Νύχτες ραδιοφώνου


Από το efsyn.gr / Της Αρχοντίας Κάτσουρα 08.12.2013
«Η ώρα είναι τρεις. Τις μουσικές που θα ακούτε από τώρα και έως τις 6 το πρωί, που θα μεταδοθεί το πρώτο δελτίο ειδήσεων της ημέρας, τις έχουν επιλέξει οι παραγωγοί του σταθμού μας. Καλό σας ξημέρωμα».

Αυτές ήταν οι φράσεις, ή περίπου αυτές, με τις οποίες τελείωνε το κυρίως πρόγραμμα ενός από τους πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, κρατικούς ή ιδιωτικούς, που ως νεαροί και νεαρές ακούγαμε στο ραδιοφωνάκι δίπλα στο μαξιλάρι, εκεί κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ακόμη δεν είχαμε cd, mp3, mp4, ίντερνετ και Youtube, «στικάκια» USB ή ακόμη και κινητά τηλέφωνα που να περιέχουν χιλιάδες τραγούδια, τα οποία θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε στην πίσω τσέπη του παντελονιού μας.

Κάπως έτσι περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε ένα αγαπημένο τραγούδι που θα παιζόταν αναπάντεχα στο ραδιόφωνο – ελλείψει τεχνολογικών δυνατοτήτων, δεν ακούγαμε playlist, που από ένα σημείο και μετά ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Αν, δε, το τραγούδι ήταν καινούργιο, ο δίσκος βινιλίου δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα ή το χαρτζιλίκι δεν έφτανε να τον αγοράσουμε -συνήθως δεν έφτανε-, μια κασέτα παραμόνευε με το REC στην αναμονή, ώστε την κατάλληλη ώρα να κάνουμε την εγγραφή. Αν δεν ήσουν αρκετά… ελαφροχέρης, όλα τα τραγούδια ξεκινούσαν με ένα υπερήφανα θορυβώδες «ββμπουμ». Θυμάμαι εφηβικές βιβλιοθήκες και ράφια με κασέτες με περιεχόμενο τόσο μπερδεμένο που δεν περιγράφεται. Σε κάποιες από αυτές μπορούσες να ακούσεις τον Ελβις να τραγουδάει το «Unchained melody», να ακολουθεί το «She loves you» των Beatles και δυο τραγούδια παρακάτω οι… Πελόμα Μποκιού και ο «Γαρύφαλλος». Ή το «Φεύγω» της Αλεξίου δίπλα στο «Take on me» των ΑΗΑ και τα «Γαλάζια γράμματα» της Γαλάνη πλάι στο «Personal Jesus» των Depeche Mode και το «Paint it black» των Rolling Stones…

Το σημαντικό όμως δεν ήταν αυτή η «πειρατεία» της μουσικής, αλλά ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές είχες συντροφιά. Κυρίως τα βράδια. Αρκούσε να κλείσεις τα μάτια και να ανοίξεις τα αυτιά: οι μουσικές σε πλημμύριζαν χρώματα, οι ραδιοφωνικές θεατρικές παραστάσεις στο Δεύτερο ζωντάνευαν και, όπως σε ένα καλό βιβλίο, οι ήρωες έπαιρναν τη μορφή που εσύ τους έδινες. Αλλά και όταν το ξενύχτι για το διάβασμα έφτανε στο τέλος του, όλο και κάποιος μουσικός παραγωγός θα σε νανούριζε με τις μουσικές του.

Ολη αυτή την κρίση νοσταλγίας την ξύπνησε ένα δημοσίευμα στην «El Pais» πριν από 15 μέρες, αφιέρωμα στον εορτασμό των 90 χρόνων από τη γέννηση του εθνικού ραδιοφώνου (SER) στην Ισπανία, με ανέκδοτες ιστορίες για το πώς στήθηκαν οι πρώτες ραδιοφωνικές σαπουνόπερες, για τις μουσικές εκπομπές στις οποίες τα συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής έπαιζαν ζωντανά, την κατήχηση από τον πάδρε Βενάνθιο Μάρκος, τις ραδιοφωνικές προσαρμογές έργων όπως «Ο έμπορος της Βενετίας» και ο «Οθέλος», αλλά και πώς δημιουργήθηκε η πρώτη ελεύθερη ειδησεογραφική εκπομπή, το 1977, εκπομπή που δεν έλεγχε το καθεστώς του Φράνκο. Τυχεροί άνθρωποι· εκεί δεν τιμούν τη ζωντανή ραδιοφωνική ιστορία τους διαγράφοντάς την.

Παρά το -δικαιολογημένο- παράπονο όμως, το ραδιόφωνο βρίσκεται πάντα εκεί. Μερικές φορές, όσοι δεν μπορούν να διανοηθούν μέρα χωρίς την ύπαρξή του έστω και για μισή ωρίτσα, μοιάζουν λίγο με τον μικρό Τζο από τις «Μέρες Ραδιοφώνου» του Γούντι Αλεν, που μέσα από τα ραδιοκύματα ζει ό,τι δεν μπορούσε στην πραγματική ζωή. Και επίσης, κάποιοι μουσικοί παραγωγοί φαντάζουν κάπως σαν τους «καταραμένους» ροκάδες του πλοίου-παράνομου ραδιοσταθμού «Radio Rock» που έπλεε στη Βόρεια Θάλασσα, τους ήρωες της ταινίας «The boat that rocked» («Ροκ εν πλω», στα ελληνικά) του Ρίτσαρντ Κέρτις. Και τελικά, αυτή η μαγεία είναι που κάνει το ραδιόφωνο τόσο ισχυρό μέσο, η δύναμη που έχει να πυροδοτεί τη φαντασία, να ενημερώνει χωρίς να θαμπώνει και να τυφλώνει, να ψυχαγωγεί – δίνοντας, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τον ακριβή ορισμό του όρου.

Σχόλια