Ενας απ’ αυτούς απαρίθμησε τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν, με ιδιαίτερη έμφαση στα εξής δύο: το βιοτικό τους επίπεδο θα πληγεί επειδή η αξία της στερλίνας θα μειωθεί και, κυρίως, το καθεστώς που διέπει την ιατρική περίθαλψη –κάτι πολύ σημαντικό για άτομα της τρίτης ηλικίας– πιθανότατα θα αλλάξει προς το χειρότερο. Και τελείωσε με τη φράση: «Τώρα που το καλοσκέφτομαι, μάλλον δεν έπραξα καλά που ψήφισα υπέρ του Brexit»!

Με ποια λογική ένας Αγγλος, ο οποίος κατά κανόνα αποφασίζει τι θα ρίξει στην κάλπη με βάση το ατομικό του συμφέρον, επιλέγει τη λύση που θα τον πονέσει στο πορτοφόλι; Και κατά μείζονα λόγο, πώς γίνεται αυτός που αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση να υποστηρίζει όσους θέλουν να τα σπάσουν με τη χώρα που έχει γίνει δεύτερη πατρίδα του; Αν δεν του αρέσουν τα πάρε-δώσε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, γιατί ξενιτεύτηκε στην Ισπανία;

Ακούγεται εντελώς παράλογο, αλλά δεν είναι. Απλώς δεν ακολουθεί την ισχύουσα μέχρι σήμερα λογική. Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι ψήφιζαν ανάλογα με την ιδεολογία τους, το συμφέρον τους, για να προωθήσουν κάτι που θεωρούσαν σημαντικό, από συνήθεια, χωρίς να το πολυσκέφτονται ή λόγω οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης. Ολα τα παραπάνω εξακολουθούν να παίζουν κάποιον ρόλο. Τα έχει όμως επισκιάσει μια στάση που δεν είναι καινούργια –αντίθετα, θα έλεγα ότι είναι πανάρχαια– αλλά τελευταία έχει αποκτήσει πρωτεύουσα σημασία. Μιλάω για την απάντηση στο ερώτημα «πού ανήκω και ποιος είμαι;».

Στον δημόσιο λόγο της Αγγλίας κυριαρχεί μια λέξη. Την επαναλαμβάνουν συνεχώς όλοι οι πολιτικοί, ασχέτως χρώματος, και θεωρείται αυτονόητα θετική. Πρόκειται για τη λέξη «community», δηλαδή «κοινότητα». Και κοινότητα σημαίνει ταυτότητα και αυθόρμητη αίσθηση του ανήκειν, αλληλεγγύη, οικειότητα. Αλλά όχι μόνο. Διότι η κοινότητα συμπεριλαμβάνει επειδή αποκλείει.

Οι ρίζες της πάνε πολύ βαθιά και χρονικά πολύ πίσω. Οπως ανακάλυψαν οι ανθρωπολόγοι, στις πρωτόγονες κοινωνίες, τα μέλη μιας φυλής επιτυγχάνουν έναν βαθμό συνοχής που στις πολιτισμένες κοινωνίες όπου κυριαρχεί το άτομο είναι αδιανόητη. Ταυτόχρονα, όμως, δεν θεωρούν τις γειτονικές φυλές απλώς ξένους, αλλά αρνούνται να τους αποδώσουν την ιδιότητα του ανθρώπου. Τους χαρακτηρίζουν ποντίκια, σκυλιά ή κάποιο άλλο ζώο.

Δηλαδή, όσο πιο στενοί είναι οι δεσμοί μέσα στη φυλή τόσο πιο εχθρικά αντιμετωπίζεται ο ξένος. Ετσι εξηγείται η αντίδραση των Αγγλων που θέλουν να «επανακτήσουν τον έλεγχο»: δεν επικρίνουν την Ε.Ε. για συγκεκριμένους λόγους· απλώς λένε «τι σχέση έχουμε εμείς με σας και με ποιο δικαίωμα καθορίζετε εσείς πώς θα ζούμε εμείς στο νησί μας».

Η στάση αυτή στη σύγχρονη εποχή είναι η εκδοχή μιας παλιάς αντιδικίας ανάμεσα στον ευέλικτο εμπειρισμό των Αγγλων, που αναζητούν ενστικτωδώς πραγματιστικές, συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, και τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, δηλαδή των Γάλλων, που μιλούν με απόλυτες και αφηρημένες αρχές, οι οποίες ισχύουν παντού και πάντα.

Για να το πω αλλιώς, η έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν ηχεί καλά στα αυτιά των Αγγλων, όχι επειδή αποδέχονται την παραβίασή τους –το αντίθετο ισχύει–, αλλά γιατί η υποχρεωτικά καθολική εφαρμογή τους υπονομεύει τη σημασία της κοινότητας. Και η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να διαβαστεί σαν μια τέτοια ορθολογική κατασκευή που απειλεί την άμεση, οργανική και βιωματική σχέση του ανθρώπου με την κοινότητα στην οποία ανήκει.

Να γιατί ο διεθνισμός της Αριστεράς δεν έχει πέραση στην αγγλική εργατική τάξη που είναι κατά παράδοση πολύ πιο συντηρητική, ξενόφοβη και «πατριωτική» από τους αστούς. Και αυτό οι αριστεροί εργατικοί δεν τολμούν να το ομολογήσουν ούτε στον εαυτό τους.

Φυσικά θα ήταν λάθος να πούμε ότι οι οπαδοί του Brexit σκέφτονται συνειδητά με τέτοιους όρους. Η επικράτησή του καθορίστηκε από πολλές και διάφορες αιτίες, όπως π.χ. το απλουστευτικό και ταυτόχρονα εύληπτο σύνθημα «Να τελειώνουμε με το Brexit!» που απηχούσε την κόπωση από μια άγονη και ατέρμονη συζήτηση, η χωρίς όρια δημαγωγία του Μπόρις Τζόνσον, η επαμφοτερίζουσα στάση του Κόρμπιν και ταυτόχρονα η δαιμονοποίησή του, όχι μόνο από τα ΜΜΕ που υποστηρίζουν τους Τόρηδες αλλά και μέσα στο κόμμα, από τη δεξιά πτέρυγα.

Ολα αυτά, όμως, πρέπει να τα διαβάσουμε με τα γυαλιά μιας γενικότερης ιδεολογικής προδιάθεσης υπέρ της κοινότητας, η οποία μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, επειδή καταφέρνει να παραμένει η ίδια αόρατη.

Σχόλια