Από το krotkaya.wordpress.com
Σιχαίνομαι τον εαυτό μου που μετά από μια υπέροχη βόλτα στου Φιλοπάππου, κι ένα συμπαθέστατο ποτάκι κάπου κοντά στην πλατεία Αβυσσηνίας, παίρνω το δρόμο της επιστοφής, μετρώντας ζωντανά πτώματα τυλιχμένα σε κουβέρτες και μπόχα στις εσοχές της Ερμού και της Αιόλου, μετρώντας μαύρες πόρνες στην Πατησίων, μετρώντας κλειστά μαγαζιά και μαυραγορίτες. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου που απλά αποστρέφω το βλέμμα, που δεν ξέρω τι σκατά να κάνω, που δεν ξέρω τι σκατά κάνω γενικώς, που ασχολούμαι με επουσιώδη υπαρξιακά και άλλα, ενώ ο κόσμος απλά αργοπεθαίνει στην Αιόλου και στην Πατησίων.
Σιχαίνομαι που ακόμα είμαι βαθειά πεπεισμένη πως αυτή εδώ είναι η πιο όμορφη πόλη του κόσμου, αγκαλιάζω με το βλέμμα από τα Τουρκοβούνια ως τον Υμηττό, από το Α’ Νεκροταφείο ως τη θάλασσα. Αγκαλιάζω με το βλέμμα το ποτάμι του τσιμέντου με τις ελάχιστες πράσινες νησίδες και νιώθω για πρώτη φορά μετά από μήνες αγαλίαση, ηρεμία, τρυφερότητα. Είναι ανεξήγητο, το ποτάμι του τσιμέντου που ξεχύνεται από την Πεντέλη ως τον Πειραιά με γαληνεύει. Εκείνη την ώρα που κάτω από το μνημείο του Φιλοπάππου έχει την τέλεια θερμοκρασία, ο ουρανός έχει το πιο σωστό γαλάζιο χρώμα, και αγγίζοντας το απόλυτο κλισέ χαζεύω τον Παρθενώνα και δαγκώνω ένα μικρό κομματάκι ευτυχίας, φυσώντας καπνό και διάφορες επουσιώδεις έγνοιες -εκείνη την ώρα δεν υπάρχει τίποτα που να σκοτεινάζει αυτή τη εικόνα της αθηναϊκής ομορφιάς.
Οι φίλοι μου περιγράφουν εξωπραγματικές πραγματικότητες μετρήσιμες σε τριψήφια ευρώ, προσωπικά αδιέξοδα, γκομενικά κι επαγγελματικά. Τι χρώμα έχει η απόγνωση; Πόσα κιλά απόγνωση αντέχεις; Δοκιμάζουν τις αντοχές μας κι εμείς σφίγγουμε τα δόντια και λέμε πως ακόμα αντέχουμε, 50 ευρώ λιγότερα, ένας φίλος λιγότερος, ένα καλοκαίρι ακόμα χωρίς νησιά. Ακόμα κι έτσι, μπορούμε ακόμα να χαζεύουμε τον τσιμεντένιο αθηναϊκό χείμαρρο καθισμένοι στα βράχια του Φιλοπάππου, καπνίζοντας και συζητώντας αν τελικά είναι ωραίο το Μουσείο της Ακρόπολης, κι αν έπρεπε να γκρεμίσουν τις πολυκατοικίες της Αρεοπαγήτου που χαλάνε τη θέα από το καφέ προς τον ιερό βράχο. Μπορούμε ακόμα να αναρωτιώμαστε πόσες αλήθειες αντέχουμε να πούμε στους αγαπημένους μας ανθρώπους, πόσες υπεκφυγές μετά θα καταφέρουμε να πούμε τρεις απλές λέξεις, πόσες χιλιάδες δισταγμούς μετά θα καταφέρουμε να κάνουμε τη μία και μοναδική ερώτηση που έχει νόημα να κάνεις: “Θέλεις;”.
Περπατώντας προς το Μοναστηράκι, σκέφτομαι τη λέξη “ξηρασία”. Σκέφτομαι πως η ξηρασία του μεσογειακού καλοκαιριού είναι γόνιμη, καρποφόρα και χαρούμενη. Υπάρχει όμως και μια άλλη ξηρασία, αυτή που νιώθεις πως στέρεψες, πως δεν έχεις άλλες ιδέες, πως δεν θα ξαναδημιουργήσεις ποτέ σου τίποτα, γιατί σε φάγαν οι πολλές σκέψεις, τα πολλά νούμερα και οι ογκώδεις φόβοι. Η ξηρασία που σε εμποδίζει να πεις τρεις απλές λέξεις, να κάνεις μια σωστή ερώτηση, και να πάρεις την απάντηση που δεν θες και να είναι εντάξει αυτό. Η ξηρασία η αφόρητη να περπατάς στην πόλη που αγαπάς και να μετράς καταστροφές προσωπικές, κοινωνικές, δικές σου και ξένες -όχι, όχι ξένες, τίποτα δεν είναι ξένο στην Αθήνα, όλα είναι οικεία σ’αυτή την πόλη, όλα δικά σου, δικά μου, δικά μας. Τα κουβαλάμε και τα αγαπάμε, ακόμα και τις καταστροφές. Αλλά γεμίζουμε κι απ’αυτή την ξηρασία της απραξίας, της απονεύρωσης, της σήψης. Αυτή την ξηρασία της αδιέξοδης νιρβάνας που λες και μας έχουν δώσει συλλογικά μορφίνη ή ξερωγώποιο αναισθητικό και δε νιώθουμε. Αυτή η ξηρασία της αναισθησίας είναι η χειρότερη, η πιο φριχτή, το ξερό τίποτα στο νευρικό μας σύστημα. Και θέλω κάπως να πάρω τους δρόμους και να ταρακουνάω κόσμο και να τον ρωτάω “νιώθεις ρε φίλε; νιώθεις τίποτα;”. Κι αν νιώθεις, αυτό που τέλοσπάντων νιώθεις, το μετουσιώνεις σε τι;
Μόνο που τελικά μένουμε ακόμα με την απορία: τι σκατά κάνουμε;
Σχόλια