Στη σκοτεινή γωνιά της ιστορίας


Από το proletcult.wordpress.com
Αφιερωμένο σε κάθε άνθρωπο αυτής της χώρας που έχει υποστεί διακρίσεις, που έχει κυνηγηθεί, που έχει φυλακιστεί, που έχει ξυλοκοπηθεί, που έχει δολοφονηθεί για το χρώμα του, την καταγωγή του, τις σωματικές του αναπηρίες, τις σεξουλικές του προτιμήσεις.

Αφιερωμένο σε κάθε άνθρωπο αυτής της χώρας που στο πρόσωπο όλων αυτών βλέπουν τον εαυτό τους.

Όλα συνδέονται, όλα είναι συνέχειες και ασυνέχειες, όλα έχουνε ρίζες που πάνε πολύ βαθιά, όλα τα πράγματα, ακόμα και τα πιο νέα, κουβαλάνε τα χρωμοσώματα ανθρώπων μέχρι 7 γενιές πίσω… Το παρόν είναι ένα διαρκής χορός πάνω στον τάφο του παρελθόντος σε έναν άγνωστο μελλοντικό ρυθμό. Ωστόσο, το τι έχουμε θάψει και το ποιους ρυθμούς θα αποφασίσουμε να χορέψουμε είναι δική μας υπόθεση. Το μικρό μέλλον, που θα αφηγηθώ παρακατώ, αφορά τρεις στιγμές του παρελθόντος. Και μια τέταρτη του μέλλοντος. Αλλά δεν έχει σημασία ο αριθμός έτσι και αλλιώς θα μπουρέσαν να είναι 7 ή 8 ή μερικές χιλιάδες. Επίσης αφορά και έναν τόπο που είναι πολλοί τόποι. Είναι η Καλιφόρνια, το Μέξικο Σίτι, η Αυστραλία, η Ελλάδα και η Γαιοθάλασσα… 


Η σημερινή μας ιστορία θα μπορούσε να ξεκινάει με τον John Brown αν δεν είχα αφηγηθεί εδώ την –και μουσική- ιστορία του. Ο John Brown αποτελεί για τις ΕΠΑ την αρχετυπική φιγούρα του πολέμιου της δουλείας, του υπερασπιστή των δικαιωμάτων των μαύρων και ενός από τους πρώτους που προσπάθησε να επανορίσει τον αμερικάνικο ριζοσπαστισμό έναν αιώνα περίπου μετά την ίδρυση των ΕΠΑ και τον αντιαποικιοκρατικό τους αγώνα ενάντια στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Αντιθέτως η ιστορία μας θα ξεκινήσει με έναν έλληνα μετανάστη στην Αμερική. Τον Johnny Otis.

                   

Οι περίεργες παιδικές αποφάσεις του Ιωάννη Βελιώτη 
O Johnny Otis γεννήθηκε το 1921 στο Vallejo της California ως Ιωάννης Βελιώτης, στην Wikipedia μπορούμε να διαβάσουμε τον εξής μακροσκελή κατάλογο “American singer, musician, composer, arranger, bandleader, talent scout, disc jockey, record producer, television show host, artist, author, journalist, minister, and impresario…” ο οποίος όμως ξεχνάει τα επίσης πολύ βασικά κατά τη γνώμη μου: βιοκαλλιεργητής και μπακάλης. Την καλλιτεχνική του πορεία, τα πολυσχιδή ταλέντα του, τον πολύ κεντρικό ρόλο που έπαιξε στην ανάδειξη σπουδαίων γυναικών όπως η Big Mama Thornton και η Etta James, με αποτέλεσμα να αποκτήσει το προσωνύμιο Νονός του Rhythm and Blues προφανώς τα γνωρίζετε (ή αν δεν τα γνωρίζετε είναι εξαιρετικά εύκολο να τα μάθετε). Τα πρώτα δύο όμως πράγματα που έμαθα για τον Otis, ήταν το ότι ήταν έλληνας δεύτερης γενιάς και την εξής δήλωση του: “Σαν παιδί αποφάσισα ότι αν στην κοινωνία μας κάποιος έπρεπε να είναι λευκός ή μαύρος, να είμαι μαύρος”. Και πράγματι ο Otis έμεινε συνεπής στην απόφαση που πήρε ως παιδί: Έζησε, δημιούργησε, αποτέλεσε και πέθανε ως μέρος της μαύρης κοινότητας. 

Είμαστε στη δεκαετία του ’30 και μέσα στην Μεγάλη Ύφεση. Την προηγούμενη δεκαετία για πρώτη φορά ήρθε η μαύρη μουσική στο προσκήνιο με τον περίφημο (και απαράδεκτο) από τις δισκογραφικές εταιρείες χαρακτηρισμό race music, αλλά την δεκαετία του ’30 πέφτει και η δισκογραφία σε βαθιά κρίση οπότε και σταματάνε να κόβονται πολλοί δίσκοι. Οι μαύρες κοινότητες κάνουν τα πρώτα τους βήματα προς την αυτοσυνείδηση τους. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός που ταρακούνησε τη χώρα τις τρεις πρώτες δεκαετίες –σχεδόν- και η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής με τον φορντισμό που δεν νοιάζεται για το χρώμα του δέρματος και πολύ, ήρθαν να βάλουν εκ νέου τα ζητήματα της ισότητας όχι στη βάση κάποιου θρησκευτικού δόγματος ή κάποιου συστήματος ηθικής αλλά στην ίδια την πραγματικότητα. Η μουσική λόγω της διαδεδομένης και κυρίαρχης θέσης της μέσα στη μαύρη κουλτούρα θα αρχίσει να γίνεται σιγά- σιγά ένα όχημα, ένα μέσο και ο συνδετικός ιστός της ανάπτυξης των μαύρων ως κοινοτήτων. 

Κάπου εκεί, ο νεαρός Johnny γιος ενός έλληνα μετανάστη που έχει ένα μπακάλικο στο Vallejo αποφασίζει να είναι μαύρος. Προφανώς όλοι οι φίλοι και φίλες του θα ήταν μαύροι και μαύρες, στο σχολείο πολλοί συμμαθητές θα ήταν μαύροι. Και πολύ πιθανά θα πήγαινε κάποιες φορές στις εκκλησίες των μαύρων, θα άκουγε τα gospel και τα spiritual και θα του σηκωνόταν οι τρίχες στο σβέρκο. Ή εκεί σαν πιτσιρικάς πίσω από κάποια αυλή θα στάθηκε και θα άκουσε κάποιο δίσκο blues να βγαίνει από κάποιο φτωχό μαύρο σπίτι. Μπορεί να μην έκανε τίποτα από αυτά. Μπορεί όταν μεγάλωσε και άκουσε την Big Mama Thornton να τραγουδάει να μην του τσάκισε τα πλευρά με τη δύναμη της και απλούστατα μπορεί η μαύρη κραυγή της Etta James που σκίζει σαν τσεκούρι το κρανίο αυτόν να μην τον άγγιξε. Ποιος μπορεί να ξέρει; 

Τι ώθησε όμως έναν λευκό πιτσιρικά μιας σχετικά ευκατάστατης οικογένειας να επιλέξει να είναι μαύρος σε μια εποχή εξαιρετικά ζόρική όχι απλά να επιλέγεις να είσαι μαύρος αλλά να είσαι κιόλας; Δεν ξέρω αν κάπου σε όλα όσα έχουν γραφτεί ή έχει γράψει το έχει απαντήσει… Με μια έννοια δεν έχει και πολύ σημασία να το μάθουμε. 

Θέλω –και θέλω ρητά ως υποκειμενικότητα, θέλω ως επιθυμία- το κίνητρο του λευκού πιτσιρικά για να στείλει από κει που ήρθανε τις κοινωνικές επιταγές φυλετικής καθαρότητας και ανωτερότητας, το κίνητρο του για να αμφισβητήσει την πεμπτουσία της φιλολογίας περί λευκής ανωτερότητας, το κίνητρο του για να τα κάνει όλα αυτά πέρα και να ενωθεί δια βίου στην αγκαλιά των μαύρων αδερφών του να ήταν το πρώτο μαύρο τραγούδι που άκουσε και μίλησε στην ψυχή του, και αναγνώρισε σε αυτό τη δική του μαυρότητα (sic) και ένιωσε ότι με αυτούς τους ανθρώπους που μια κοινωνία του λέει ότι τον χωρίζει το χρώμα του δέρματος, αυτόν τον ενώνει η καρδιά του και το μυαλό του. Και ένα γράμμα αυτής της δικής μου επιθυμίας να ήταν κίνητρο του νεαρού λευκού, εμένα μου αρκεί. 

Ο Otis δεν ήταν πολιτικός ακτιβιστής, αν και ήταν ενεργός στην κοινότητα του. Δεν έχει σημασία όμως ούτε αυτό. Σημασία έχει αυτή η κίνηση μέσα στην απλότητα της. Εκεί είναι όλη της η ουσία. Θεωρεί δεδομένο με τη στάση του να είναι μαύρος. Είναι το πιο λογικό πράγμα του κόσμου να είναι μαύρος. Είναι τόσο προφανές, σε μια κοινωνία που έχει σημασία το χρώμα, να κάνεις την επιλογή του χρώματος στο αντίθετο που η κοινωνική προσταγή επιτάσσει. Σε αυτή την στάση δεν μπαίνει καν θέμα αντιρατσιμού, τον υπερβαίνει. Θεωρεί δεδομένα τα ανθρώπινα κοινά που μετασχηματίζονται σε κοινότητες… Εκεί βρίσκεται η ομορφιά της απόφασης και της στάσης του Otis. Και σε αυτή την ομορφιά και ανθρωπινότητα, από τούτον δω τον τόπο της μακρινής καταγωγής του νεαρού Γιάννη, νιώθουμε τη δική μας μαυρότητα να ενώνεται με τη δική του…


                         

Οι περίεργες παιδικές αφηγήσεις της Ursula Le Guin 
Σε ένα fantasy κόσμο όπου ο νεαρός Otis θα μπορούσε να αλλάξει το χρώμα του δέρματος του, να μάθει την Αληθινή Λαλιά, να καβαλάει δράκους και να κάνει τους ανέμους να κινούν τη μικρή του βάρκα θα μπορούσε να ήταν ο Γκεντ, ο Αρχιμάγιστρος της Γαιοθάλασσας. Εκεί θα είχε μεγαλώσει στο νησί του Γκόντ, θα είχε μάθει τα πρώτα ξόρκια δίπλα στον δάσκαλο Ογκηόν, θα είχε πάει στο νησί του Ροκ να μάθει τη μαγεία, θα πήγαινε στους τάφους του Ατουάν να μαγέψει την Φαγωμένη, να την φέρει –μια λευκή σε έναν μαύρο κόσμο- πίσω με τον Ρουνο της Ειρήνης, θα ταξίδευε από άκρη σε άκρη στη Γαιοθάλασσα με τον Αρμενιστή τη βάρκα του για να γιατρέψει τις πληγές ενός κόσμου που τσακίζεται, θα κουραζόταν, θα κινδύνευε να πεθάνει, θα πήγαινε μέχρι τον κόσμο των Σκιών, θα νικούσε. Αλλά θα ήταν μία νίκη που θα είχε κόστος την ίδια του την ύπαρξη ως Μάγιστρος. Θα έχανε κάθε ιδιότητα σαν μάγος και θα κατέληγε στα γεράματα του να φροντίζει τον κήπο του και τα λίγα ζωντανά του. Αλλά θα είχε αλλάξει ριζικά την κοινωνία και το πως τα πράγματα γίνονται αντιληπτά. Και κει στη μικρή του καλύβα με τα φτωχικά του υπάρχοντα θα τον επισκέπτονταν με κάθε επισημότητα βασιλιάδες και μάγοι για να υποβάλλουν τα σέβη τους. 

Η Γαιοθάλασσα, είναι ένας φανταστικός κόσμος που η συγγραφέας Ursula K. Le Guin, δημιούργησε για να αφηγηθεί τις ιστορίες της. Εκεί εξελίσσεται η ιστορία του Αρχιμάγιστρου Γκεντ… Μαζί με τα μυθιστορήματα του Χαϊνικού Κύκλου αποτελεί τις δύο μεγάλες θεματικές ενότητες του έργου της. Η Γαιοθάλασσα ανήκει στο είδος του fantasy με σαφείς επιρροές από τον Lord Dunsany και τον J.R.R. Tolkin, ωστόσο η γραφή της μετατρέπει το είδος του fantasy από ένα χώρο παιχνιδιού της ανθρώπινης φαντασίας σε ένα χώρο πειραματισμού της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Στη χώρα μας είναι περισσότερο γνωστή από τον “Αναρχικό των δύο κόσμων” άθλιος ελληνικός τίτλος του “The Dispossed”. 

Ωστόσο, εδώ το θέμα μας δεν είναι μια συνολική αποτίμηση του έργου της Le Guin (πράγμα αδύνατο) αλλά ούτε καν μια απλή παρουσίαση του πραγματικά πολυδιάστατου έργου της. Ένα από τα βασικά στοιχεία στο έργο της Le Guin, είναι ο βαθύς και σχεδόν αναρχικός ανθρωπισμός της. Βαθύς και σχεδόν αναρχικός, με την έννοια ότι για τη συγγραφέα δεν υπάρχει τίποτα πάνω από τον άνθρωπο, τίποτα πιο σημαντικό και τίποτα που να αξίζει την ισοπέδωση έστω και μιας ανθρώπινης ύπαρξης προς χάριν του. Ταυτόχρονα, περιγράφει με τόση βαθιά ευαισθησία τους ήρωες της ,ακόμα και τους “κακούς”, (βέβαια οι κακοί της Λε Γκεν δεν είναι κακοί με την έννοια του αρχετυπικού κακού και σχεδόν πάντα είναι σαφέστατα τα κίνητρα τους: εξουσία και πλούτη), και παρόλο που ασχολείται με ένα είδος σαν το fantasy δεν υπάρχει πουθενά μεταφυσική… Η μαγεία στην Γαιοθάλασσα είναι Γλώσσα. Είναι η γνώση της πραγματικής ουσίας των πραγμάτων, τα οποία όλα ακόμα και υλικά πράγματα όπως τα βουνά και τα νησιά υπάρχουν επειδή λέγονται. Και εκεί είναι η γλώσσα που ως ανθρώπινη επινόηση είναι και ταυτόχρονα το βασικό στοιχείο της ανθρωπινότητας ως κοινότητας. Είμαστε άνθρωποι επειδή μιλάμε και μιλάμε επειδή έχουμε μια κοινή γλώσσα και έτσι μετασχηματίζουμε όλον τον υλικό κόσμο. Διαλεκτικός υλισμός. Όμορφος και συναρπαστικός… 

Τη Γαιοθάλασσα τη θεωρώ το αποκορύφωμα του έργου της. Και αποκορύφωμα της Γαιοθάλασσας θεωρώ την Τεχανού. Η Τεχανού είναι ένα κορίτσι που το σώζουν τελευταία στιγμή από τη φωτιά που το είχαν πετάξει οι δικοί της. Το μαζεύουν και το φροντίζουν η Τενάρ με τον Γκεντ. Τρεις απόβλητοι μαζί… Η Τενάρ λευκή και ξανθιά από τις Καργκάδες. Ο Γκεντ δεν βρίσκει χώρο σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ο ίδιος. Και η Τεχανού ένα κορίτσι με μαγικές ιδιότητες που θέλησαν να κάψουν οι δικοί της. Τη μεγαλώνουν και φροντίζουν τις πληγές της. Η Τεχανού είναι μια υπέροχη μεταφορά της πληγής που ανοίγεται στον εαυτό μας προς χάριν της κοινωνικής συμμόρφωσης. Είναι τα κομμάτια μας που καυτηριάζονται με πυρωμένο σίδερο για να ταιριάξουμε σε ένα αλλοτριωμένο κόσμο. Και εδώ έρχεται η Le Guin στο τέλος να σου πει: μην αφήσεις τα γεμάτα εγκαύματα μέρη σου χωρίς φροντίδα, φρόντισε τα και θα επιβιώσουν. Θα μεγαλώσουν. Θα ωριμάσουν και στο τέλος θα μεταμορφωθούν ή μάλλον θα αποκτήσουν την πραγματική τους μορφή: θα γίνουν χρυσοί δράκοι με κοφτερά νύχια και γυαλιστερά λέπια. Πάλι δε θα ανήκουν σε αυτό τον κόσμο. Αλλά θα είναι δράκοι και όχι παραμορφωμένα μέλη. 

Οι ήρωες, όλοι οι ήρωες της Le Guin είναι σκουρόχρωμοι. Τόσο στη Γαιοθάλασσα όσο και στον Κύκλο του Χαϊν. Την Τεχανού την είχα διαβάσει πολύ παλιά. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο είχα γνωρίσει και τον Ασάντ, ανήλικος πρόσφυγας από το Αφγανιστάν που φιλοξενούνταν σε έναν ξενώνα ανήλικων προσφύγων στα Ανώγεια της Κρήτης. Ο Ασάντ είχε ένα χέρι σαν την Τεχανού. Μια βόμβα του είχε πάρει τα τρία δάχτυλα αφήνοντας στο ένα χέρι τη μισή παλάμη και τον αντίχειρα και τον δείκτη. Η Τεχανού ήταν καμένη από την μια πλευρά της και το ένα της χέρι έμοιαζε με νύχι. Η Τεχανού μπορούσε να μεταμορφωθεί σε δράκο. Ασάντ σημαίνει λιοντάρι. Ένας απόκληρος και μια απόκληρη. Ο Ασάντ ταυτίστηκε στο μυαλό μου με την Τεχανού. Και η Τεχανού μου έβάλε το θέμα τι κάνει μια κοινωνία με τους απόκληρους τους; Τους πεινασμένους της; Τους τρελούς της; Τους ανίκανους της; Τους αρρώστους της; Τους μαύρους της; 

Δεν έχω απάντηση, γιατί σε αυτή την κοινωνία είμαι και εγώ ένα τέτοιος, και εκ των πραγμάτων αν και δεν έχω απάντηση, έχω θέση. 

Ούτε η Le Guin έχει απάντηση. Μόνο ερωτήματα έχει… Μόνο ζητήματα… Και μόνο ενδεχόμενα. 

Η Le Guin όμως έχει και αυτή θέση, τη θέση της γυναίκας, ζει και γράφει σε μια ανήσυχη Αμερική και αυτή στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’60. Και αποφασίζει οι ήρωες της, οι ηρωίδες της να είναι μαύροι σε ένα είδος μάλιστα που δεν υπάρχει ίχνος μαυρότητας, ειδικά τότε. Είναι η δική της συμβολή να μιλήσει για μαυρότητα ως ανθρωπινότητα, να εντάξει δηλαδή στους κόλπους της ανθρωπινότητας το μαύρο της κομμάτι. Η σημασία που έχει κάτι τέτοιο για τη Le Guin φάνηκε όταν το 2004 το Sci Fi Channel πήγε να γυρίσει τα δύο πρώτα μέρη της Γαιοθάλασσας, όπου όλοι οι ήρωες στην σειρά είναι λευκοί και ξανθοί… Η Le Guin δήλωσε ότι δεν έχει καμία σχέση με όλο αυτό, και γενικώς οι αναγνώστες της έκραξαν άγρια τους δημιουργούς. 

Ό Johnny Otis τοποθέτησε τον εαυτό του εντός της μαύρης κοινότητας θεωρώντας δεδομένη τη θέση του εκεί, η Ursula Le Guin τοποθέτησε την μαύρη κοινότητα ως κοινότητα στο έργο της θεωρώντας εξίσου δεδομένο τον χαρακτήρα της σαν κοινότητα και σαν ανθρωπινότητα. Και οι δύο βρίσκονται ένα βήμα μετά τον αντιρατσισμό. Ποια είναι η διαφορά; Ο αντιρατσιμός πολεμά τους ρατσιστές και τον ρατσισμό τους από μία αντίθεση στην κυρίαρχη θέση του ρατσισμού. Η ανθρωπινότητα της Le Guin και του Otis όμως, δημιουργούν μια νέα θετικότητα στην οποία ρατσισμοί και αντιρατσισμοί δεν έχουν θέση. Απλούστατα επειδή όλα τα ανθρώπινα πλάσματα είναι ανθρώπινα πλάσματα. Θεωρούν σχεδόν απαξιωτικό να αντιπαρατεθούν με τα γελοία επιχειρήματα του ρατσισμού. Και λειτουργούν ακριβώς εντός αυτού του πλαισίου.


                               

Οι περίεργες στιγμιαίες αποφάσεις του Peter Norman
Είμαστε στην Καλιφόρνια και είμαστε στη δεκαετία του ‘60. Σε κείνη την ακτή κατοικεί ένα ζώο το οποίο είναι εκ πρώτης όψεως τρομακτικό και επικίνδυνο αλλά κατά βάση είναι εξαιρετικά ήσυχο και γαλήνιο. Οι μόνες μάχες που δίνει είναι αυτή για την τροφή του και αυτή για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Το ζώο αυτό ονομάζεται πάνθηρας, και από κει εμπνεύστηκαν το όνομα τους οι Μαύροι Πάνθηρες που ξεκίνησαν τη δράση τους λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, με βασικό σκοπό την υπεράσπιση των κοινοτήτων τους και του εαυτού τους. 

Το 1968 θα γίνουν στο Μεξικό οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι οποίοι θα μας χαρίσουν μια από τις πιο έντονες και όμορφες εικόνες του προηγούμενου αιώνα. Στο βάθρο των νικητών του αγώνα των 200μ στέκονται οι αμερικάνοι Tommie Smith και John Carlos, με υψωμένη τη γροθιά τους φορώντας μαύρα γάντια. Σε μία τελετή έτσι και αλλιώς όλα είναι συμβολικά, οπότε και οι δύο αθλητές με όποιον τρόπο μπορούσαν έκαναν τις συμβολικές τους δηλώσεις: πήγαν και οι δύο ξυπόλητοι για να δείξουν τη φτώχεια των μαύρων των ΕΠΑ, ο Smith φόραγε ένα μαύρο φουλάρι σύμβολο της μαύρης περηφάνιας ενώ ο Carlos είχε ανοιχτό το πάνω μέρος της φόρμας του ως φόρο τιμής στους χειρωνάκτες εργάτες της πατρίδας του και φορούσε μια αλυσίδα που συμβόλιζε όλους εκείνους τους μαύρους που λιντσαρίστικαν, κρεμάστηκαν ή δολοφονήθηκαν. Και οι δυο φορούσαν την κονκάρδα του OPHR (Olympic Project for Human Rights). Το οποίο ήταν μια ομάδα δράσης κυρίως μαύρων αθλητών ενάντια στους φυλετικούς διαχωρισμούς και στις ΕΠΑ και στον κόσμο γενικότερα. Την κονκάρδα του OPHR φόραγε και ο τρίτος. 

Ποιός είναι αυτός ο τρίτος; Ποιός είναι αυτός ο αμήχανος και συμβολικά σιωπηλός λευκός στη δεύτερη θέση του βάθρου; Γιατί κοιτά ίσια όταν οι δύο Αμερικανοί έχουνε σκυμμένα τα κεφάλια τους; Και τέλος πάντων τι; Ο αμήχανος και σιωπηλός σε σχέση με τον κραυγαλέο συμβολισμό των μαύρων συναθλητών του λευκός είναι ο Peter Norman από την Αυστραλία. Και δεν είναι ούτε αμήχανος και ούτε σιωπηλός. 

Να βάλουμε κάτω όλους τους συμβολισμούς; Δύο μαύροι αθλητές, πρώτος και τρίτος, κουβαλάνε στο βάθρο της φιέστας των Ολυμπιακών την πατρίδα τους που αγωνίζεται, τη μυστική εκείνη Αμερική για την οποία ποτέ δε θα μάθουμε εμείς οι απέξω τι συμβαίνει. Κουβαλάνε το κίνημα για την ελευθερία των μαύρων, κουβαλάνε τις σκατοδουλειές που ήταν αναγκασμένοι να κάνουνε, κουβαλάνε τα τρεξίματα, τα λιντσαρίσματα, τους φυλετικούς διαχωρισμούς, τους φόνους και όλη τη λευκή βία μιας Αμερικής που τρώγανε στα μάπα από τριών χρονών, κουβαλάνε όμως και την περηφάνια τους, κουβαλάνε τις μουσικές και την κουλτούρα τους, κουβαλάνε τη μνήμη τους σαν μέλη των κοινοτήτων τους, κουβαλάνε τους αγώνες του. Και όταν παιανίζει ο αμερικάνικος εθνικός ύμνος τον αμφισβητούν, κοιτούν κάτω το χώμα πάνω στο οποίο για αιώνες οι πρόγονοι τους έσερναν τα αλυσοδεμένα τους πόδια. Και υψώνουν τις γροθιές τους. Φωνάζοντας, ουρλιάζοντας: τους ανθρώπους μου τους θεωρείς σκουπίδια, τους κυνηγάς, τους σκοτώνεις τους έχεις μες στη φτώχεια. Είμαι ένας από αυτούς. Και σε αυτή τη στιγμή που η μαύρη αμερική διαμαρτύρεται που η μαύρη αμερική διεκδικεί τη θέση της, ένας αυστραλός λευκός στέκεται αλληλέγγυος ανάμεσα τους. 

Και είναι εκεί μέσα στην κραυγαλέα της αντίθεση όλη η δύναμη της δήλωσης και του Peter Norman: ένας λευκός δύο μαύροι· σκυμμένοι, αυτός κοιτάει ίσια· ξυπόλητοι, αυτός με τα παπούτσια του· τα χερια ψηλα, αυτός κατεβασμένα αν και σφιγμένα σε γροθιές. Το μόνο το οποίο τον συνδέει με την εικόνα τους είναι η κονκάρδα. Και όλα τα υπόλοιπα είναι η κραυγή ενός ανθρώπου που έτυχε να γεννηθεί λευκός. Αυτή η κραυγή είναι εκείνο το σημείο όπου η ανθρωπότητα χωρίζετε στα δύο και όλοι πρέπει να πάρουν θέση. Και ο Norman πήρε αυτή που θεωρούσε σωστή. Έτσι απλά. 

Μετά τον αγώνα οι δύο μαύροι αθλητές είπαν στον Norman τι σκόπευαν να κάνουν. Συμφώνησε μαζί τους και με τον σκοπό τους. Στην έξοδο για την απονομή ο Norman πήρε από έναν άλλο αθλητή την κονκάρδα του OPHR και τη φόρεσε. Μετά την απονομή είναι λίγο πολύ γνωστό το κυνήγι και τους αποκλεισμούς που δέχτηκαν οι μαύροι αθλητές. Το ίδιο ίσχυσε και για τον Norman. Η Ολυμπιακή Επιτροπή της Αυστραλίας τον επέπληξε και τα ΜΜΕ της χώρας τον εξοστράκισαν και παρόλο που το ’71 και το ’72 έπιασε 13 φορές τους χρόνους πρόκρισης για τους επόμενους ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου, οι αρχές της Αυστραλίας προτίμησαν να μη στείλουν κανέναν άντρα σπρίντερ, παρά να στείλουν και τον Norman μαζί τους. Στους Ολυμπιακούς του 2000 του Σίδνει, η χώρα του απέφυγε να τον συμπεριλάβει οπουδήποτε στους εορτασμούς, και ήταν οι ΕΠΑ εκείνες που τον κάλεσαν επίσημα. Το 2003 το πανεπιστήμιο του San Jose απόφοιτοι του οποίου ήταν οι Smith και Carlos τοποθέτησε ένα άγαλμα που αναπαριστά τον χαιρετισμό των Ολυμπιακών του 1968. Ωστόσο ο Norman δε βρίσκεται εκεί, αρχικά με ένα σκεπτικό μάλλον αυτός που βλέπει το άγαλμα να πάρει την κενή θέση του Norman, ωστόσο μίλησε στην τελετή του μνημείου. Ο Norman πέθανε το 2006 από έμφραγμα και για πολλά χρόνια αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και αλκοολισμό που ακολούθησαν τον ακρωτηριασμό του, μετά από έναν τραυματισμό στο πόδι. Στην κηδεία του το φέρετρο το κουβάλησαν οι δύο συναθλητές του. Ο ανιψιός του Norman, Matt Norman, γύρισε μετά το θάνατό του το 2008, ένα ντοκιμαντέρ με θέμα το θείο του και με τίτλο “Salute”. Η ταινία έσπασε τα ταμεία και πολύ Αυστραλοί δεν γνώριζαν καν την ιστορία του Norman. Το πόσο σπουδαίος αθλητής ήταν φανερώνει το γεγονός ότι ο χρόνος που έτρεξε το 1968, παραμένει ακόμα το ρεκόρ της Αυστραλίας. Το 2012 ο Carlos δήλωσε σε μια συνέντευξη του: “Δεν υπάρχει κάποιος στην Αυστραλία που θα πρέπει να τιμηθεί και να αναγνωριστεί περισσότερο από τον Peter Norman για τις ανθρωπιστικές του ανησυχίες, το χαρακτήρα του, τη δύναμη του και τη θέληση του να θυσιαστεί για τη δικαιοσύνη.” Την ίδια χρονιά, ξεκίνησε μια συζήτηση στο κοινοβούλιο της χώρας προκειμένου να δοθεί επίσημα συγγνώμη στον αθλητή για τον αποκλεισμό του. Το αρνήθηκαν. 

Η στάση των αμερικανών που αναγνώρισαν περισσότερα πράγματα στη χειρονομία του Norman, και η τελείως εκδικητική στάση της Αυστραλίας, φανερώνουν ακριβώς τη σημασία της χειρονομίας του. O Peter Norman, βρέθηκε σε μια στιγμή όπου έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Έπρεπε να αποφασίσει αν θα σταθεί δίπλα στους μαύρους αδερφούς του ή αν θα αδιαφορήσει. Έπρεπε να αποφασίσει με ποιους θέλει να έχει κοινά. Έπρεπε να αποφασίσει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, και γνωρίζοντας μάλλον ότι θα βρεθεί απέναντι στις αρχές του τόπου του, ότι θα παίξει κορώνα ή γράμματα την καριέρα του. Έπρεπε πολύ απλά να αποφασίσει: ή γουρούνι ή άνθρωπος. Οι λόγοι; Μπορεί να φταιει το ότι την ίδια περίοδο και η Αυστραλία αντιμετώπιζε τα δικά της φυλετικά ζητήματα με την περίφημη πολιτικής της “Λευκής Αυστραλίας” που έπαιρνε τα παιδιά των Αβορίγινων από τους γονείς τους. Μπορεί να φταίει ότι μεγάλωσε σε μια εργατική συνοικία του Σίδνει. Μπορεί να φταίει πολύ απλά ότι κάποιος πρόγονος του στάλθηκε και αυτός αλυσοδεμένος σε μια ξένη και αφιλόξενη ήπειρο ως κατάδικος… 

Δεν έχει και εδώ σημασία το γιατί. 

Αυτό που έχει σημασία, αυτό που στα αλήθεια μετράει είναι ότι στις 16 Οκτωβρίου του 1968 στο βάθρο των νικητών του αγώνα των 200μ, ανέβηκαν όχι οι νικητές των αγώνων, αλλά οι ίδιοι οι αγώνες. Ανέβηκε και στάθηκε όμορφη και περήφανη, αψηφώντας κανονισμούς, καριέρες, ολυμπιακές επιτροπές και όλη την αθλητική βιομηχανία, ρατσισμούς, φασισμούς, ναζισμούς, διαχωρισμούς, λιντσαρίσματα, κυνηγητά και πογκρόμ η πιο βαθιά συνείδηση του ανθρωπισμού. Ενός ανθρωπισμού, όμως που ούτε φιλοσοφικός είναι, ούτε ιδεαλιστικός. Είναι ο ανθρωπισμός του να στέκεσαι δίπλα δίπλα στο συνάνθρωπό σου. Είναι ο ανθρωπισμός που χάθηκε κάπου στην εξίσωση “σοβιέτ + εξηλεκτρισμός = κομμουνισμός”. Είναι εκείνος ο βαθύς ανθρωπισμός που πρέπει να ξαναβρούμε και που ξεπερνά γλώσσες, χρώματα, φύλα και φυλές, σεξουαλικές ή άλλες προτιμήσεις. Είναι εκείνος ο βαθύς ανθρωπισμός της Le Guin στην Τεχανού που μετατρέπει ένα απόκληρο κορίτσι σε δράκο. Είναι εκείνος ο βαθύς ανθρωπισμός του Otis που του δίνει μια κοινότητα. Είναι εκείνος ο βαθύς μας ανθρωπισμός που μας κάνει να παλεύουμε πολύ απλά για έναν καλύτερο κόσμο. 

Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τις συγκρίσεις με την κατάσταση που ζούμε και βιώνουμε γύρω μας… Τους διάφορους αοιδούς που βγαίνουνε στα πάλκα και χαιρετάνε ναζιστικά, τις διάφορες γυναίκες συγγραφείς που θα προστρέξουν με την ευαίσθητη γυναικεία πένα τους να απολογηθούν για έναν Ηρωδικό κόσμο, τους διάφορους αθλητές που η μόνη ψυχολογία που ξέρουν είναι η ψυχολογία των μαζών. Βέβαια δεν υπάρχει η παραμικρή σύγκριση ουσίας μεταξύ αυτών. Η τραγικότητα μας όμως δεν είναι η ύπαρξη ξεφτιλισμένων απολογητών του υπάρχοντος. Η τραγικότητα μας είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετοί μουσικοί, συγγραφείς και αθλητές που θα πάρουνε θέση. Και η τραγικότητα δεν είναι ότι περιμένουμε αυτούς να πάρουνε θέση, ωσάν σωτήρες, η τραγικότητα είναι ότι δεν τους έχουμε ακόμα εξωθήσει στο να πάρουνε θέση. Το ερώτημα δεν είναι να πάρουν θέση οι άνθρωποι του θεάματος και της τέχνης, πάντως. Άλλωστε και οι τρεις ιστορίες αφορούν κρυφές μάλλον πτυχές γνωστών ανθρώπων. Το ερώτημα, αν υπάρχει κάποιο ερώτημα, είναι χτίζουμε εκείνες τις κοινότητες (με την ευρεία σημασία τους σαν κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά κοινά) που η υπεράσπιση τους θα είναι για όλους μας ζήτημα ζωής ή θανάτου; 

Δεν είναι βέβαια όλα μαύρα, ποτέ δεν είναι όλα μαύρα έτσι και αλλιώς. Κοινότητες υπάρχουν, κοινά υπάρχουν, οι άνθρωποι επιμένουν να αντιστέκονται από έμμεσα και παθητικά, μέχρι άμεσα και ενεργητικά σε μία ιστορική κίνηση που θέλει να μετράει τα πάντα με βάση το χρήμα. Και αν σε αυτή τη χώρα που στις καταιγίδες βουλώνουν οι βόθροι και όλα τα σκατά ξεχύνονται στο φως της μέρας καμιά φορά όλα μοιάζουν μαύρα και σκοτεινά, συστήνω ανεπιφύλακτα το εξής: 

Πάτε στον πιο κοντινό σας σταθμό του ηλεκτρικού και παίρνεται το τραίνο για Βικτώρια. Κατεβαίνετε και πατε προς Πατησίων. Περνάτε απέναντι και στρίβετε αριστερά προς ΑΣΟΕΕ. Μεταξύ Χεύδεν και Κότσικα υπάρχει ένα γκράφιτι, που δείχνει την υψωμένη μαύρη γροθιά. 

Είναι ο μικρός τρόπος αυτού του τόπου να πει στους φασίστες ότι οι χώρες τους είναι πάνω στον πλανήτη μας. 

Σχόλια