Από το mpananas.wordpress.com
Θα ήταν πιο εύκολο να θέλαμε να είμαστε πλούσιοι. Θα ήταν πιο εύκολο να θέλουμε να κυνηγάμε τα λεφτά. Θα είχαμε μείνει σε όλες αυτές τις δουλειές από τις οποίες φύγαμε τρέχοντας, θα είχαμε κρατήσει φιλίες με όλους αυτούς που θα μπορούσαν να, όταν κλπ. Θα λέγαμε ναι σε δουλειές που είπαμε όχι, θα κάναμε αυτό που μας έλεγαν πάντα ή θα κάναμε το αντίθετο αν στρατηγικά θα οδηγούσε κάπου. Θα προσπαθούσαμε να εντυπωσιάσουμε αυτούς που μετά το 8ωρο βρίζουμε, θα μέναμε παραπάνω ώρες, πολλές παραπάνω ώρες χωρίς ποτέ να ζητήσουμε να πληρωθούμε υπερωρίες.
Θα γελούσαμε με τα κρύα αστεία του αφεντικού, θα κάναμε παρέα με τη μάνατζερ μετά τις 11 ώρες δουλειάς, θα βγαίναμε στα ίδια μέρη. Μέχρι που θα αποκτούσαμε και κοινά χόμπι. Στα meetings θα συμμετείχαμε ενεργά ή τουλάχιστον θα προσπαθούσαμε να δείξουμε πραγματικό ενδιαφέρον. Θα φεύγαμε πάντα τελευταίοι από τις αίθουσες συνεδριάσεων για να μπορέσουμε να κάνουμε small talk με το αρχιαφεντικό. Θα ήμασταν χαρούμενοι εθελοντές για όλα. Σε κάθε βαρετή «αποστολή» θα λέγαμε ναι, σε κάθε μαραθώνιο που θα συμμετείχε η εταιρεία θα λέγαμε ναι. Στα εταιρικά πάρτι θα ήμασταν η ψυχή. Θα μιλούσαμε για την εταιρεία σε πρώτο πληθυντικό. Θα λέγαμε «κάναμε», «βγάλαμε», «παρουσιάσαμε», «καταφέραμε». Θα χρησιμοποιούσαμε τους φίλους μας και τους γνωστούς μας για το καλό της εταιρείας. Θα υποχρεωνόμασταν προσωπικά. Θα δουλεύαμε τα σαββατοκύριακα, θα γυρνούσαμε από τις διακοπές μας, δεν θα παίρναμε όλες τις μέρες τις άδειας μας. Θα ήμασταν το παράδειγμα της αφοσίωσης στα ιδανικά της εταιρείας. Της όποιας εταιρείας.
Αν τα έκανες όλα αυτά ή έστω κάποια από αυτά τότε θα είχες σταματήσει από καιρό να απογοητεύεσαι. Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχες πολύ χρόνο για να σκεφτείς. Κυρίως θα έτρεχες. Θα έτρεχες να προλάβεις να κάνεις όλα αυτά που πρέπει να κάνεις μέχρι την τάδε ηλικία για να μπορέσεις μετά να απολαύσεις. Έτσι δε λένε; Κάνε ότι μπορείς τώρα για να μπορείς μεθαύριο. Ο τζίτζικας που τραγουδούσε όλο το καλοκαίρι και είχε πολύ κέφι ήταν ένας επιπόλαιος τεμπέλης. Να γίνεις μέρμηγκας, υπονοούσαν. Ο μέρμηγκας επιβιώνει. Δε σου είπαν ποτέ αν ο μέρμηγκας ήταν ευτυχισμένος, τι σημασία είχε αυτό.
Άκου λοιπόν πως έχει η ιστορία. Αρχικά, ο μέρμηγκας ήταν ένας συμβιβασμένος, αγχωτικός μαλάκας. Πέθανε στα 40 του από καρδιά. Τα τελευταία χρόνια δεν μιλούσε σε κανέναν από τους φίλους τους. Ξυπνούσε και κοιμόταν με το άγχος να μαζέψει αρκετά τρόφιμα για το καλοκαίρι. Όταν πέθανε βρήκαν στο σπίτι του τόσες προμήθειες που μπορούσαν να ζήσουν άλλες 10 οικογένειες για τους επόμενους τρείς χειμώνες. Όλοι είπαν πόσο εργατικός ήταν. Αλλά δεν πήγε κανένας στην κηδεία του. Ούτε ο τζίτζικας.
(Θα ήταν πιο εύκολο να θέλουμε να κυνηγάμε τα λεφτά. Αλλά δεν έχει πλάκα η ζωή έτσι. Θέλουμε να τραγουδάμε όταν έχουμε κέφι και ας βγάλουμε το χειμώνα με παξιμάδια. Τουλάχιστον θα είμαστε μαζί, μπισκότο.)
Σχόλια