Από το slpress.gr / Νεφέλη Λυγερού
Πριν δύο χρόνια τέτοιες μέρες η νεαρή πρωταγωνίστρια του «Κυνόδοντα» Μαίρη Τσώνη πέρασε στην άλλη όχθη. Όσο αιφνίδιος ήταν ο πρόωρος χαμός της, άλλο τόσο ακατανόητος ήταν για όλους εκείνους που επιχειρούσαν να φέρουν στο νου τους το φρέσκο πρόσωπό της και να εξηγήσουν πώς είναι δυνατόν να χάθηκε τόσο σύντομα. Σοκαριστικός, όμως, δεν ήταν για εκείνους που την γνώριζαν και παρακολουθούσαν στου δρόμους των Εξαρχείων την μοιραία πορεία της.
Δύσκολα, άλλωστε, περιγράφεται ως σοκ κάτι που είχε προ πολλού προαναγγελθεί. Εξάλλου, «η Μαίρη είχε ήδη φύγει», όπως λένε εκείνοι που δυσκολεύονταν να την βλέπουν να περιφέρεται σαν σκιά του εαυτού της στη Διδότου και σε άλλους δρόμους των Εξαρχείων. Είχε ήδη αποσυρθεί από την ζωή και το φως. Αυτοί ήταν που είχαν παραδώσει ανήμποροι πια τα όπλα, βιώνοντας το μεθεόρτιο πένθος μετά την φυγή της.
Όταν πού και πού την συναντούσαν τυχαία να περπατά σαν φάντασμα, ενώ δεν είχε πουθενά να πάει, μόνο τότε αφουγκραζόταν το μοναχικό μονοπάτι που οδηγούσε στην σκοτεινή αυτοκαταστροφή. Ντυμένη στα μαύρα, απόκοσμη, αερικό στα λιγοστά της κιλά, με ένα τσιγάρο στο στόμα, ακόμα και στις πιο δύσκολες ημέρες της δεν αμελούσε να φοράει ένα έντονο μακιγιάζ. Ήταν λες και πίσω από αυτό οχυρωνόταν από τον έξω κόσμο. Έτσι κι αλλιώς οι παρτίδες με αυτόν είχαν προ πολλού περιοριστεί.
Η ηρωίνη ρημάζει στο πέρασμά της φιλίες, καλλιτεχνικές δημιουργίες, καριέρες και ταλέντα. Ακόμα και όταν πρόκειται για τόσο μεγάλα και πολυδιάστατα, όσο αυτό της Μαίρης. Για τους ελάχιστους φίλους της η Μαίρη ήταν η Μαιρούλα, ή ακόμα και η Ρούλα… Πριν αφεθεί ολοκληρωτικά στο σκοτάδι, είχε δηλώσει -σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της- ότι αυτό δεν είναι κάτι κακό, ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε μαζί του. Η Μαίρη έπεφτε με τα μούτρα στη δημιουργία, σε όλα αυτά που αγαπούσε από μικρή.
Το όνειρό της αρχικά δεν ήταν ούτε η μουσική, ούτε η υποκριτική. Ήταν ο χορός. Αυτό ήταν το πάθος της από τότε που ταξίδευε συνεχώς με τον πατέρα της που ήταν εργολάβος και μετακόμιζαν από το ένα μέρος στο άλλο. Εκείνη έπρεπε να βρει τρόπους να προσαρμόζεται, να αποκτά νέους φίλους, σταθερές ρίζες. Να μάθει να μην ασφυκτιά στο οικογενειακό περιβάλλον, να μάθει να εντάσσεται στο κοινωνικό. Ίσως αυτό την επηρέασε στην μετέπειτα ζωή της. Παρά τη λάμψη και την ομορφιά της., παρά τους πολλούς που τράβαγε κοντά της, εκείνη παρέμενε μοναχική. Στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης άρχισε επιτέλους να ξεδιπλώνει το ταλέντο της. Πνιγόταν, όμως. Δεν της άρεσαν οι νόρμες, δεν πειθαρχούσε στους κανόνες.
Ιέρεια ενός εναλλακτικού κοινού
Στην Αθήνα, όμως, βρίσκει για πρώτη φορά ανθρώπους, με τους οποίους μιλάει την ίδια γλώσσα. Ένας από αυτούς είναι ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, γιός του γνωστού σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη. Περνούν το καλοκαίρι τους μαζί. Ακούνε μουσική και βλέπουν κινηματογράφο αδιαλείπτως. Αυτός είναι που την μυεί στα μυστικά της έβδομης τέχνης. Της γνωρίζει νέους σκηνοθέτες και ηθοποιούς.
Ένας από αυτούς στέκεται αφορμή για τη δημιουργία του συγκροτήματός τους. Ενός συγκροτήματος που την ανέδειξε σε ιέρεια ενός επίλεκτου αθηναϊκού κοινού πολύ πριν την εμφάνιση του Γιώργου Λάνθιμου και του «Κυνόδοντα» στη ζωή της. Αφορμή για το καλλιτεχνικό πάντρεμά τους στέκεται ένα μουσικό κομμάτι που ετοιμάζουν από κοινού για μία ταινία. Για χάρη αυτής οργανώνουν και την πρώτη τους συναυλία, με στόχο να συγκεντρώσουν χρήματα για τα γυρίσματά της.
Η Μαίρη φεύγει για σπουδές στο Λονδίνο. Παρακολουθεί μαθήματα μουσικής χορού, μιούζικαλ. Βιώνει μία πρωτόγνωρη περίοδο εξωστρέφειας. Παρακολουθεί με συνέπεια μαθήματα χορού και μουσικής: τζαζ, κλακέτες, ορθοφωνία. Ονειρευόταν να γίνει μπαλαρίνα από τότε που ήταν κοριτσάκι. Τώρα πια έχει εξελιχθεί σε ένα μαύρο κύκνο. Ο Αλέξανδρος την επισκέπτεται και στη βρετανική πρωτεύουσα γεννιέται το ιδιότυπο συγκρότημα “Mary and the boy”.
Επιστρέφουν μαζί στην Ελλάδα, κάνουν πρόβες, παίζουν σε συναυλίες φίλων, σε μικρά μαγαζιά στα Εξάρχεια, όπως το ιστορικό An. Σε χρόνο ρεκόρ γίνονται talk of the town στο εναλλακτικό κοινό της Αθήνας. Προσφέρουν, εξάλλου, ένα διαφορετικό θέαμα. Προσθέτουν στη σκηνή μία εξωτική χορεύτρια και ένα πριόνι. Συνθέτουν και ερμηνεύουν μια πολύ ιδιαίτερη μουσική πρόταση, η οποία συνοδεύεται από underground εμφανίσεις σε σπίτια και σε μικρούς χώρους στην Αθήνα.
Άκρα και όρια
Σε χρόνο ρεκόρ γίνονται γνωστοί και ουσιαστικά δίνουν ώθηση σε μια νέα γενιά μουσικών να εκφραστεί με πάθος έξω από την safe zone της εποχής, αδιαφορώντας για την αποδοχή και την επιτυχία ενός ακατέργαστου ήχου. Η Μαίρη, όμως, έχει ήδη καλωσορίσει στη ζωή της τις εξαρτήσεις. Παράλληλα, όμως, πειραματίζεται, δημιουργεί, καθώς συνεργάζεται με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στην πειραματική σκηνή του Εθνικού. Ταυτόχρονα, ολοκληρώνει με τον Αλέξανδρο το τελευταίο άλμπουμ των “Mary and the Boy” με τίτλο “Τime Μachine”.
Μοιάζει, όμως, να χάνει την ισορροπία μεταξύ της αταλάντευτης ευαισθησίας της απέναντι στη σκληράδα του εφιάλτη των ναρκωτικών. Εξάλλου, δεν ήταν ποτέ καλή στο να διατηρεί τις ισορροπίες. Αντίθετα, βρίσκεται να ορίζει άκρα και όρια, στα οποία οι διαχωριστικές γραμμές άρχισαν να εξαφανίζονται. Η πιο σταθερή σχέση στη ζωή της, η σχέση με τον Αλέξανδρο, γκρεμίζεται. Η συνύπαρξή τους, καθώς εργάζονται μαζί και ζουν στο ίδιο σπίτι, φτάνει σ’ ένα τέλμα. Οι δρόμοι τους χωρίζουν και η Μαίρη έχει να ζήσει μία ακόμα άνοδο πριν την τελική πτώση.
Αν και άγνωστη στο ευρύ κοινό, έχει ήδη κάνει όνομα στον καλλιτεχνικό χώρο, δουλεύοντας κυρίως πίσω από τις κάμερες σε μικρές ανεξάρτητες παραγωγές. Όταν ο Γιώργος Λάνθιμος ψάχνει μέσω κάστινγκ την μικρή αδελφή της δυσλειτουργικής οικογένειας του Κυνόδοντα, βρίσκει στο πρόσωπο της Μαίρης την ιδανική πρωταγωνίστρια. Εξαλείφει όλο το γκόθικ στυλ που εκείνη αναδύει και η Μαίρη, αν και απολύτως άπειρη μπροστά στον κινηματογραφικό φακό, λάμπει.
Οι εσωτερικές καταιγίδες
Είναι η μία ευχάριστη ανάπαυλα από τις εσωτερικές της καταιγίδες. Περνάει ωραία, δένεται με το καστ, σοκάρεται με την επιτυχία, αλλά συγχρόνως την απολαμβάνει. Γεύεται όλη την εμπειρία σαν μικρό κορίτσι που κατά βάθος απολαμβάνει το κόκκινο χαλί, τα φώτα, τα φλας, τις φωτογραφίες. Τις συνεντεύξεις, όμως, τις σιχαίνεται και αποσύρεται από αυτές, αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη του καστ να τις διεκπεραιώνουν.
Η επιστροφή της στην Αθήνα και στην πραγματικότητά της είναι δύσκολη. Κάνει συνεργασίες, συμμετέχει σε κάποιες κινηματογραφικές παραγωγές, αλλά παραμένει ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης. Κάθε τόσο καταφέρνει να διοχετεύσει την φωτιά που κρύβει μέσα της στην τέχνη, αλλά τις περισσότερες φορές αυτή είναι που την κατατρώει.
Η μοναξιά, η άρνηση να την αντιμετωπίσει, η ανείπωτη θλίψη που την μαστίζει, οι εσωτερικές κραυγές και η ατέρμονη αγωνία μπροστά στην κοινωνική αποξένωση και τις παγίδες των παρορμήσεων, μοιάζουν να την νικούν κατά κράτος. Ακόμα και η σχέση της με τα Εξάρχεια αλλάζει. Η μιζέρια, της οποίας μέχρι τότε ήταν απλός παρατηρητής, την καταπίνει και γίνεται μέρος της.
Οι τελευταίες της εμφανίσεις είναι το 2016. Έχει ήδη αποσυρθεί. Ο επόμενος χρόνος την βρίσκει σκιά. Ακόμα και η ανυπότακτη φωνή της δεν ακούγεται πια. Αν και ο επίλογος αργούσε κάποιους μήνες ακόμα, η Μαίρη είχε ήδη ακολουθήσει τα χνάρια των υπόλοιπων συνταξιδιωτών της, όπως είναι ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα Γώγου. Καλλιτεχνών με την αναγεννησιακή έννοια του όρου. Για τη Μαίρη, άλλωστε, ταιριάζουν γάντι τα λόγια του Δημήτρη Πουλικάκου: «Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας… Οι εξαρχειώτες άγιοι που λέμε φύγανε νωρίς… Ήταν όλοι αυτοί ιδιότροπα, ευάλωτα άτομα. Δεν είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης… άφησαν, όμως, παρακαταθήκη».
Σχόλια