Οδυσσέας Ελύτης 23 χρόνια από τον θάνατό του


Οδυσσέας Ελύτης 2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996
Στοιχεία για την ζωή και το έργο του δείτε εδώ
Ακολουθούν σκέψεις του από το gnomikologikon.gr

Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Τα τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη.

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.

Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις,
όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

Το «κενό» υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του.

Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.

Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει.

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…

Κείνο που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια είναι η άνοιξη που δεν έφερες.

Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη.

Όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη.

Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;

Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.

Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα.

Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας. Ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δε λες: αυτό που κάνω είναι κελαηδητό!

Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία.

Δυστυχώς και η Γη με δικά μας έξοδα γυρίζει.

Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.

Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.

Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.

Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο.

Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική, μας οδηγούν στη βαθύτερη γνώση του κόσμου.

Τρώγε την πρόοδο και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της.

Ο τρομοκράτης είναι ο άξεστος των θαυμάτων.

Στην κακή μοιρασιά πάντοτε ο Θεός ζημιώνεται.

Όπου ακούς αέρα είναι η Γαλήνη που βρυκολάκιασε.

Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές.
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ)

Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.

Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα…

Kι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία και σ’ όλα τα μεγέθη της.

Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.

Δίνε δωρεάν τον χρόνο αν θες να σού μείνει λίγη αξιοπρέπεια.

Η Ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού· ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του.
Από την «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», 1979

Δεν έχει φτέρνες η τελειότητα.

Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα.
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ)

Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση.
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ)

Ως ένα σημείο, η ποίηση λύνει προβλήματα· στο αμέσως υψηλότερο, θέτει καινούργια· στο ύψιστο, τα αίρει ως εκεί που παύουν ν’ αποτελούν προβλήματα.
Από την «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», 1979

Έτη φωτός στους ουρανούς 
έτη Αρετής μες στον ασβέστη.

Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα και να: ο Θεός!

Από φυσικού της η μαυρίλα πρέπει να’ ναι και κλεπταποδόχος.

Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση.

Έχει τη μέση της και η άκρη-άκρη.

Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα.

Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική.
Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
(από το «Άξιον Εστί»)

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως.
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί,
Γυναίκα

Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – 
Μα πού γύριζες…

Πρόσεχε να προφέρεις καθαρά τη λέξη θάλασσα 
έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια 
Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο θεός.

Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει.

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά. Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!

Χίλιοι δυο παραφυλάνε σε κοιτάν και δεν μιλάνε.
Είσαι σήμερα μονάρχης κι ώσαμ’ αύριο δεν υπάρχεις.

Όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Νυν η ταπείνωση των Θεών 
Νυν η σποδός του Ανθρώπου 
Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!
(οι τελευταίοι στίχοι του «Άξιον εστί»)

Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή.

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο.

«Ήλιος ο Πρώτος»

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη.

Έχοντας ερωτευτεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση.

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι και το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. 
Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. 
Ήταν ένα δικαίωμα.

Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.

Άχνα βασιλικού πάνω απ’ το σγουρό εφηβαίο.

Μακριά, μέσα στ’ απώτατα βάθη του Αμνού, ο πόλεμος συνεχίζεται.

Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.

Έχω κάτι να πω διάφανο και ακατάληπτο
Σαν κελαηδητό σε ώρα πολέμου.
Ομιλία

Καθείς και τα όπλα του.
από το «Άξιον εστί»

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι.

Ήρθαν ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.

Γιοι των ανθρώπων, τι να πω; 
Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!

Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι
σ’ ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.

Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.

Σχόλια