Μια ιστορία από ένα ταξίδι / Μάνος Τσιλιμίδης

Από το f/b Μάνος Τσιλιμίδης / 25.09.19 
Μια φορά στη Γερμανία, το χέρι ενός περαστικού λωποδύτη αφαίρεσε το πορτοφόλι μου από την τσέπη του σακακιού. Δική μου η απροσεξία, αλλα έπρεπε τώρα να βρω έναν ανέξοδο τρόπο να γυρίσω στην Ελλάδα. Ήμουν στη Φρανκφούρτη και δεν ήξερα κανέναν εκεί.

Ξαφνικά πέρασαν από δίπλα μου δύο που μιλούσαν ελληνικά. Ζήτησα την συμβουλή τους, αν είχαν καμμιά ιδέα για το τι θα μπορούσα να κάνω ώστε να βγω απ’ το αδιέξοδο που βρισκόμουνα. Με συμβούλεψαν να πάω στο «international garage» και να ζητήσω από τους υπευθύνους να με επιβιβάσουν σε κάποιο από τα φορτηγά που πήγαιναν Θεσσαλονίκη ή Αθήνα. Πήγα, κράτησαν τα στοιχεία μου από το διαβατήριο, και με οδήγησαν εκεί που ήταν αραγμένο ένα φορτηγό-ψυγείο. Για να ανέβει κανείς στο πιλοτήριο, το οποίο βρισκόταν περίπου τριάμισι μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, έπρεπε να αναρριχηθεί από μια μεταλλική ανεμόσκαλα.

Ο οδηγός, ονόματι Ταρίκ, ήταν γέννημα-θρέμμα Κωνσταντινούπολης. Στα πρώτα 500 km της διαδρομής, προσπαθούσα να κατευνάσω τον ίλιγγο που με κυρίευε καθώς έβλεπα την άσφαλτο από ψηλά να τρέχει κάτω απ’ τις ρόδες.

Ευτυχώς, ο Ταρίκ μιλούσε άψογα ελληνικά, έλεγε ωραία τις ιστορίες και με την κουβέντα ξεχνούσα την υψοφοβία μου.

Πάνω που άρχισα να συνηθίζω, ο Ταρίκ έστριψε το τιμόνι και μπήκαμε σ’ ένα τεράστιο άδειο πάρκινγκ, δεξιά του αυτοκινητόδρομου. Στο βάθος βυθιζόταν ο ήλιος.

«Γιατί σταματήσαμε; Κουράστηκες φίλε;» ρώτησα.

Είπε: «Όχι, καθόλου. Απλώς είναι ώρα για την προσευχή του ηλιοβασιλέματος».
Νόμιζα ότι είχε πετάξει κάτι ποιητικό στην κουβέντα μας, ότι η φράση αυτή είχε μια συμβολική σημασία, αλλά πριν προλάβω να ρωτήσω τι εννοεί, εκείνος έβγαλε κάτω από το κάθισμα του οδηγού ένα μικρό χαλάκι προσευχής, πήγε στην άκρη του άδειου χώρου, συμβουλεύτηκε ένα είδος πυξίδας η οποία ήταν προγραμματισμένη να δείχνει πάντα το σημείο του ορίζοντα όπου βρίσκεται η Μέκκα – η ιερή πόλη των μουσουλμάνων, έστρωσε το χαλί στην άσφαλτο του πάρκινγκ και άρχισε να προσεύχεται στον Αλλάχ.

Για να μη μείνω μόνος μου στο πιλοτήριο, ανάμεσα στα προσωπικά του αντικείμενα, κατέβηκα κι εγώ από το κουβούκλιο και τον ακολούθησα. Στάθηκα δυο βήματα πίσω του, σε στάση προσευχής -με την παλάμη του δεξιού μου χεριού να σκεπάζει την ράχη του αριστερού μου.

Όταν τελείωσε ο Ταρίκ την προσευχή του, σηκώθηκε αμέσως και μάζεψε το χαλάκι απ’ το έδαφος. Πρόσεξε τη στάση μου και με ρώτησε: «Προσεύχεσαι μαζί μου; Δεν είσαι χριστιανός;».

Λέω: « Χριστιανός είμαι. Θεώρησα απλώς ότι όφειλα να σεβαστώ την προσευχή σου. Και εντέλει, όσο εσύ μιλούσες με το Θεό σου, βρήκα ευκαιρία να πω κι εγώ δυο λόγια στον Θεό τον δικό μου».

Του άρεσε η διατύπωσή μου. Την επανέλαβε κάμποσες φορές στη διάρκεια της διαδρομής. «Θα το θυμάμαι αυτό που είπες. Θα το πω στη γυναίκα μου και στα φιλαράκια».

Ύστερα από 22 ώρες, τόσο χρειάστηκε για να καλυφθούν τα 2000 χιλιόμετρα ως τη Θεσσαλονίκη, ο Ταρίκ με αποβίβασε στο σταθμό του τραίνου. Πριν κατέβω μού προσέφερε δυο πεντοχίλιαρα, ήξερε ότι το ταξιδιωτικό μου κομπόδεμα είχε κάνει φτερά στη Φρανκφούρτη και δεν είχα ούτε για λουκάνικο. Αν δεν ήταν τα σάντουιτς που με κέρασε σε δυο καφετέριες του δρόμου, θα είχα λιμοκτονήσει στην κυριολεξία.

«Αγαπητέ φίλε, είσαι άρχοντας και σε ευχαριστω, αλλά δεν μπορώ να πάρω τα λεφτά σου. Πώς θα στα δώσω πίσω;» του λέω.

Απάντησε αμέσως: «Σου έχω λύση. Πάρε και μια κάρτα μου μαζί με τα λεφτά και όταν έρθεις στην πατρίδα μου πάρε τηλέφωνο να σε καλέσω σπίτι να φάμε και να γνωρίσεις τη γυναίκα και τα παιδιά μου».
~ ~ ~ ~ ~
Ο φίλτατος Σπύρος από την Κυψέλη (και την Κέρκυρα) πρότεινε να μιλήσουμε σε μια εκπομπή για τα απρόοπτα που μας έχουν συμβεί σε ταξίδια.

Ας είναι λοιπόν η ιδέα του το θέμα το αποψινό. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για οποιοδήποτε θέμα τον απασχολεί.

Σας περιμένω με αγάπη στα παραπολιτικά FM 90,1 και στο 2111080880
Τα σέβη μου
Άγρυπνος
25.09.19

Σχόλια