Από το tsalapatis.blogspot.gr
Ιδού οι καρποί που μας έθρεψαν επί της γης
Κοράνι, II, 23
Η πόλη αυτή δεν έχει καμία δική της γεύση, καμία συνταγή, κανένα πιάτο. Μια απουσία όμοια με την απουσία ντοπιολαλιάς, εθίμων και τρόπων. Καμία γεύση δεν την συνδέει με το παρελθόν της. Η Αθήνα, μέσα στην απότομη εκπλήρωσή της και μέσα στο ξαφνικό της μέγεθος, στέκει χωρίς παρελθόν, αποκλειστικά και μόνο με ιστορία. Μα η ιστορία δεν έχει γεύση.
Ο κατάλογος της πόλης περιλαμβάνει τις φθηνές τροφές με τρόπο πλειοψηφικό. Παραλλαγές σφολιάτας, γεμίσματα ζύμης και πίτας, φθηνά πιάτα δίπλα στα καυσαέρια. Εναν κοινωνικό τρόπο βιασύνης και προχειρότητας που μας εξισώνει (συνήθως άσχετα από ηλικίες, εισοδήματα, ακόμα και γούστα) στο αρνητικό. Οι δρόμοι απλώνουν το αχανές και άυλο τραπεζομάντιλό τους στους συνδαιτυμόνες της ταχύτητας, όλους εμάς τους βιαστικούς της κατάποσης που συναντιόμαστε με την απουσία της συνάντησης κατά τη διάρκεια του φαγητού. Τι γεύση έχει η Αθήνα;
Τα διευρυμένα ωράρια των μαθητών, των φοιτητών και των εργαζομένων, οι μετασχηματισμοί των διατροφικών συνηθειών, η ευτυχής εξαφάνιση του κοινωνικού ρόλου της «νοικοκυράς-μαγείρισσας», οι νέες ταυτότητες και η νομιμοποίηση της απαστράπτουσας καταναλωτικής κουλτούρας, η μετατροπή της οικίας από χώρο παρασκευής σε χώρο κατανάλωσης του φαγητού, εξόπλισαν την καθημερινότητά μας με γρήγορες εστιάσεις, δάνεια μαγειρέματα και πρόχειρες ενοικιάσεις συνάθροισης, πάνω από ένα βιαστικό τραπέζι, ή όρθιοι σε κάποιο σημείο του μαγαζιού ή του δρόμου. Μαζί με τις φτηνές τροφές, καταπίνουμε και την πλήρη άγνοιά μας για αυτές, τον τρόπο παραγωγής τους, το σκεπτικό κατασκευής τους, την όποια δαπάνη, ακόμα και την ταυτότητα των υλικών τους. Ετσι, η αυριανή μας σάρκα κουβαλά και το σώμα της αποξένωσης που καταναλώσαμε. Μπουκωμένοι με χρόνο (ο οποίος δεν είναι ποτέ αρκετός), πεταγόμαστε κάπου για λίγο, σε τυχαία ωράρια ή αντανακλαστικές υπενθυμίσεις. Και μες στη βιασύνη μας, είναι ο χρόνος που μας καταναλώνει λαίμαργα.
Πάντα μου έκανε εντύπωση το πώς η ταυτότητα της τροφής είναι πάντοτε θέμα τοποθέτησης: στο πιάτο είναι φαγητό, στα ρούχα λεκές, στο πάτωμα σκουπίδι. Το περιεχόμενο και η σύσταση δεν αλλάζουν, αλλά η ταυτότητα και ο ρόλος μεταβάλλονται ακαριαία. Πώς ονομάζεται λοιπόν όλη αυτή η γειτνίαση της τροφής δίπλα στον δρόμο, το στρίμωγμα, τη βιασμένη ροή της ημέρας; Αλλωστε, σχεδόν πάντα, η φτηνή τροφή συνοδεύεται, υπάρχει δίπλα σε κάτι, υπάρχει παράλληλα με τη θέαση, το περπάτημα, την εργασία. Οπως ο καθρέφτης που δεν κολακεύει το γήρας, έτσι και η μοναξιά της πράξης θα την μετέφερε πίσω στις πραγματικές τις διαστάσεις, στο φαγωμένο πρόσωπο της πρόχειρης φτηνής τροφής.
Η αλλοίωση δεν είναι ενδεχόμενο ή κίνδυνος, αλλά συστατικό της φτηνής τροφής. Στέκει εκεί ανάμεσα σε υλικά και καρυκεύματα, απομακρύνοντάς μας από ό,τι μπορεί να θυμίζει γεύση. Κάθε δαγκιά είναι μια υπενθύμιση υλικότητας, αφού η φτηνή τροφή δεν έχει τίποτα το πνευματικό, γεύση, αξία ή μυρωδιά. Ετσι, ξεφεύγει από κάθε εντύπωση και αίσθηση και προσπαθεί να είναι απλά πρακτική. Και αφού δεν μπορεί να μας γοητεύσει με τις υποσχέσεις στη γεύση, η φτηνή τροφή θα προσπαθήσει να παραπλανήσει την όρασή μας. Οχι βέβαια καθεαυτή, αλλά εκπροσωπούμενη από την απαστράπτουσα φωτό της. Ολη η απόσταση ανάμεσα στη φωτογραφία ενός μπέργκερ και την καθεαυτή τσαλακωμένη εικόνα της πραγματικότητάς του είναι ένα ανέξοδο μάθημα για όλες τις απογοητεύσεις των υποσχέσεων, για όλη την απόσταση ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό, για όλη την πλάνη που θα συναντήσουμε στη συνέχεια στη ζωή μας.
Δεν θα ήθελα όμως να κλείσω χωρίς να αναφέρω τη γοητεία του κακού, την ομορφιά της ασχήμιας, την πλήρωσή μας από το άδειο της φτηνής τροφής. Πολλές φορές η οξύτητα της γεύσης, το εμφανές λάθος του συνδυασμού, η κακή ποιότητα του υλικού, κουβαλούν τη δική τους τέρψη. Αλλωστε, το αυθεντικά κακό πάντοτε έχει ενδιαφέρον, ως μια συνειδητή παρασπονδία από όποιον μας κώδικα.
Μέσα στα σπλάχνα της η πόλη αυτή μας χωνεύει. Ομοια με φτηνή τροφή. Γιατί εμείς είμαστε οι σάρκες της πόλης.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Σχόλια