Από το protagon.gr / Χριστίνα Ταχιάου
Φέρε στο νου σου μια μέρα σαν σήμερα (και κάτι ημέρες), 100 χρόνια πριν. 2 Αυγούστου 1913. Στον Όλυμπο, όχι στην ασφάλεια της παραλίας ή της πόλης. Σε ένα μέρος ελάχιστα γνωστό, απειροελάχιστα χαρτογραφημένο και απάτητο. Και να κάνει κρύο και να βρέχει και να έχει ομίχλη. Να έχεις περάσει την νύχτα σε μια καλύβα, να ξεκινάς τα χαράματα και στις 9 να φτάνεις σε αυτό που πιστεύεις ότι είναι η ψηλότερη κορυφή του μυθικού βουνού. Κι η ομίχλη να διαλύεται ξαφνικά και να βλέπεις ότι υπάρχει κι άλλη κορυφή, ψηλότερη. Κι αφού είσαι τόσο κοντά, πρέπει να φτάσεις, έχεις την ευκαιρία να φτάσεις. Και να τα καταφέρνεις. Και στις 10.25 να γίνεσαι ο πρώτος άνθρωπος που ανέβηκε στην κορυφή των Θεών.
Η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, ο Μύτικας (2.918 μ.), όπως φαίνεται από την κορυφή Σκάλα. (Photo: Fred Boissonnas, 1919) |
Δεν μπορώ να φανταστώ καν ποια μπορεί να ήταν τα συναισθήματα του Fred Boissonnas, του Ελβετού φωτογράφου που βρέθηκε «κατά λάθος» σχεδόν στην Ελλάδα, τη λάτρεψε, την απαθανάτισε, την οραματίστηκε μεγαλεπήβολη και κατάφερε ο ίδιος, μαζί με τον συμπατριώτη του Daniel Baud-Bovy και τον Λιτοχωρινό κυνηγό αγριογούρουνων και ορειβάτη Χρήστο Κάκαλο να κατακτήσει τον Όλυμπο και να υψώσει την ελβετική σημαία στο Μύτικα. Υπ΄όψιν ότι ο Κάκαλος σκαρφάλωνε ξυπόλητος...
Το εκκλησάκι του Πρ. Ηλία (μόλις διακρίνεται αριστερά), το ψηλότερο της Ελλάδας (2788 μ.) στην ομώνυμη κορυφή και το Οροπέδιο Μουσών (Λιβάδι Θεών) στο βάθος. (Photo: Fred Boissonnas, 1919) |
Πριν από την επιτυχημένη αυτή προσπάθεια ανάβασης στην κορυφή του Ολύμπου είχαν προηγηθεί αρκετές αποτυχημένες. Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη ήταν του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’, το 1669. Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί το προσπάθησαν στους επόμενους αιώνες κι η κατάκτηση ήρθε από τους Ελβετούς μαζί με τον Λιτοχωρινό.
Αν σήμερα, με την ατελείωτη ποικιλία από ορειβατικά άρβυλα, εξαιρετικής τεχνολογίας ισοθερμικά ρούχα, πανάλαφρα αντίσκηνα και sleeping bag που ζυγίζουν 200 γραμμάρια, gps και χάρτες ακριβείας, πανάλαφρα πιολέ, ειδικά σχοινιά και πανίσχυρα καραμπίνερ, ισοτονικά ποτά, κινητά και δορυφορικά τηλέφωνα αλλά, κυρίως, το βουνό να είναι γεμάτο κόσμο, η ανάβαση στο Μύτικα παρουσιάζει δυσκολίες, αναρωτιέμαι πώς μπορεί να ήταν 100 χρόνια πριν. Έστω κι αν ο Boissonnas διέθετε την ελβετική τεχνολογία της εποχής. Οι άνθρωποι αυτοί, ουσιαστικά βάδιζαν στο άγνωστο. Δεν υπήρχε κάποιος να τους δείξει τη διαδρομή, το μονοπάτι Ε4 δεν ήταν χαραγμένο και πολυσύχναστο, δεν υπήρχαν καταφύγια στο δρόμο για να πάρουν μια ανάσα.
Διανυκτέρευση στην Πετρόστρουγκα (1980 μ.) πριν την ανάβαση στις κορυφές του Ολύμπου. (Photo: Frederic Boissonnas, Αυγ. 1913) |
Αλλά, κυρίως, βάδιζαν στο άγνωστο.
Δεν ήξεραν εάν το έδαφος ήταν σαθρό, αν ο βράχος που έβλεπαν ήταν αδιάβατος, δεν ήξεραν τι θα έβρισκαν πίσω του.
Αλλόκοτοι άνθρωποι οι ορειβάτες. Αψηφούν καιρικές συνθήκες, νικούν την κόπωση, χαλιναγωγούν τις φυσικές τους ανάγκες, υπερβαίνουν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Επιμένουν και υπομένουν. Αν δε φτάσουν, ξαναπροσπαθούν.
Ο πρώτος κατακτητής του Ολύμπου Χρήστος Κάκαλος το 1913, στο οροπέδιο των μουσών. (Photo: Fred Boissonnas) |
Πριν χρόνια άρχισα να σκέφτομαι το βουνό και την ορειβασία σαν την πορεία στη ζωή. Κι ήρθε, μια μέρα του Ιουλίου του 2010, που διάβασα στα ΝΕΑ ένα κείμενο του Γκαζμέτ Καπλάνι και ταυτίστηκα απολύτως μαζί του. Έγραφε ακριβώς αυτά που σκεφτόμουν, σαν συμπέρασμα για τη δύσκολη εποχή που τότε, μόλις, αρχίζαμε να συνειδητοποιούμε πόσο σκληρή είναι.
Ο Χρήστος Κάκαλος στο οροπέδιο Μουσών. (Photo: Fred Boissonnas, 1913) |
Ένα απόσπασμα: «Εάν προχωρήσεις πολύ γρήγορα θα κουραστείς γρήγορα και θα τα παρατήσεις στη µέση. Εάν προχωρήσεις πολύ αργά µπορεί να σε πιάσει η νύχτα και τότε είσαι χαµένος. Πάψε να επαναλαµβάνεις κάθε στιγµή: «θα τα καταφέρω!». Οι έµµονες ιδέες, πολλές φορές, αφαιρούν την ευχαρίστηση της κατάκτησης και την υπονοµεύουν. Μην περάσεις όµως στο άλλο άκρο, επαναλαµβάνοντας συνέχεια «γαµώτο, είναι πιο δύσκολο από όσο το φανταζόµουν!». Σε αυτή την περίπτωση θα σου τελειώσουν οι δυνάµεις και θα µείνεις στη µέση του δρόµου. Σε τελευταία ανάλυση, προτού ξεκινήσεις πρέπει να ξέρεις πως αυτό που φαίνεται κοντινό βρίσκεται πάντα πολύ πιο µακριά. Να χαίρεσαι όταν θα φτάσεις στην κορυφή. Να κλάψεις, να φωνάξεις µε όσες δυνάµεις σου έχουν αποµείνει. Ασε τον εαυτό σου να απολαύσει τη µέθη της νίκης, άσε τον άνεµο να σου καθαρίσει το µυαλό και την καρδιά από τη σκόνη που µάζεψες στη διαδροµή. Πες το και σε άλλους, ότι είναι δυνατόν να τα καταφέρουν και αυτοί. Οτι, εάν θέλουν, µπορούν να βρουν το κουράγιο να σκαρφαλώνουν τα δικά τους βουνά. Αντί να κάθονται οληµερίς, κλαίγοντας τη µοίρα τους…»
Διαβάστε ακόμα:
Το κείμενο του Γκαζμέτ Καπλάνι
Από το amfilegomena.wordpress.com / Σκαρφαλώνοντας το βουνό
, του Γκαζμέντ Καπλάνι
Δεν είµαι επαγγελµατίας ορειβάτης. Μόνο όταν πάω στην Ανω Προβηγκία, στη Γαλλία, µία φορά τον χρόνο, οι βόρειοι φίλοι µου συνηθισµένοι και παθιασµένοι µε τα βουνά µε παίρνουν µαζί τους. Ετσι, µε τα χρόνια κάτι έµαθα κι εγώ από ορειβασία, βουνά και ανηφόρες. Την τελευταία φορά, περίπου πριν από έναν µήνα, µετά το τελευταίο σκαρφάλωµα κάθησα και έγραψα τις εντυπώσεις και τις σκέψεις µου. Ισως να µε επηρέασαν η οικονοµική και η κοινωνική συγκυρία. Μοιάζει αρκετά µε βουνό και σκληρή ανηφόρα. Αν αποφασίσεις λοιπόν να σκαρφαλώσεις το βουνό πρέπει να ξέρεις ότι από µακριά φαίνεται, συνήθως, ωραίο και ενδιαφέρον. Οταν αρχίσεις να το σκαρφαλώνεις ανακαλύπτεις ότι ανάµεσα σ εσένα και τον στόχο σου παρεµβάλλονται δάση, θάµνοι, βράχια, χαντάκια και γκρεµοί. Ξαφνικά, εκείνο που φαινόταν ωραίο και φιλικό από µακριά, αρχίζει και σου συµπεριφέρεται σαν εχθρός όταν το «αγγίζεις». Αυτό που στον χάρτη φαίνεται τόσο καθαρό, στην πραγµατική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Δοκίµασε όλους τους δρόµους και όλα τα µονοπάτια µέχρι που µια µέρα, και µε τη βοήθεια της τύχης, θα βρεθείς µπροστά στον στόχο σου.
Μάθε από αυτούς που έχουν διανύσει την ίδια διαδροµή πριν από εσένα. Αν και θεωρείς τον εαυτό σου µοναδικό, υπάρχει πάντα κάποιος άλλος που έχει δοκιµάσει τον ίδιο κόπο και το ίδιο όνειρο µ εσένα. Μπορεί να έχει αφήσει σηµάδια που θα σε βοηθήσουν. Οταν αρχίσεις να σκαρφαλώνεις το βουνό των ονείρων σου ρίξε µια προσεκτική µατιά γύρω. Θα δεις, σίγουρα, γκρεµούς και χαράδρες. Πρόσεξε τις χαράδρες που «κρύβονται» και τα ολισθηρά βράχια που µπορεί να προδίδουν τα βήµατά σου. Εάν ξέρεις πού πατάς, θα αντιληφθείς εγκαίρως τις παγίδες και θα τις αποφύγεις. Ξαπόστασε οπότε µπορείς, για να χαρείς το τοπίο. Η οµορφιά δεν θα σώσει τον κόσµο αλλά µπορεί να σου δώσει ενέργεια για να προχωρήσεις. Να σέβεσαι το σώµα σου. Μόνο εκείνος που αφιερώνει στο σώµα του τη δέουσα προσοχή καταφέρνει στο τέλος να σκαρφαλώσει µε επιτυχία το βουνό. Εάν προχωρήσεις πολύ γρήγορα θα κουραστείς γρήγορα και θα τα παρατήσεις στη µέση. Εάν προχωρήσεις πολύ αργά µπορεί να σε πιάσει η νύχτα και τότε είσαι χαµένος. Πάψε να επαναλαµβάνεις κάθε στιγµή: «θα τα καταφέρω!». Οι έµµονες ιδέες, πολλές φορές, αφαιρούν την ευχαρίστηση της κατάκτησης και την υπονοµεύουν. Μην περάσεις όµως στο άλλο άκρο, επαναλαµβάνοντας συνέχεια «γαµώτο, είναι πιο δύσκολο από όσο το φανταζόµουν!». Σε αυτή την περίπτωση θα σου τελειώσουν οι δυνάµεις και θα µείνεις στη µέση του δρόµου. Σε τελευταία ανάλυση, προτού ξεκινήσεις πρέπει να ξέρεις πως αυτό που φαίνεται κοντινό βρίσκεται πάντα πολύ πιο µακριά. Να χαίρεσαι όταν θα φτάσεις στην κορυφή. Να κλάψεις, να φωνάξεις µε όσες δυνάµεις σου έχουν αποµείνει. Ασε τον εαυτό σου να απολαύσει τη µέθη της νίκης, άσε τον άνεµο να σου καθαρίσει το µυαλό και την καρδιά από τη σκόνη που µάζεψες στη διαδροµή. Πες το και σε άλλους, ότι είναι δυνατόν να τα καταφέρουν και αυτοί. Οτι, εάν θέλουν, µπορούν να βρουν το κουράγιο να σκαρφαλώνουν τα δικά τους βουνά. Αντί να κάθονται οληµερίς, κλαίγοντας τη µοίρα τους…
~~~~
Την πορεία κατάκτησης του Ολύμπου
Από το elassona.com / Οι πρώτες απόπειρες - Οι πρώτες αναβάσεις
Στο διάβα των αιώνων έγιναν πολλές απόπειρες κατάκτησης της ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου, του Μύτικα. Επειδή όμως τα σύνορα Τουρκίας - Ελλάδας μέχρι το 1912 ήταν τα διοικητικά όρια της επαρχίας Ελασσόνας, καθώς και το γεγονός της παρουσίας πολλών ληστών που είχαν στον Όλυμπο τα κρησφύγετα τους, ήταν ανέφικτη η οποιαδήποτε προσπάθεια ανάβασης.
Οι πρώτες απόπειρες
Παρόλα αυτά, αρκετές προσπάθειες ανάβασης έγιναν και οι ιστορικές μαρτυρίες που υπάρχουν είναι κυρίως οι διηγήσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών.
Ο πρώτος για τον οποίο υπάρχει μαρτυρία είναι ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ' το 1669 που προσπάθησε να ανέβει από την πλευρά του Κοκκινοπηλού, αλλά απέτυχε.
Ο Sonnini ήταν ένας αξιωματικός του Γαλλικού ναυτικού. Διηγείται την προσπάθειά του να ανέβει στην κορυφή του Ολύμπου, το Μύτικα, γύρω στα 1780 αλλά και τους λόγους της αποτυχίας του που ήταν το δυνατό κρύο αλλά και το δύσβατο της περιοχής.
Ο William Leake, άγγλος στην καταγωγή, ήταν ορειβάτης και καθηγητής. Το 1806 προσπαθεί να κάνει αναβάσεις από την πλευρά του Λιτόχωρου. Όμως εγκαταλείπει τις προσπάθειές του λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
Ο Pougueville ήταν γάλλος ορειβάτης και φυσιοδίφης. Το 1810, όπως αναφέρει στο έργο του "Ταξίδι στην Ελλάδα και Τουρκία", ανέβηκε στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και στην κορυφή "Στεφάνια".
Ο David Urguhat ήταν άγγλος ορειβάτης. Περιπλανήθηκε στην Καρυά, την Ελασσόνα και την Τσαριτσάνη το 1830 με απώτερο σκοπό την άνοδο στον Όλυμπο. Έφτασε στο μοναστήρι Αγίας Τριάδας Σπαρμού και από κει αποπειράθηκε να ανεβεί στον Όλυμπο, όμως παραιτήθηκε λόγω των πολλών δυσκολιών.
Ο Eccenmpefer περιγράφει την ανάβασή του το 1840 μέχρι την κορυφή Σκολειό.
Ο Heldraic ήταν διευθυντής του Βοτανολογικού κήπου. Το 1851 πραγματοποιεί αναβάσεις και έρευνες σχετικές με την χλωρίδα του Ολύμπου, η οποία αποδεικνύεται ιδιαίτερα πλούσια.
Ο Leon Heuzey ήταν μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών. Το 1855 επισκέπτεται τις περιοχές του Ολύμπου οι οποίες ήταν κατοικημένες κατά την αρχαιότητα. Στο έργο του "Το βουνό Όλυμπος και η Ακαρνανία" το οποίο εκδόθηκε το 1860, αναφέρεται στην κορυφή του Προφήτη Ηλία και το κατεστραμμένο παρεκκλήσι, περιγράφει τα ρόμπολα καθώς και τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τις αγριόγιδες. Σχετικά με τις αναφορές του όμως για τις κορυφές πιστεύεται ότι είχε λάθος τοπογραφική αντίληψη για τον Όλυμπο.
Ο Ussing ήταν ένας δανός καθηγητής ο οποίος το 1865 ακολουθεί το ίδιο περίπου δρομολόγιο με αυτό που ακολούθησε ο Leon Heuzey, αλλά αποτυγχάνει.
Σημείο αναφοράς αποτελούν οι απόπειρες του καθηγητή της βοτανικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ορφανίδη το 1857 και το 1862 καθώς και οι μελέτες του για τη χλωρίδα του Ολύμπου.
Ο Henrich Barth ήταν ένας γερμανός γεωγράφος. Το 1862 φτάνει στην κορυφή Σκολειό από τον Κοκκινοπηλό και περιγράφει τον Προφήτη Ηλία, τις Γούρνες και την Καζανιά.
Ο Totez αποπειράθηκε να ανέβει στον Όλυμπο το 1865. Οι απόπειρές του έχουν αξία για την πραγματική ορογραφία του Ολύμπου.
Ο Guizie ήταν ένας Σέρβος γεωλόγος. Έφτιαξε ένα λεπτομερειακό σκίτσο του Ολύμπου από την περιοχή της Πέτρας, το οποίο εμφανίζεται το 1904.
Τέλος, αξιοσημείωτες είναι και οι τρεις απόπειρες του γερμανού αλπινιστή Edward Richter το 1909, 1910 και 1911.
Οι πρώτες αναβάσεις
2/8/1913 - Πρώτη ανάβαση στο Μύτικα.
(Χρήστος Κάκαλος, Frederic Boissonnas, Daniel Baud-Bovy).
Οι Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy με οδηγό τον κυνηγό και ορειβάτη Χρήστο Κάκαλο ξεκινούν με σκοπό την κλασσική ανάβαση στον Προφήτη Ηλία στις 29 Ιουλίου. Από το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου φτάνουν στην "Πετροστρούγκα" και διανυκτερεύουν.
Την άλλη μέρα 30 Ιουλίου ξεκινούν στις 4 τα χαράματα και μετά από κοπιαστική ανάβαση φτάνουν στις 9.20 στο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Συνεχίζουν ΝΔ και από την κορυφή που ονομάζουν οι ίδιοι Jaugues Philippe (προς τιμή του έμπιστου ταχυδρόμου τους που τους ακολουθούσε) βλέπουν τον Θρόνο του Δία. Είναι όμως αργά και γυρίζουν στο Μοναστήρι.
31 Ιουλίου και ενώ βρίσκονται στον δρόμο της επιστροφής, οι δύο Ελβετοί αποφασίζουν να γυρίσουν και να επιχειρήσουν ανάβαση στον Μύτικα. Διανυκτερεύουν μέσα σε θύελλα και την επόμενη μέρα, 1 Αυγούστου φτάνουν σε μια καλύβα στον Μαυρόλογγο όπου και περνούν τη νύχτα.
2 Αυγούστου και από τα χαράματα που ξεκινούν φτάνουν στις 9 μέσα στην ομίχλη σε μια κορυφή την οποία θεωρούν την πιο ψηλή. Την βαπτίζουν "Κορυφή της Νίκης" προς τιμή της μάχης του Σαρανταπόρου και σε πρόχειρο βωμό τοποθετούν τις κάρτες τους και την Ελβετική σημαία. Έξαφνα, η ομίχλη διαλύεται και ανακαλύπτουν ότι η πραγματική κορυφή βρίσκεται ακόμη πιο ψηλά. Η επιμονή όμως του Χρήστου Κάκαλου, ο οποίος σημειωτέον αναρριχάται ξυπόλητος, οδηγεί τους ορειβάτες στις 10.25 στην ψηλότερη κορυφή, τον Μύτικα.
21/7/1919 (Fred. Boissonnas κ.ά.). Διαδρομή: Σκάλα - Μύτικας. Πιθανή κατάβαση από το Λούκι.
20/7/1920 (Γιώργος Κωνσταντάκος). Η πρώτη μοναχική ανάβαση στην κορυφή.
12/8/1921 (Χρήστος Κάκαλος κ.ά.). Πρώτη διαπιστωμένη κατάβαση από το λούκι.
1926 (R. Halίburton, L. Frazeur). Η πρώτη διανυκτέρευση στην κορυφή.
3/9/1926 (C. Sleeman, W. Elmslίe, Α.Storr, L. Ellwood). Ανάβαση για πρώτη φορά από το Λούκι. Έγινε προσπάθεια να ανέβουν από τη Στριβάδα αλλά απέτυχαν.
12/9/1927 (Χρ. Κάκαλος, Ι. Δεμέστιχας, Γρηγοριάδης, Τ. Αποστολόπουλος, Ηρ. Ιωαννίδης κ.ά.). Πρώτη μεγάλη ομαδική ανάβαση από τη Σκάλα (24 άτομα). Πρώτη ανάβαση μελών (3) Φυσιολατρικού Σωματείου Οδοιπορικός Σύνδεσμος Αθηνών. Πρώτη ανάβαση γυναικών (10) στην κορυφή. Πρώτη ανάβαση Ελληνίδων στην κορυφή Τ. Αποστολοπούλου, Ε. Νομίδη.
7/7/1928 (Χρήστος Κάκαλος, Βασίλης Ιθακήσιος).
3/8/1928 (Ορειβατικός Σύνδεσμος Αθηνών, Ορειβατικός Σύνδεσμος Πατρών, Όμιλος Εκδρομέων Λαρίσης, διάφοροι ανεξάρτητοι). Πρώτη οργανωμένη ανάβαση Συλλόγων (21 άτομα). Πρώτη μεγάλη ομαδική ανάβαση από το Λούκι (16 άτομα).
4/8/1930 (Φυσιολατρικός Σύνδεσμος ο ΠΑΝ, Όμιλος Εκδρομέων Λαρίσης).
8/9/1930 (Ε.Ο.Σ. Τμ. Αθηνών, Ε.Ο.Σ. Τμ. Θεσ/νίκης, Φ.Σ. ΠΑΝ). Πρώτη ανάβαση στην κορυφή από τη Στριβάδα. Έγινε από τον Κώστα Νάτση και είναι ΙΙ βαθμού δυσκολίας (Πέρασμα Νάτση).
20/3/1931 (G. Dorίer, Ηρ. Ιωαννίδης, Κ. Νάτσης). Πρώτη χειμερινή ανάβαση στην κορυφή. Διαδρομή : Βρυσοπούλες - Σκάλα - Μύτικας.
11/3/1934 (Ηλ. Νικόπουλος, Κ. Νάτσης). Πρώτη χειμερινή ανάβαση. Διαδρομή: Λιτόχωρο - Καταφύγιο - Σκάλα - Μύτικας.
26-27/12/1953 (Γ. Μιχαηλίδης, Γ. Τσαμακίδης, Ι. Πετρόχειλος). Η πρώτη χειμερινή διανυκτέρευση πάνω στην κορυφή. Πρώτη ανάβαση γυναίκας (Α. Πετροχείλου) στον Όλυμπο με χειμερινές συνθήκες (ανέβηκε μέχρι τη Σκάλα).
~~~~
Για τον Fred Boissonnas
Από το thesprotia-news.blogspot.gr / Μπουασονά Φρέντ – Frederic Boissonnas (1858-1946)
Το έργο του Φρεντ Μπουασονά, αν και γνωστό στην Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, αξίζει σήμερα μια δεύτερη ανάγνωση. Η πρόοδος σε τεχνικά θέματα, η ανακάλυψη του χρώματος, η ευχρηστία των μηχανών και οι ανέσεις του ταξιδιού, μπορεί σήμερα να καθιστούν το έργο του απαρχαιωμένο, αλλά η ιστορική ματιά αποκαλύπτει τον μοντερνισμό του σε σύγκριση με άλλους φωτογράφους που περιπλανήθηκαν στην Ελλάδα. Ο καλλιτέχνης, πέρα από το καταγραφικό ενδιαφέρον του για όλα όσα εξαφανίζονται, μας δίνει μια εικόνα της Ελλάδας που εκτείνεται πέρα από την εθνογραφική μαρτυρία. Η μεγάλη πίστη και ο θαυμασμός του για τη χώρα αυτή μεταδίδονται μέσα από το έργο του με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που η δύναμη τους ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δίνει ψυχή σ’ αυτά τα κομμάτια χαρτιού, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει απλές φωτογραφίες...
Μπουασονά Φρέντ – Frederic Boissonnas (1858-1946)
O Φιλέλληνας Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.(Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001 σ. 18.)
Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του , όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18-6-1858. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva). (Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983).
Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880. Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο.
Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως. Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον σε πολύ μικρά διαστήματα, της τάξης του 1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge) (βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.).
Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις κλπ.
Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους. Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για ένα πορτρέτο.
Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas (O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Fred εργάστηκε σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.) είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες φωτογραφικές πλάκες. Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα. ( O Edmond Boissonnas δεν ανακάλυψε την εωσίνη. Μερικοί φωτογράφοι τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.)
Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.
Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παράγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…». Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy,( Ο Daniel Baud-Bovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Είχαν συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης» και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση.)πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών, και - μαζί με τις συζύγους τους- αναχώρησε για την Ελλάδα.
Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί.
Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του.
Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους.
Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. (Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.)
Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία).
Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας). (Βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921,Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.)
Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος . (Την ίδια εποχή τα μνημεία της Ελλάδας τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001).
Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μ. που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση. Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή.
Το 1908 ο Fred ταξίδεψε και πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στην Επίδαυρο, στην Αττική και κατέληξαν στα Μετέωρα. Τον Αύγουστο του 1910 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux» (Στην Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές των Fred και Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα, σύντομα εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους.
Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
Το 1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard (Διάσημος Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος μετέφρασε την «Οδύσσεια» στα γαλλικά.) στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά. (βλ. ημερολόγιο F. Boissonnas). Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’ Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred.
Τον Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά ήρθαν «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς πολέμους. (Το 1913-14 ο Fred έλαβε από τον τότε έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και πρώην υπουργό των Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο και το πενιχρό ποσό των 5.000 δρχ. που είχε εγκρίνει το 1907 ο Γεώργιος ο Α΄. βλ. Ειρήνη Μπουντούρη. Η οικογένεια Boissonnas και η «προβολή των ελληνικών θέσεων», Μικρά Ασία ο.π. σ. 35.)
Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» ( Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grècs».
Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα. Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού παρελθόντος, συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής. Η παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική.
Τέλος, η έξοχη ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης με τις ιερές βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό! Μετά την Ήπειρο, ο Fred και ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου ελληνικού στρατού και έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες χώρες» που απελευθερώθηκαν.
Στις 2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο, κατέκτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι τότε παρέμενε απάτητη. (Στον Όλυμπο ανέβηκαν άλλες δύο φορές: το 1919 και το 1927.)
Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…» ( Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον υπουργό των εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…». Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Νο 553.)
Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ του Fred και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L’ Hellénisme d’ Asie Mineure). (Το συμβόλαιο αυτό φυλάσσεται στην Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών. (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas ) Αριθ. Πρωτ. 2907.)
Οι εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και – ταυτόχρονα – προλειαίνουν το έδαφος και για τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας».
Με την αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε το έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της εικόνας» έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.
Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων λευκωμάτων. (…Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.)
.
Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18». Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής.
Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών. (Στο σημείο αυτό ο N. Bouvier γράφει λανθασμένα ότι: «…Τα σχέδια τους ακυρώθηκαν από τα γεγονότα: ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία..» Όπως βλέπoυμε όμως το εμπορικό δαιμόνιο του Fred τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά, αν και οι καθυστερήσεις των συμφωνηθέντων ποσών από την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες. Στις επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη προς το υπουργείο του περιγράφεται με μελανά χρώματα η κατάσταση: «…Ευρισκόμεθα δ’ εν δυσχερεστάτη θέσει, διότι ο κ. Boissonnas δεν παύει απευθυνόμενος προς τε το Προξενείον και ημάς, αιτούμενος την ταχίστην αποστολήν της ληξιπροθέσμου απαιτήσεώς του…» 24-12-1921 και «…ευαρεστούμενοι χορηγήση μοι σχετικάς οδηγίας, δυναμένας ίσως να λυτρώσωσι την Βασιλικήν Πρεσβείαν των απαύστων οχλήσεων του αναφερομένου καλλιτέχνου…» 19-6-1922, Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) .
Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau. Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος. (FRED BOISSONNAS, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930, κείμενα BETRAND BOUVIÉR, ΑΜΜΟΣ, 1994.)
Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του κείμενα.
Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του. Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε, το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele.
Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Τώρα, ρυθμίστε τις οθόνες σας και απολαύστε ένα μικρό μέρος από την δουλειά του μεγάλου φωτογράφου. Ένα κλικ στις εικόνες για μεγέθυνση θα πολλαπλασιάσει την απόλαυση.
Παρθενώνας, 1908 |
Πρόβατα κάτω από την Ακρόπολη, 1903 |
Άποψη της Ακρόπολης από το Θησειο,1920 |
Αθήνα, οδός Αθηνάς, 1920 |
Αθήνα, οδός Ερμού 1920 |
Αθήνα, Πλάκα, 1920 |
Κηφισιά, 1920 |
Ανδρίτσαινα, αγορά, 1903 |
Ανδρίτσαινα, εσωτερικό σπιτιού, 1903 |
Άνδρες στο δρόμο της Ανδρίτσαινας 1903 |
Κρήτη, Ομαλός, 1911 |
Κρήτη, εσωτερικό σπιτιού, 1911 |
Κρήτη, οι αδελφοί Μάντακα στο χωριό Λάκκοι 1911 |
Κρήτη, εσωτερικό σπιτιού στο χωριό Λάκκοι, 1911 |
Το μάζεμα της ελιάς στη Πρέβελη Κρήτης, 1911 |
Κρήτη, προαύλιο σπιτιού, 1919 |
Μετέωρα, το μαγκάνι, 1908 |
Μετέωρα, ανάβαση του FRED BOISSONNAS με το καλάθι, 1908 |
Ζεμενό Κορινθίας, οικογένεια ιερωμένου 1903 |
Για το Μαραθώνιο Ολύμπου και τον διαχειριστή του καταφυγίου «Χρήστος Κάκαλος» στο Οροπέδιο Μουσών, ορειβάτη Μιχάλη Στύλλα
Από το makthes.gr / OLYMPUS MARATHON Αγώνας ανάμεσα στους θεούς / Της Χριστίνας Ταχιάου
Όποιος δεν έχει ανεβεί σε βουνό δεν καταλαβαίνει γιατί όσοι το τολμούν ισχυρίζονται ότι εκεί ξεχνούν όλα τα προβλήματά τους. Είναι απλό: Η ανάβαση στο βουνό συνεπάγεται σειρά εμποδίων, που σε κάνουν να ξεχνάς οτιδήποτε άλλο.
Ο Όλυμπος είναι από τα δύσκολα βουνά. Έχει σαθρά εδάφη, απότομα μονοπάτια και μικροκλίμα με απρόβλεπτες εναλλαγές καιρού. Στα καταφύγια δεν ακούγονται άλλες συζητήσεις παρά μόνον σχετικές με αναβάσεις, λούκια, σχοινιά, ραπέλ, καιρικές συνθήκες, μονοπάτια και διαδρομές.
Κυριακή 27 Ιουνίου, ώρα 6 παρά το πρωί. Το κρύο είναι αισθητό, αν και υπάρχει μία άνοδος της θερμοκρασίας σε σχέση με τις προηγούμενες ημέρες. Την Τρίτη είχε χιονίσει, ενώ τις επόμενες νύχτες ο υδράργυρος φλέρταρε με το μηδέν. Στη διάρκεια της ημέρας, όταν φυσούσε αέρας, πάγωνες χωρίς τα κατάλληλα ρούχα. Μιλάμε για χειμώνα κανονικό.
Ο ήλιος ετοιμάζεται να βγει, ενώ μία αφύσικη για την ώρα κινητικότητα επικρατεί στο Οροπέδιο των Μουσών. Δεκάδες άνθρωποι ετοιμάζονται για το μαραθώνιο του Ολύμπου. Κάποιος ζωσμένος με τις φωτογραφικές μηχανές παίρνει το μονοπάτι για τα Ζωνάρια. Άλλος, με τις κάμερες, ετοιμάζεται να ακροβολιστεί στις Πόρτες. Ο πιο τολμηρός έχει ετοιμάσει από την προηγούμενη ημέρα τα σχοινιά με τα οποία θα δεθεί στα βράχια, ώστε να μπορέσει να απαθανατίσει τη στιγμή κατά την οποία οι αθλητές θα περνούν από μπροστά του.
Οι σχετικοί της διοργάνωσης ετοιμάζονται να πάρουν θέση είτε για βοήθεια είτε για καταμέτρηση. Κάποιοι στήνονται στο Λούκι, που οδηγεί στο Μύτικα, για να κλείσουν την είσοδο για τους «απλούς» ορειβάτες. Ο λόγος είναι απλός: Μπορεί να πέσουν πέτρες από το Μύτικα στο μονοπάτι όπου τρέχουν οι αθλητές.
Η εκκίνηση δίδεται λίγο μετά τις 6 στο Δίον. Σύμφωνα με την πείρα ο πρώτος αθλητής θα φτάσει στο Οροπέδιο λίγο μετά τις 8.30. Όντως λίγο μετά τις 8.30, 2 ώρες και 40 λεπτά μετά την εκκίνηση, εμφανίζονται οι πρώτοι τρεις μαζί στο σημείο ελέγχου, που βρίσκεται στο καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης». Λίγο πριν μέσω ασυρμάτου έχει γίνει η σχετική ενημέρωση από το προηγούμενο σημείο, τη Σκούρτα, και όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι στη θέση τους. Οι καταμετρητές με μπλοκάκι και στυλό. Οι της τροφοδοσίας με ένα μπρίκι στο χέρι, για να δώσουν νερό ή ισοτονικό στους αθλητές. Αυτοί οι τελευταίοι φτάνουν τρέχοντας, στέκονται ένα λεπτό, ίσα ίσα να πάρουν μια ανάσα, στο σημείο ελέγχου. Πίνουν ισοτονικό, μπορεί να τσιμπήσουν και ένα πατατάκι ή λίγους ξηρούς καρπούς. Ανοίγουν οπωσδήποτε ένα energy gel, για να πάρουν ενέργεια άμεσα. Ακόμη και οι πρώτοι φαίνονται πολύ κουρασμένοι και κάπως σαν χαμένοι. Το Οροπέδιο είναι στα μισά της διαδρομής. Ακολουθεί μία ατελείωτη κατηφόρα μέχρι τα Πριόνια. Σε αυτή τη διαδρομή «ξεκουράζονται», για να αρχίσει μετά ο γολγοθάς του Ενιπέα. Είναι τα τελευταία και πολύ δύσκολα χιλιόμετρα, γιατί το φαράγγι του Ενιπέα είναι ένα συνεχές ανεβοκατέβασμα σε δύσκολο έδαφος. Υπολογίστε την κούραση, την υπερένταση, τις εναλλαγές υψομέτρου και θερμοκρασίας, τον αέρα και την ομίχλη. Πρόκειται για αληθινό άθλο.
Στο Οροπέδιο όποιος φτάσει μετά τις 11 και 35 λεπτά αποκλείεται από τον αγώνα. Όσοι αθλητές πάντως περνούν μετά τις 9.30 πηγαίνουν πιο αργά από τους πρώτους. Όσοι φτάνουν κατά τις 10 περπατάνε. Κάποιοι παραπατάνε.
Ο πρώτος αθλητής, από τη Γαλλία, τερματίζει στο Λιτόχωρο 4 ώρες και 47 λεπτά μετά την εκκίνηση. Δεν κάνει ρεκόρ, αλλά πρόκειται για πολύ καλό χρόνο για τα 42 χιλιόμετρα ενός από τους πιο δύσκολους αγώνες ορεινού τρεξίματος. Πόσο μάλλον που ο συγκεκριμένος δεν έχει έπαθλο…
Εάν ο «κανονικός» μαραθώνιος θεωρείται δύσκολος, ο μαραθώνιος του βουνού είναι μία από τις ακραίες δοκιμασίες για τον ανθρώπινο οργανισμό. Οι αθλητές και οι αθλήτριες που ξεκινούν την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου στις 06.10 το πρωί από τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου πρέπει να διασχίσουν τα 44 χιλιόμετρα της διαδρομής -από αυτά τα 38 είναι σε μονοπάτια- σε λιγότερο από δέκα ώρες.
Η θετική υψομετρική διαφορά που καλύπτουν φτάνει τα 3.200 μέτρα, ενώ η συνολική (θετική & αρνητική) τα 5.900 μέτρα. Το χαμηλότερο σημείο του αγώνα βρίσκεται στα 3 μέτρα και το ψηλότερο στα 2.780 μέτρα. Συνοπτικά ο αγώνας ακολουθεί τη διαδρομή Δίον - Άγιος Κωνσταντίνος - Ρέμα Ορλιά - Κορομηλιά - Πετρόστρουγκα - Σκούρτα - Οροπέδιο Μουσών - Ζωνάρια - Χονδρομεσορράχι - Πριόνια - Χαράδρα Ενιπέα - Λιτόχωρο.
Στην έβδομη διοργάνωση μετείχαν 540 αθλητές από 21 χώρες, από 19 έως 66 ετών. Ο μεγαλύτερος αθλητής είναι ο Γιώργος Βεζυργιαννίδης από τη Θεσσαλονίκη. «Τόσο ο κ. Βεζυργιαννίδης όσο και ο δεύτερος ‘ηλικιωμένος’, ο Γιάννης Γερμακόπουλος, τιμούν τη διοργάνωση αλλά και την έννοια του αθλητή», λέει ο Λάζαρος Ρήγος, διοργανωτής του Olympus Marathon. «Ο κ. Γερμακόπουλος κάθε χρόνο συμμετέχει σε περισσότερους από 20 αγώνες ορεινού τρεξίματος, από τους οποίους ο ένας είναι στο όριο των 100 μιλίων. Τερματίζει πάντα και σημειώνει και πολύ καλές επιδόσεις».
Το 90% ξαναπάει!
Ο αγώνας φυσικά δεν απευθύνεται στον καθένα. Απαιτεί σκληρή προπόνηση από άτομα που βρίσκονται σε εξαιρετική φυσική κατάσταση και πρόκειται για μία προσπάθεια στην οποία η θέληση είναι κινητήρια δύναμη. Οι αθλητές έχουν ως αντίπαλο τον εαυτό τους και όχι τους άλλους. Μέσα σε λίγες ώρες αντιμετωπίζουν από τη μια θερμοκρασίες λίγο πάνω από το μηδέν, χιόνι και ανέμους και από την άλλη τη ζέστη του καλοκαιριάτικου μεσημεριού.
Κι όμως το 90% από τους 540 αθλητές έχει συμμετάσχει τουλάχιστον άλλη μία φορά στον αγώνα. Μάλιστα δεκαπέντε από αυτούς έχουν τρέξει και στις προηγούμενες έξι διοργανώσεις.
Σκοπός των διοργανωτών είναι να αναδειχθούν οι ομορφιές του βουνού σε όλο τον κόσμο.
Ιερή πορεία
Η ιδέα της θέσπισης του μοναδικού αυτού αγώνα βασίστηκε στις μαρτυρίες για την ιερή πορεία των προσκυνητών του Δίου, οι οποίοι κάθε αρχή καλοκαιριού ανηφόριζαν μέχρι τις κορυφές του Ολύμπου, για να προσφέρουν δώρα στον πατέρα των θεών Δία. Σήμερα οι αθλητές ακολουθούν τα ίχνη αυτής της πορείας, μετουσιώνοντάς την σε ένα σπουδαίο αθλητικό γεγονός. Σύμφωνα με τους αυστηρούς κανονισμούς ο κάθε αθλητής έχει υποχρέωση να σεβαστεί το βουνό και την άμιλλα.
Κατεβαίνοντας το θρόνο του Δία με σκι
Το βουνό των θεών τίμησε την περασμένη άνοιξη η ελίτ των ευρωπαίων extreme σκιέρ. Έπειτα από οκτάωρες και δεκάωρες αναβάσεις ελβετοί και αυστριακοί πρωταθλητές ένιωθαν τη χαρά να κατηφορίζουν το χιονισμένο Όλυμπο χωρίς τις ανέσεις και την ασφάλεια των χιονοδρομικών κέντρων. Ο θεσσαλονικιός ορειβάτης και σκιέρ Μιχάλης Στύλλας φιλοξένησε τους VIP σκιέρ στο καταφύγιο «Χρήστος Κάκαλος» (το οποίο και διαχειρίζεται) στο Οροπέδιο των Μουσών, στα 2.648 μέτρα.
Οι Ευρωπαίοι βέβαια είχαν ανακαλύψει τον Όλυμπο πριν από ενάμιση αιώνα. Ο γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey και ο γερμανός γεωγράφος Heinrich Barth είχαν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να ανεβούν στο Μύτικα το 1855 και το 1862 αντίστοιχα. Ο γερμανός μηχανικός Edwart Richter το 1911 πιάστηκε αιχμάλωτος από ληστές και δεν κατάφερε να ανεβεί. Οι ελβετοί Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Body μαζί με το λιτοχωρίτη Χρήστο Κάκαλο ήταν οι πρώτοι που κατέκτησαν το 1913 την κορυφή της κατοικίας των θεών. Το 1921 ο επίσης ελβετός Marcel Kurz ανέβηκε στη δεύτερη κορυφή του Ολύμπου, το Στεφάνι, μαζί με τον Κάκαλο.
Το βουνό των θεών δεν είναι εύκολο. Είναι απρόβλεπτο και επικίνδυνο. Κρύβει πολλές παγίδες και ο καιρός του είναι ευμετάβλητος. Ίσως βέβαια αυτό να είναι το «οχυρό» του, ώστε να το επισκέπτονται μόνον όσοι θα το σεβαστούν. Τα μονοπάτια του είναι «σημαδεμένα» από τραγωδίες, τις οποίες όσοι γνωρίζουν αποδίδουν σε ανθρώπινα λάθη…
Ανάβαση χειμώνα, καλοκαίρι
Ο Μιχάλης Στύλλας και ο αδερφός του Αλέξανδρος δεν περιμένουν το καλοκαίρι, για να ανοίξουν το καταφύγιο. «Έχουμε την τρέλα να ανεβαίνουμε στον Όλυμπο για σκι και αναρρίχηση το χειμώνα και να ανοίγουμε και το καταφύγιο. Σιγά, σιγά άρχισαν να έρχονται μαθητές σχολών αναρρίχησης και κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα γκρουπ από τη Γαλλία. Ο Όλυμπος διαθέτει το μύθο του, είναι βουνό ορόσημο. Αυτό που μετρά πολύ επίσης είναι ότι η θάλασσα είναι τόσο κοντά! Αυτά δεν υπάρχουν σε πολλά μέρη στον κόσμο».
Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να δημοσιεύονται σε περιοδικά αλλά και στο διαδίκτυο φωτογραφίες από καταβάσεις με σκι από τις κορυφές και άνοιξε μία καινούργια προοπτική για τους τολμηρούς: η κατάβαση από τα 2.900 μέτρα. «Σαν να κατεβαίνεις μία μαύρη πίστα μήκους 1.500 μέτρων, χωρίς να ξέρεις από πού να πας! Μεγάλη πρόκληση», λέει ο Αλέξανδρος.
Κατάβαση στις 53 μοίρες
Πριν από λίγες εβδομάδες έγινε η πρώτη στα χρονικά ολοκληρωμένη κατάβαση με σκι από το Στεφάνι. «Δράστης» ήταν η αυστριακή δημοσιογράφος και extreme σκιέρ Eva Walkner. «Είναι τέταρτη στο παγκόσμιο πρωτάθλημα extreme σκι και παλιά πρωταθλήτρια Αυστρίας στην κατάβαση. Μετρήσαμε σε κάποιο σημείο την κλίση στις 53 μοίρες. Σαν κάτι καταβάσεις από την Αλάσκα που βλέπουμε σε documentaire!», επισημαίνει ο Μιχάλης.
Εκτός από την Eva τον Απρίλιο βρέθηκαν για σκι στον Όλυμπο ο αυστριακός Andy Razic, διάσημος για τα άλματά του με παραπέντε και το extreme σκι, και ο Rudi Flueck, ελβετός φωτογράφος και freeride σκιέρ, εκδότης του περιοδικού «TWIN». Μαζί τους ο Γιώργος Κλαουδάτος, δάσκαλος σκι, ένας από τους καλύτερους έλληνες σκιέρ.
Heli ski; Αποκλείεται!
Η κατάβαση από τις κορυφές του Ολύμπου προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί… ανάβαση με τα πόδια και όλο τον εξοπλισμό. Το heli ski πάντως, δηλαδή η ανάβαση με ελικόπτερο και η κατάβαση με σκι, τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει πολύ έδαφος. Ο Μιχάλης δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες συζητήσεις. «Το ελικόπτερο απαγορεύεται στον Όλυμπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον σε περίπτωση διάσωσης. Αυτό το εξηγούμε σε οποιονδήποτε θέλει να έρθει και δεν είναι εξοικειωμένος με την έννοια ‘εθνικός δρυμός’. Εξηγώντας τους κανόνες πολλοί αθλητές ή ενδιαφερόμενοι αποθαρρύνονται. Υπάρχει όμως μία ηθική του βουνού. Όποιος έρχεται στον Όλυμπο πρέπει να περάσει τον πήχη. Εγώ πάντως αρνούμαι να τον κατεβάσω. Το ίδιο κάνει κι όποιος αγαπά το βουνό».
«Ο Όλυμπος δεν χρειάζεται χιονοδρομικό»
Όποιος ανεβαίνει στον Όλυμπο, για να δοκιμάσει κατάβαση με σκι, αγαπά πολύ το βουνό. Η ανάβαση μπορεί να ξεπεράσει τις οκτώ ώρες με εξοπλισμό πολλών κιλών και διαδρομή μέσα στο χιόνι και τον πάγο. «Από το Κέντρο Χιονοδρομίας του Στρατού ως το Οροπέδιο Μουσών κάναμε δέκα ώρες. Αυτό όμως είναι το βουνό: προσπάθεια, κούραση και ικανοποίηση».
Οι συζητήσεις για δημιουργία χιονοδρομικού στον Όλυμπο προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις. Ο Μιχάλης Στύλλας είναι κάθετα αντίθετος. «Είναι σπουδαίο το ότι δεν υπάρχει χιονοδρομικό στον Όλυμπο. Στην Ελλάδα εξάλλου υπάρχουν 22 και τα περισσότερα υπολειτουργούν. Ρημάξαμε αρκετά βουνά, δεν χρειάζεται να ρημάξουμε και τον Όλυμπο. Κάποιοι τοπικοί άρχοντες φούσκωσαν τα μυαλά των κατοίκων ότι θα γίνει η περιοχή τους Άγιος Αθανάσιος. Αυτό που πρέπει να γίνει σίγουρα είναι η επέκταση των ορίων του εθνικού δρυμού, ώστε ο Όλυμπος να προστατεύεται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση».
Η ισότητα του βουνού
Ο Μιχάλης Στύλλας έχει εμπειρία αγώνων αντοχής σε όλο τον κόσμο. Έχει συμμετάσχει σε αποστολές στα Ιμαλάια και έχει πατήσει σε τέσσερις κορυφές πάνω από 8.000 μέτρα: Έβερεστ, Μακαλού, Νταουλαγκίρι, Τσου-Ογιού. «Το πιο δύσκολο βουνό ήταν το Μακαλού με την κορυφή στα 8.453 μέτρα. Πήγαμε εκτός εποχής, χωρίς αποστολή. Ήμασταν μόνοι με ένα σέρπα, δύο άτομα σε όλο το βουνό! Ήταν τελείως διαφορετική εμπειρία από το να βρίσκεσαι στο Έβερεστ με 20 αποστολές».
Στο Οροπέδιο των Μουσών, στα 2.700 μέτρα, όπου περνά πολλούς μήνες κάθε χρόνο, ο Μιχάλης βρίσκει «την ομορφιά αλλά και το απρόβλεπτο. Κάθε μέρα είναι διαφορετική. Θα δεις έναν αγριόγατο, ένα λουλούδι, θα νιώσεις συναισθήματα, μυρωδιές, σκιές. Άλλωστε ούτε εσύ είσαι ο ίδιος κάθε μέρα στο βουνό».
Ο κόσμος που φτάνει στο Οροπέδιο των Μουσών έχει «φιλτραριστεί» στο δρόμο. «Δεν σηκώνεται ο καθένας να κάνει έξι, επτά, οκτώ ή και δέκα ώρες ανάβασης, χωρίς να έχει τη δύναμη της θέλησης. Ψηλά στο βουνό φτάνει όποιος το θέλει. Και, ξέρεις, εκεί είναι όλοι ίσοι. Στο βουνό δεν μετράνε τα λεφτά».
Συνιστώ το βιβλίο «Η ζωή μου στο όριο» (εκδόσεις Μετέωρο) του Ράινχολτ Μέσνερ, ενός από τους καλύτερους ορειβάτες στον κόσμο και πρώην ευρωβουλευτή, με καταγωγή από το γερμανόφωνο Τιρόλο της Ιταλίας.
Σχόλια