Ο Λάζος ζει. Αναμνήσεις από την μακρόχρονη καριέρα του δικού μας ροκ σταρ


Από το arive.gr / κείμενο - αλέξανδρος κόγκας επιμέλεια - πωλίνα ταϊγανίδου, τάσος θώμογλου
«Είδες τον Λάζαρο;», βρέθηκε ξαφνικά να μου φωνάζει τσιριχτά μια νευρική θεία που έσερνε ένα παιδικό καρότσι. Στη καθημερινή διαδρομή σχολείο-σπίτι, δεν είχα συνηθίσει ακόμη σε τέτοιες απρόσμενες επαφές. «Ποιόν Λάζαρο;», είπα. «Τον Λάζαρο, παιδί μου, τον άρρωστο». Ήμουν δέκα χρονών κι αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα πως ο «Λάζος» μπορούσε ταυτόχρονα να είναι για κάποιον άνθρωπο «Λάζαρος», έστω κι αν αυτός ο κάποιος που τον αποκαλούσε έτσι ήταν η μάνα του. Τον Λάζο, εννοείται πως τον ήξερα. Για την ακρίβεια και κυριολεκτώντας απόλυτα, πρώτα έμαθα τον Λάζο και μετά να δένω τα κορδόνια μου. Πρώτα έμαθα τον Λάζο και μετά πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και πως τα μωρά δεν τα φέρνει ο πελαργός.

Εξάλλου, ποιός δεν ήξερε τον Λάζο; Δεν πιστεύω πως υπάρχει χιλιοστό της μικρής, αποστολικής μας πόλης που να μην τον ένιωσε να σέρνει το βαρύθυμο βήμα του. Ένα βάδισμα-σύρσιμο με κινήσεις εκκρεμούς από τη μέση και πάνω λες και προσπαθούσε με απανωτές προσποιήσεις να πλασάρει έναν αόρατο τερματοφύλακα. Ο Λάζος αγαπούσε όμως κυρίως την πολυκοσμία, ήταν και η «δουλειά» στη μέση, οπότε ήταν επόμενο να εντοπίζεται συνήθως στο κέντρο της Βέροιας ως μόνιμο οπτικοακουστικό background για τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνταν στη περιοχή. Ήταν πάντα εκεί, ο πρώτος «παράξενος» άνθρωπος που θα συναντούσε ένα παιδί, το πρώτο εισαγωγικό μάθημα στην πολυπλοκότητα των ανθρώπων. Από κοινωνιολογικής άποψης, πάλι σχολείο ήταν. Χίπης στην εποχή της μεγάλης ρεμούλας, πρωτοπόρος στο χώρο της διαφήμισης και εισηγητής του τοπικού όρου «λάζος» για να αποδοθεί σε κάποιον οποιαδήποτε μορφή ανωμαλίας. 

Ελεύθερος άνθρωπος, παιδί όχι των λουλουδιών, αλλά της ασφάλτου και του πεζοδρομίου. Ήθελε να κατουρήσει; Κατουρούσε. Δεν τον ένοιαζε αν θα κατουρήσει μπροστά στο μαγαζί σου, μπροστά στο παιδί σου ή στον προφυλακτήρα του αμαξιού σου. «Ο σκοπός αγιάζει τον τόπο» θα μπορούσε να είναι το μότο του. Θυμάμαι μια φορά είχε δημιουργηθεί ένα μικρό μποτιλιάρισμα στην παλιά Κεντρικής ακριβώς επειδή ο Λάζος είχε αποφασίσει να ανακουφιστεί καταμεσής του δρόμου. Και δεν ήταν μόνο το νούμερο ένα… Δυστυχώς ενίοτε συνήθισε και το νούμερο δύο να το μοιράζεται με τους συμπολίτες του. Στην στοά δίπλα από τα Goody’s μια μικρή αναταραχή. Κόσμος φωνάζει, γελάει, δείχνει. Κάθομαι απέναντι, μπροστά από την τότε πίτσα Μιλανέζα και αντιλαμβάνομαι πως ο Λάζος έχει πάρει την ώριμη απόφαση να χέσει επιτόπου, κοιτώντας παράλληλα κατάματα τον οδηγό μιας Μερσεντές που τον ικέτευε να σταματήσει. 

Ελευθερία, όχι αστεία. Κατέβαινε την Εληάς κι άρπαζε από τα τραπέζια όποια φραπεδάρα του γυάλιζε και την κατέβαζε μονορούφι. Κάποιοι πήγαιναν να τον διώξουν, τον έσπρωχναν, αλλά πού να κουνηθεί ο γίγαντας... Μια ήταν η Αχίλλειος πτέρνα του: το νερό. Όταν έκανε κάποιος πως του ρίχνει ένα ποτήρι νερό, υποχωρούσε άτακτα γρυλίζοντας, σέρνοντας μέσα στα δόντια του έναν απόκοσμο βρυχηθμό «Γμμμομμμμμ», που στον δικό του κώδικα επικοινωνίας πιθανολογώ πως θα ήταν κάτι αντίστοιχο του «Άντε και γαμήσου, που θα μου πεις εσύ τι θα κάνω και που θα πάω. Εγώ είμαι ο Λάζος κι αυτή εδώ η πόλη μου ανήκει». Αυτή η εικόνα έχει υπερισχύσει στη μνήμη μου. Ένα παγωμένο frame με κάποιον να τον κλωτσά στον πισινό και τον ίδιο απαθή, να υποχωρεί γαλήνια, σκαλίζοντας με αξιοθαύμαστη επιμέλεια και συγκέντρωση τη μύτη του. Ναι, ο δεξιός δείκτης του δεν ξεκολλούσε σχεδόν ποτέ από το ρουθούνι του. Γι’ αυτό μάλλον συνήθιζε να απλώνει το αριστερό χέρι. 

Τα χαρτονομίσματα δεν τα συμπαθούσε, τα θεωρούσε ψεύτικα, κοροϊδία. Ήθελε κέρματα, μπακίρι, να περπατάει και να κουδουνίζουν. Όταν πάντως υποχωρούσε και δεχόταν να πάρει χαρτονόμισμα, το έκοβε πολλά κομμάτια, για να αβγατίσει. Κοιτούσε τα κομμάτια και χαιρόταν. Είπαμε, οι ιδέες του ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Τη γνώση και τις εμπειρίες που είχε αποκομίσει από τη ζωή στο δρόμο, τη συνόψιζε στη φράση «Σον κλασέ καραμελέ», η οποία υποθέτω πως έκρυβε πολύπλοκα φιλοσοφικά σημαινόμενα. Άλλες φορές έκανε την απαραίτητη πνευματική του εξαέρωση, μιμούμενος με συγκλονιστική επιτυχία τους ήχους της εξάτμισης και του αλόγου. Οικονομολόγος, φιλόσοφος, μίμος… Και η συμβολή του στη ζωή της πόλης δεν περιοριζόταν μόνο σ’ αυτά. 

Λάτρευε τις γυναίκες και ειδικά τις ώριμες. Ακόμα και τις φορές που κάποια απ’ αυτές τον μάλωνε για κάποια «ανάρμοστη» πράξη του (πιεστικό πρέσινγκ για λεφτά, χούφτωμα, κατούρημα κ.ά.) αυτός σούφρωνε τα χείλη του σε μια προσέλφι εποχής duckface και επεδίωκε να τις φιλήσει. Λύγιζαν με τα πολλά κι αυτές και χασκογελούσαν. Μιλάμε για μερακλή από τους λίγους… Βέβαια, οι μικρότερες κοπέλες, δασκαλεμένες ίσως, τον απέφευγαν γιατί φοβόντουσαν την απρόβλεπτη συμπεριφορά του. Παρ’ όλα αυτά ποτέ του δεν πείραξε κανέναν ο Λάζος. Ήταν εξάλλου και εξαιρετικά θρήσκος, με τον δικό του πάντα τρόπο. Φιλούσε όποιο σταυρουδάκι και όποια εικόνα έβλεπε. Ακόμη και τους σταυρούς έξω από τα φαρμακεία. Κάποια στιγμή είχε εντοπιστεί να γυρνάει με τον θυρεό-αφίσα από τα Παύλεια, φορεμένο σαν μπέρτα. Ένας γνήσιος θρησκευτικός υπερήρωας, μια θρησκευόμενη, αυτοκρατορική φιγούρα. 

Η πρωτοπορία όμως που ξεπέρασε τα στενά όρια του βασιλείου του, ήταν η δραστηριοποίηση του στον τομέα της διαφήμισης. Ο Λάζος ήταν αδιαμφισβήτητα ο εισηγητής της κινούμενης, ζωντανής διαφήμισης στο δρόμο. Ενίοτε άλλαζε δυο και τρεις διαφημιστικές μπλούζες την ημέρα. Σε πιο νεγκλιζέ στιγμές, τον έβλεπες να τριγυρνά με το ξεχειλωμένο φανελάκι του πάνω στο οποίο του είχαν κολλήσει διάφοροι, αυτοκόλλητα των επιχειρήσεών τους. Στην προσπάθεια του να εξοικονομήσει περισσότερο διαφημιστικό χώρο, είχε υιοθετήσει προς το τέλος της καριέρας του και το καπελάκι τύπου τζόκεϊ. Τα συνδύαζε με ένα φαρδύ μπλε τζινάκι και μαύρη ζώνη για να κρατάει τη μπλούζα πάντα σφιχτά από μέσα. Έτσι για να μην κρυώνει η αρχοντική κοιλιά του. 

Ο Λάζος Κυρίες και Κύριοι, δεν είναι παίξε-γέλασε. Αποτελεί για τη Βέροια σύμβολο, κάτι παραπλήσιο με τη γοργόνα της Κοπεγχάγης. Αλλά και πάλι τι λέω, ο Λάζος ήταν αεικίνητος, σωστή σβούρα, πώς να παραλληλιστεί με ένα σταθερό, άψυχο μνημείο; Η βαλκανική μας ταυτότητα τον είχε ανάγκη, προέβαλε πάνω του καθημερινά τις συμπεριφορές που προκύπτουν από την εμφάνιση του διαφορετικού. Η παρουσία του μας έκανε λιγότερο φοβικούς, περισσότερο συμφιλιωμένους με το ξένο, το άγνωστο, το αλλόκοτο. Ήταν ο αδιάφορος την εποχή που όλοι έμοιαζαν να ενδιαφέρονται. 

Όπως και να χει σας το λέω αγαπητοί συνένοχοι της Παύλειας διδασκαλίας. Ο Λάζος ζει, άσχετα αν γύρω από το πρόσωπό του χτίστηκαν ένα σωρό αστικοί μύθοι. Όλα αυτά τα χρόνια έχει πεθάνει με κάθε πιθανό κι απίθανο τρόπο. Κι όμως το γνώριμο καρούμπαλό του εξακολουθεί να πάλλεται από ζωή, κάπου στο Πανόραμα. Ο κόσμος θα μιλάει, αυτά έχει η ζωή του ροκ σταρ. Δεν είναι τυχαίο κι αυτό. Απ’ όσο ξέρω είναι ο μόνος άνθρωπος στην περιοχή μας που κατάφερε μαζί με τη ζωή να δημιουργήσει και το μύθο του. Ο μύθος του Έλβις της Ημαθίας, του δικού μας αγαπητού Λάζου της Βέροιας.

Σχόλια