Ιρλανδός Παντός . . . . .

Πότε αρέσει μια ταινία; Όταν την παρακολουθούμε; Μετά; Με τις σκέψεις που φέρνει και τα συναισθήματα που μεταβάλλονται και μαζί η διάθεση; Πότε αρέσει μια ταινία; Και τελικά τι θα πει αρέσει μια ταινία; Που και σε τι ’’πατάει’’ μέσα μας (την συγκεκριμένη στιγμή ή φάση ζωής) και αρέσει μια ταινία;

Είδα τον Ιρλανδό του Μάρτιν Σκορτσέζε σε δυο μέρη το τελευταίο διάστημα, σε ιδιωτικές μεταμεσονύχτιες προβολές. Ένα μισάωρο αρχικά και το υπόλοιπο τρίωρο την επόμενη ακριβώς νύχτα.

Παρακολουθούσα και απολάμβανα πολλούς από το καστ, κυρίως τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι, Χάρβεϊ Καϊτέλ. Πραγματικά όμως ξεχώρισα τον Ντε Νίρο. Δεν ξέρω αν αυτό το γράφω για τον Ντε Νίρο ως Φρανκ Σίραν ή τον Ντε Νίρο ως Ντε Νίρο. Μετά τον Ιρλανδό όμως επιβεβαιώθηκε μέσα μου ότι, μεταξύ των Ντε Νίρο και Πατσίνο, μ’ αρέσει περισσότερο ο Ντε Νίρο. Δεν είναι ότι κουράζομαι απ’ το σύνολο της εκρηκτικότητας του Πατσίνο. Είναι ότι ’’κολλά’’ μέσα μου περισσότερο η μεστή σταθερότητα στο ότι μεταφέρει στο σύνολό του ο Ντε Νίρο.

Θεωρώ πως μεγάλωσα και μεγαλώνω με τους συγκεκριμένους ηθοποιούς. Όλο το στήσιμο του Ιρλανδού με την ψηφιακή συμμετοχή ενίσχυσε στο μέγιστο βαθμό την αίσθηση των χρόνων που περνάν, που φεύγουν και μαζί τους και εμείς.

Μια ζωή που περνά με πορεία σταθερή προς το τέλος, με το τέλος μαζί συνεχώς. Η διαπραγμάτευση της ζωής με τον θάνατο. Τον θάνατο ’’σταθερή (παγερή) συνεχή αξία’’, όπως η ζωή. Διαφορετικά και ταυτόχρονα μαζί, σαν ίδιες σταγόνες διαφορετικού χρώματος. 

Μπορεί ο Ιρλανδός να χαρακτηριστεί το ’’κύκνειο άσμα’’ των Σκοτσέζε και Ντε Νίρο. Είναι δώρο να μπορείς να παράγεις με τον τρόπο τους σ’ αυτές τις ηλικίες.

Σκεφτόμουν αν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή άνθρωποι όπως οι Σκορτσέζε, Ντε Νίρο, Πατσίνο με ανθρώπους της μαφίας, αν ναι με ποιανού πρωτοβουλία.

Δεν είναι πως συμπαθώ τον κακό, είναι πως βλέπω την ’’ζωή’’ που υπάρχει παράλληλα με την δική μου, δίχως να ‘χούμε συναντηθεί ποτέ. ’’Πέφτω, χαλίεμαι’’ με τον κυνισμό (το λιγότερο) των δολοφονιών. Χαρακτηριστικό ανθρώπων με διαφορετικό επίπεδο ψυχισμού, όχι απ’ το μέσο όρο, απ’ το δικό μου.

Για ένα σχεδόν 24ώρο μετά την παρακολούθηση της ταινίας, το μυαλό μου ήταν κολλημένο εκεί. Δεν μπορούσα να κατανοήσω γιατί. Το ανέκφραστο πρόσωπο του Ντε Νίρο ως Φρανκ Σίραν, τα γυάλινα, ψυχρά μπλε μάτια στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο ψυχισμός του κυνισμού, το ψυχρό, το δικό του ψυχρό μέσα στην εσωτερική σύγκρουση. Κάνω κάτι που δεν θέλω να κάνω με τίποτα, ίσως για πρώτη φορά, ο διχασμός. Τριγωνοποίηση με όρους ψυχολογίας. Εκτελώ, δεν εγκαταλείπω απλά τον έναν δημιουργό μου..... με εντολή του άλλου.

Τελικά σαν ανέκφραστος πρωταγωνιστής αρχαίας τραγωδίας ο Ντε Νίρο ως Φρανκ Σίραν. Ανέκφραστος που ότι βγαίνει, βγαίνει στην κίνηση καθώς περπατά, σαν στις μύτες των ποδιών, όπως για μια ζωή, πάνω στην κόψη, για μια ζωή, για όλη δηλαδή.

Αναρωτιόμουν στην αρχή του άρθρου που ’’πατά’’ μέσα μας μια ταινία και μας αρέσει. Σε πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία, σημασία έχει πως δεν ’’πατά’’ μόνο μέσα μας, αλλά αφήνει μέσα μας, όπως η ζωή που δεν περνά αλλά περνάμε, γιατί αν περνά μόνο . . . . .

Και καλή Χρονιά ! ! ! ! !
β.ψ.

Σχόλια