Ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (πραγματικό όνομα Νικόλαος Αρσλάνογλου, Θεσσαλονίκη, 1931 - Αθήνα, 1996) γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε το 1996 στην Αθήνα. Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με το πολυγραφημένο ποιητικό μονόπρακτο Θάλασσα και συγχρονισμός (1991, Ύψιλον), ενώ συνεργαζόταν ήδη με περιοδικά της πόλης. Η πρώτη συλλογή του, Ο δύσκολος θάνατος, θα κυκλοφορήσει το 1954.
Θα ζήσει στη Θεσσαλονίκη ως το φθινόπωρο του 1979, οπότε θα μετακομίσει στην Αθήνα, όπου θα εργαστεί ως επιμελητής στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Στις 6 Αυγούστου 1996 θα πεθάνει από καρδιακή προσβολή στο δώμα όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια - μετά τη Νέα Σμύρνη που αγάπησε και την αναγκαστική Νέα Ερυθραία - στις «δυτικές ακτές» της Αθήνας, στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου 12 στους Αγίους Αναργύρους. Θα τον βρει τρεις μέρες αργότερα, σε αρχόμενη αποσύνθεση, ο ανιψιός τους και θα ταφεί στο νεκροταφείο Αμαρουσίου.
Έγραφε από 15 ετών, όπως λέει στην τελευταία του συνέντευξη στους Λάλα και Ταγματάρχη, μια παλιότερη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τελικά μετά τον θάνατό του (Το Βήμα, 13.10.1996). Ταξίδεψε πολύ («Γύρισα την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, την Βόρεια Ευρώπη και Μέση Ανατολή» λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στον Γιώργο Χρονά, Οδός Πανός, τχ. 90-91-92-43). Στην ίδια συνέντευξη, λίγο παρακάτω, σχολιάζει την μάλλον αδιάφορη σχέση του με τους λογοτεχνικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περοχή της σφραγίζει την ποιητική του δημιουργία - ακόμη και όταν δεν ονομάζεται, όπως συμβαίνει και στον Γιώργο Ιωάννου. Ο Μιχάλης Μερακλής τον έχει χαρακτηρίσει έναν από τους τελευταίους συμβολιστές στην ποίησή μας (Η λέξη, τχ. 5, 1981), όπως άλλωστε δήλωνε και ο ίδιος.
Εργοβιογραφία
Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από εύπορους μικρασιάτες γονείς. Στα εφηβικά του χρόνια επέλεξε το ψευδώνυμο 'Αλέξης' απο τον ομώνυμο ήρωα στο έργο Ταπεινοί και καταφρονεμένοι του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Τελείωσε το τετρατάξιο δημοτικό σχολείο των Εκπαιδευτηρίων Βαλαγιάννη, όπου φοιτούσε και ο λίγο μεγαλύτερός του Μανόλης Αναγνωστάκης και η αδερφή του Λούλα. Όπως σημειώνει ο ίδιος στο «Αυτοβιογραφικό σε τρίτο πρόσωπο» (Οδός Πανός, τχ. 90-91-92, αφιέρωμα στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, 4-5), στη συνέχεια, φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (με καθηγητή τον Γιώργο Θέμελη), απ' όπου αποφοίτησε το 1949. Πήρε το Diplôme d'Etudes Littéraires του Γαλλικού Μορφωτικού Κέντρου (πρώτης μορφής του μετέπειτα Γαλλικού Ινστιτούτου, 1948-1950). Το 1952 εξελέγη Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας «Μακεδονική Εριουργία ΜΑΚΕΡ», θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1963. Ένα χρόνο πριν, η επιχείρηση, η οποία ανήκε στον πατέρα του Ασλάνογλου, χρεοκόπησε και πέρασε στα χέρια του Νικόλαου Ιπλικτσόγλου.
Το 1964-1965 υπήρξε υπότροφος της αιγυπτιακής κυβερνήσεως στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου. Το 1966 πήρε το Diplôme Supérieur d'Études françaises (Sorbonne). Το 1966-1967, παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής γλώσσας και γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aix-en-Provence. Από το 1968 εργάζεται ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Το 1970-1973 επιστημονικός συνεργάτης του εργαστηρίου της Ειδικής Κτιριολογίας της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Το 1971 πτυχιούχος του Γαλλικού Τμήματος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1972 αναπληρωτής Διευθυντής σε φροντιστηριακό όμιλο. Από το 1977, εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είχε ενεργό συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης ως μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης και της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στη Μέση Ανατολή. Μετά το 1980 έζησε στην Αθήνα, κατά κάποιο τρόπο αυτοεξόριστος όπως σημειώνεται συχνά, όπου εργάστηκε ως επιμελητής στον ξενόγλωσσο εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη.
Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Αυγούστου 1996, σε ηλικία 65 ετών.
Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου συνεργάστηκε αρχικά με το περιοδικό Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης (1947). Στη συνέχεια, το 1951 εκδίδει με τον Δ. Κ. Κατσανό, ένα και μοναδικό τεύχος του περιοδικού Σκέψη, όπου δημοσίευσε και το κριτικό του δοκίμιο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Επισήμως έκανε την εμφάνισή του στους λογοτεχνικούς κύκλους το 1952, με το μικρό ποιητικό μονόπρακτο Θάλασσα και συγχρονισμός, σε εκατό πολυγραφημένα αντίτυπα. Το κείμενο θα δημοσιευτεί αργότερα στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Διαγώνιος, το 1961, αφού πρώτα απόσπασμά του έχει δημοσιευτεί το 1953 στις σελίδες του περιοδικού των Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης Πυρσός, στη συντακτική επιτροπή του οποίου συμμετείχε από 1953 ως το 1955. Στο ίδιο περιοδικό ο ποιητής δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, Σταθμός Λιτοχώρου, που θα ενσωματωθεί στη συλλογή Δύσκολος θάνατος, η οποία θα τυπωθεί το 1954 στη Θεσσαλονίκη, στις εκδόσεις Κοχλίας και θα περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1946 - 1953. Η συλλογή θα κυκλοφορήσει, όπως λέει ο ίδιος στη συνέντευξη στο Βήμα, ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης. Θα ακολουθήσουν τα ποιητικά:
- Ο Θάνατος του Μύρωνα (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1960)
- Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963)
- 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970)
- Νοσοκομείο Εκστρατείας (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1972)
- Αργό Πετρέλαιο. Ποιήματα 1971-1974 (Αθήνα, Πολύτροπον, 1974)
- Ο Δύσκολος Θάνατος (συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1978)
- Ωδές στον Πρίγκηπα (Αθήνα, Ύψιλον, 1981)
- Τρία ποιήματα (Αθήνα, Νεφέλη, 1987).
Δημοσίευσε επίσης το δοκίμιο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1959).
Μετέφρασε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ (Αθήνα, Πανδώρα, 1971) και την Ταβέρνα του Ζολά (Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1985).
Εκτός από το ποιητικό μονόπρακτο με το οποίο εμφανίστηκε στα γράμματα, Θάλασσα και συγχρονισμός, που εκδόθηκε το 1991, την ίδια χρονιά εξέδωσε και μια σειρά από δημοσιογραφικά κείμενα σε έναν τόμο με τίτλο Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (Αθήνα, Ύψιλον, 1991, κείμενα δημοσιευμένα στην εφημερίδα 24 ώρες το 1989).
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Διαγώνιος (1957-1969), Διάλογος (1963-1963), Ausblicke (1970-1973) και Ροτόντα (1971), Εκλογή, Ευθύνη, Καινούργια εποχή και Τομές, καθώς και με τις εφημερίδες Δράσις και Ναυτεμπορική.
Δεν ενδιαφερόταν για τη δημοσιότητα, ούτε καν για την έκδοση των βιβλίων του, που στη δεκαετία του 1970 ήταν δυσεύρετα ακόμη και στη Θεσσαλονίκη.
Το συμβόλαιο για την έκδοση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του το υπέγραψε το 1978 με τον Γιώργο Κάτο των εκδόσεων Εγνατία στο «Αχίλλειον», τη μέρα που έγινε ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης (20.6.1978).
Η συλλογή θα κυκλοφορήσει το 1979 και θα κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις (χωρις δυστυχώς να σημειώνονται οι πολλές ανατυπώσεις).
Στεκόταν απέναντι στην κοινωνία, στους ανθρώπους, σε όλες τις συμβάσεις, προσπαθώντας να πραγματώσει, με κάθε τρόπο, τον εαυτό του.
Σταμάτησε να γράφει ποίηση το 1976, στα 44 χρόνια του. Ακολούθησαν, έως το θάνατό του, το 1996, είκοσι χρόνια σιωπής, δίχως να γράψει ή να δημοσιευσει ένα ποίημα.
Τα ποιήματά του διαβάζονται αδιαλείπτως, ειδικά από τους νέους, όπως θα ήθελε κι ο ίδιος.
Λίγα λόγια για το έργο του
Ο ίδιος ο ποιητής λέει για τα ποιήματά του στους Λάλα και Ταγματάρχη (Το Βήμα, 13.10.1996):
Είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά είναι μετασυμβολικά με έντονες υπερρεαλιστικές επιδράσεις... Δηλαδή "μετά τον υπερρεαλισμό"... Κινούμαι σε ένα κλίμα μετα-υπερρεαλιστικό... αλλά είμαι μακριά από τον υπερρεαλισμό στην τέχνη... Δανείζομαι στοιχεία μόνο.
Την ίδια στιγμή που δηλώνει τη συνάφειά του, έστω και σε επίπεδο επιλεκτικού δανεισμού, με τον υπερρεαλισμό, διατείνεται ότι είναι ο τελευταίος συμβολιστής ποιητής και η μουσικότητα και η υπαινικτικότητα της ποίησής του συνάδει προς το συμβολιστικό πρόταγμα ut musica poesis. Οι μελετητές έχουν εντοπίσει στο έργο του ποικίλες συγγένειες, από τον Σικελιανό, τον οποίο μνημονεύει κι ο ίδιος, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Καρυωτάκη, ως τον Μπωντλαίρ και τον Λαφόργκ.
Ποιητής του πένθους, της απώλειας της αθωότητας, της ενότητας, της αρμονίας, ποιητής αστικός που σεργιανίζει στην πόλη, όπως λέει σε ένα ποίημά του, και μεταποιεί τις εικόνες της, συνδέοντάς τις με τις αισθήσεις και τα αισθήματα, ο Ασλάνογλου είναι χαμηλόφωνος, συγκρατημένος, υποβλητικός. Τα ποιήματά του δεν έχουν ποτέ τελεία στο τέλος για να συνεχίζουν τον δρόμο τους μετά τη δημοσίευση, στον αναγνώστη και πέρα από αυτόν. Έγραφε δύσκολα, διορθώνοντας ξανά και ξανά τα ποιήματά του.
Έρωτας, μνήμη, θάνατος, αίσθηση ματαιότητας σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει τον εσωτερικό ρυθμό του, αίσθημα, αίσθηση και ομορφιά, υπαρξιακή ερημία, αυτές είναι ορισμένες από τις κεντρικές θεματικές του. Μιλώντας για τις ποιητικές του καταβολές αναφέρθηκε στην έννοια του θανάτου. «Η έννοια του θανάτου με πολιορκούσε από μικρό παιδί. Μου ΄χε γίνει μια έμμονη σκέψη σε συνδυασμό με τον έρωτα, γιατί ο έρωτας, στα εφηβικά τουλάχιστον χρόνια δεν ήταν παρά μια μορφή θανάτου για μένα. Από την άλλη μεριά, ο θάνατος του πατέρα μου με έκανε να καταλάβω πόσο δύσκολα κανείς πεθαίνει. Ο θάνατος των αισθημάτων, λοιπόν, σ' ένα εσωτερικό νεκρό τοπίο όπου δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε. Αυτά ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια για όλους μας.»
Η σχέση του Ασλάνογλου με τη Θεσσαλονίκη
Όπως είδαμε παραπάνω, ο ποιητής χαρακτηρίζει τα ποιήματά του ως ποιήματα απουσίας μεν, αλλά και τοπολατρίας δε. Από την Καλαμαριά των απαρχών ως τη Βασιλίσσης Όλγας όπου έμενε στη δεκαετία του 1970, την οδό Κωνσταντινουπόλεως αργότερα, και το Ωραιόκαστρο, όπου έγραψε τις Ωδές στον πρίγκιπα, από το «Αχίλλειον» στα καφενεία και στα ταβερνάκια του κέντρου της πόλης, ο Ασλάνογλου κινείται και γράφει για τη Θεσσαλονίκη – όταν δεν εμπνέεται από τους τόπους που επισκέπτεται. Στη ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Γιώργο Χρονά εξηγεί, για παράδειγμα, πώς έγραψε ολόκληρη σχεδόν τη συλλογή Ωδές στον πρίγκιπα στο υποβλητικό Ωραιόκαστρο. Μια συλλογή που αποτυπώνει, κατά τον ίδιον στην ίδια συνέντευξη, μια αριστοκρατική ερήμωση, μια ραφινάτη μοναξιά, σαν αυτή μέσα στην οποία έζησε ως το τέλος.
Ωστόσο η απομόνωση αυτή, δεν εμποδίζει τον ποιητή να ζει στον «έξω χώρο». Ο ίδιος, σε συνέντευξή του, δηλώνει:
«Μ'αρέσει να ζω έξω από το σπίτι..να περπατάω, να χαζεύω στους δρόμους...όταν βρίσκομαι στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο...μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια. Με τρελαίνουν οι εναλασσόμενες οπτικές παραστάσεις...».
Το αστικό τοπίο, συνεπώς, αποτελεί για τον Ασλάνογλου τον οδηγό της ποιητικής του έμπνευσης και συχνά τον χώρο που φεγγρίζει πίσω από τους στίχους του, ως τόπος του ελάχιστου και την ίδια στιγμή συγκλονιστικού γεγονότος.
Η σχέση του ποιητή με την Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αποτυπώνεται και ρητά σε ορισμένα ποιήματά του:Αεροδρόμιο Μίκρας, Πένθιμο τραγούδι της Επανομής, Τάφοι της Αγίας Παρασκευής, Στο Καρνάγιο. Κυρίως όμως ο Ασλάνογλου πετάει πάνω από την πόλη του, πάνω από όλες τις πόλεις που αγάπησε, αφού, όπως λέει, «Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη...»
Σχόλια