Ήταν στον Μαραθώνιο της Αθήνας / Μάνος Τσιλιμίδης

Από το f/b Μάνος Τσιλιμίδης / 16.11.19 
Ήταν ο Μαραθώνιος της Αθήνας, πριν λίγα χρόνια, αλλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι, μάλλον δεν παρακολούθησα δελτίο την προηγούμενη βραδιά, οπότε δεν γνώριζα για τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στο κέντρο της πόλης.
Ενώ συνήθως βρίσκομαι στον χώρο δουλειάς μια ώρα πριν ξεκινήσω να εργάζομαι, εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα έφυγα απ’ το σπίτι καθυστερημένα. Ωστόσο ήξερα πως είχα στη διάθεσή μου 55 ολόκληρα λεπτά της ώρας και στον λαχανόκηπο των ελπίδων μου άνθιζε η βεβαιότητα ότι μια χαρά θα προλάβω. Πόσο χρόνο ήθελα να πάω από τη Νέα Σμύρνη στο Μαρούσι; Σιγά τα χιλιόμετρα.
Ήταν Κυριακή, 13:05, και το δίωρό μου στον Real άρχιζε στις 14:00 –ήταν η σαιζόν όπου είχα μετακινηθεί στο μεσημεριανό πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου και ονόμαζα την εΠκομπή μου: «Βάλτε Κι Άλλο Πιάτο Στο Τραπέζι».

Ευτυχώς που δεν είχα βάλει μπουκιά στο στόμα μου κι έτσι βρήκε άφθονο χώρο να απλωθεί η αγωνία στο στομάχι μου χωρίς να μου κόψει την ανάσα και χωρίς να γίνω αυτό στο οποίο σε μεταμορφώνουν οι κρίσεις πανικού, χωρίς να θέσω υποψηφιότητα για έμφραγμα.

Η λεωφόρος Συγγρού ήταν τόσο φρακαρισμένη που ακόμα κι αν σήκωνα σαν τον Άτλαντα το καρούλι μου στους ώμους (που λέει ο λόγος), ούτε και τότε θα μπορούσα να κινηθώ ανάμεσα στα ακίνητα αυτοκίνητα, που έγλυφαν το ένα το άλλο. Και για να πας από το πεζοδρόμιο ούτε λόγος. Μπορεί η Τροχαία κάπου κάπου να παραβλέπει τα οχήματα που παρκάρουν όπου βρούνε, αποκλείεται όμως να με άφηναν εμένα οι τροχονόμοι να κυκλοφορώ στο πεζοδρόμιο σαν υπερφυσικός αρσιβαρίστας, με τα χέρια ψηλά και το Hyundai μου να κρέμεται απειλητικό πάνω από τα κεφάλια των περαστικών, (που λέει ο λόγος).

Από την πρώτη έξοδο της Νέας Σμύρνης έως τη στροφή του Μετς είχαν περάσει είκοσι λεπτά κι εγώ ίδρωνα και ξεφυσούσα στο τιμόνι, λες και το καλοκαίρι επανήλθε ακάλεστο και ο Νοέμβριος τού παραχώρησε τη θέση του στο τραπέζι των εποχών. Με έτρωγε η αγωνία ότι δεν πρόκειται να φτάσω στον προορισμό μου όχι στις δύο παρά, αλλά ούτε και μετά τη δύση του ήλιου. Όσο για τη φωτεινή ένδειξη -στην οθόνη του κινητού μου- έδειχνε ότι η μπαταρία είχε μόνο 10% υπομονή.

Σε μια κίνηση αντιπερισπασμού έστριψα στην οδό Αναπαύσεως, με προοπτική -μέσω της Μάρκου Μουσούρου- να βγω στην ανηφόρα που οδηγεί πίσω από τον Αρδηττό και το Καλλιμάρμαρο και να προσεγγίσω την λεωφόρο Κηφισίας διασχίζοντας το Παγκράτι. Λύση απελπισίας.

Και ενώ καλλιεργούσα μέσα μου τη θλιβερή αυταπάτη ότι κάπως πιο υποφερτό ήταν τώρα το μποτιλιάρισμα, το προπορευόμενο από εμένα αυτοκίνητο πήγε και στούκαρε στον πίσω προφυλακτήρα του μπροστινού του. Το πλάτος του οδοστρώματος χωρούσε μόνο ένα όχημα, διαφυγή καμμιά. Οι δυο οδηγοί κατέβηκαν φουρκισμένοι και πιάστηκαν στα μπινελίκια και στα καντήλια.

Ανάμεσα στις μονότονες ταράτσες του ορίζοντα ξεπρόβαλε ο Λυκαβηττός. Διέκρινα το ξωκλήσι στην κορφή του κι αναρωτήθηκα εάν τουλάχιστον ο Άι Γιώργης συμμεριζόταν την αγωνία μου μιας και ουδείς άλλος μπορούσε να με παρηγορήσει, ούτε να τηλεφωνήσω στην Αλεξάνδρα μου δεν μπορούσα, έπρεπε να διαθέσω τον χρόνο της μπαταρίας μου για επικοινωνία με τον σταθμό, ήξερα ότι η τηλεφωνήτρια θα ήταν αναστατωμένη που δεν είχα φτάσει ήδη και όπου να ‘ναι θα ηχούσε η συσκευή.

«Και να ‘θελες να βοηθήσεις, Άι Γιώργη μου, δεν υπάρχει τρόπος να το πράξεις» σκέφτηκα και χαμογέλασα. «Για να βρίσκομαι σε είκοσι λεπτά στο Μαρούσι, θα έπρεπε να μου στείλεις έναν άγγελο που θα πιλοτάρει ελικόπτερο. Αλλά και πάλι πού θα βρει χώρο να το προσγειώσει;».

Και ξαφνικά σταμάτησε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρό μου ένας μοτοσικλετιστής. Πριν σκεφτώ, φώναξα: «Φίλε, φίλε!» κι εκείνος γύρισε και με κοίταξε. Είπα: «Έχω εκπομπή σε δεκαπέντε λεπτά. Ο σταθμός είναι στο Μαρούσι. Να παρκάρω κάπου και να με πάτε, παρακαλώ, μέχρι τη διασταύρωση Αλεξάνδρας και Κηφισίας να πάρω ένα ταξί;».

Έτσι κι έγινε. Στο μεταξύ οι φιλονικούντες οδηγοί υποχώρησαν στα κορναρίσματα των υπολοίπων και πήγαν αλλού να λύσουν τις διαφορές τους. Μόλις ο δρόμος άδειασε, ακολούθησα τον άνθρωπο με το δίκυκλο και λίγα μέτρα πιο πέρα βρήκα μια άδεια θέση και άφησα το αμάξι μου. Ανέβηκα στη μηχανή και λίγα λεπτά αργότερα έμπαινα θριαμβευτής στην Κηφισίας.

Λέω στον τύπο: «Μόλις δείτε άδειο ταξί, σταματήστε να κατέβω».
«Θα σας πάω εγώ, αλλιώς δεν θα είστε στην ώρα σας. Κρατηθείτε καλά», λέει και γκαζώνει.
Άρχισα τις θερμές ευχαριστίες, αλλά τις έπαιρνε ο αέρας. Η ταχύτητα ανέβαινε.
Πέντε λεπτά πριν από την εκπομπή ήμασταν έξω από το κτίριο του Real.
«Πώς να σ’ ευχαριστήσω, άρχοντά μου;» του λέω, περνώντας στον ενικό. Και συστήθηκα.
Με μιμήθηκε: «Σε γνωρίζω, σε κατάλαβα απ' τη φωνή, σε άκουγα τις νύχτες, είσαι ο Άγρυπνος, ε;» ρώτησε προς επιβεβαίωση. Έτεινε το δεξί χέρι του. «Είμαι ο Γιώργος Αγγελάκης».
Χαμογέλασα. «Πριν σταματήσεις δίπλα μου, κοίταξα το ναό του Αγίου Γεωργίου στο Λυκαβηττό και παρακάλεσα να μου στείλει, για να προλάβω, έναν άγγελο με ελικόπτερο. Πού να φανταστώ ότι θα μου έστελνε έναν Αγγελάκη με μηχανάκι;».

Την Κυριακή τα μεσάνυχτα ας μιλήσουμε για ένα απίστευτο περιστατικό που σας έχει συμβεί στη ζωή σας.

Σας περιμένω με αγάπη στα Παραπολιτικά 90.1fm
μεσάνυχτα με 5 το πρωί.
Τηλ. εΠκομπής 211 10 80 880
Χαιρετώ το Radio North 98.0 στη Θεσσαλονίκη που αναμεταδίδει την εΠκομπή.
Καθώς και το 2MM Radio στο Sydney
και το Ράδιο Μελωδία στην Αδελαίδα Panagiotis G Mavraidis (Radio Melodia Adelaide)

Τα σέβη μου
Άγρυπνος

Σχόλια