Μια επιστολή που φέρνει ανατροπές για τις γερμανικές αποζημιώσεις

Από το efsyn.gr / Tου Παντελή Βαλασόπουλου
O τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Βόνη ενημέρωσε τον τότε υπ. Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται να προβάλει νέες απαιτήσεις με τη συμφωνία περί γερμανικών χρεών. 

Δεν υπάρχει ελπίδα να λάβει η Ελλάδα πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία, δήλωσε την Τετάρτη ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και μας ζήτησε να επικεντρωθούμε στις μεταρρυθμίσεις. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που μέσα στα 20 τελευταία χρόνια εισπράττουμε μια τέτοια απάντηση από τη Γερμανία, αν και τη φορά αυτή ο κ. Σόιμπλε δεν είναι αρμόδιος για να μας πει το τι θα γίνει με τις μεταρρυθμίσεις. 

Το ελληνικό κράτος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει υποκινήσει συχνά το θέμα των αποζημιώσεων, αν και όχι πάντοτε με σοβαρότητα. Το ζήτημα από μόνο του είναι περίπλοκο και η φύση του λεπτής φύσης του, και ως εκ τούτου και στις δύο χώρες διακινούνται πολλές ανακρίβειες. 

Μιλώντας για «γερμανικές αποζημιώσεις», ουσιαστικά μιλάμε για τρία διαφορετικά πράγματα: Αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι ναζί στις υποδομές και την οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας, αποζημιώσεις προς πρόσωπα και, τέλος, το κατοχικό δάνειο. 

Μετά τον πόλεμο 
Επιχειρώντας μια σύντομη αναδρομή, να πούμε αρχικά ότι μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι νικητές σύμμαχοι –προστατεύοντας τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα, αλλά και έχοντας πικρή πείρα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου- δεν υποχρέωσαν τη Γερμανία να πληρώσει αποζημιώσεις. 

Ετσι, το γερμανικό κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να καταβάλει αποζημιώσεις. 

Μάλιστα, η διαίρεση της χώρας σε Δυτική και Ανατολική Γερμανία παρέτεινε την καταβολή αποζημιώσεων σε άγνωστο χρόνο, όταν η χώρα θα ενοποιούνταν. Ακόμη όμως και μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, η «συμφωνία των τεσσάρων» δεν προέβλεπε ξεκάθαρα θέμα αποζημιώσεων. 

Εδώ να προσθέσουμε και τη στάση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Γερμανίας που αποποιήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τη ναζιστική Γερμανία και έτσι πέτυχε την αυτοκάθαρση, γλιτώνοντας από το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όμως, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας συνήψε διμερείς συμφωνίες με συμμαχικές χώρες, με βάση τις οποίες επιχειρήθηκε να τελειώσει μια και καλή το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων.

Το ίδιο έγινε και με το τότε Βασίλειον της Ελλάδος, πρωθυπουργός του οποίου ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την καταβολή από τη Δυτική Γερμανία 115 εκατ. γερμανικών μάρκων (σημερινά 30 εκατ. ευρώ περίπου). 

Η συμφωνία υπογράφτηκε στη Βόνη, στις 18 Μαρτίου του 1960, και η Ελλάδα την επικύρωσε στις 21 Αυγούστου του 1961. 

Για να μην εισέλθουμε σε πολλές λεπτομέρειες, να σημειώσουμε κάτι σημαντικό που ανέφερε η συμφωνία αυτή: Σύμφωνα με το άρθρο 3 της συμφωνίας, «δια τής εν άρθρω προβλεπομένης πληρωμής, ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματα, άτινα αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως ταύτης και τα αναφερόμενα εις τα σχέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς το Βασίλειον της Ελλάδος, μη θιγομένων ενδεχομένων νόμιμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων». 

Με την παραπάνω σύμβαση επιχειρήθηκε να κλείσει μια για πάντα το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. 

Ομως, πέρα της συμβάσεως, ο τότε Πρέσβης της Ελλάδας στη Βόννη, Θωμάς Υψηλάντης, συνέταξε επιστολή, με ημερομηνία ίδια με αυτή της σύμβασης, την οποία και απέστειλε στον τότε υφυπουργό Εξωτερικών, Αλμπερτ Φον Σέρπενμπεγκ, όπου –μεταξύ άλλων- ανέφερε και ότι «η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, θεωρεί ως δεδομένο ότι η Βασιλική Ελληνική Κυβέρνηση δεν θα επανέλθει μελλοντικώς, με την απαίτησιν ρυθμίσεως περαιτέρω ζητημάτων, προερχομένων εκ των εθνικο-σοσιαλιστικών μέτρων διώξεως, κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. Η κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδος συμφωνεί προς την άποψιν ταύτην της κυβερνήσεως της ΟΓΔ. Επιφυλάσσεται εντούτοις όπως προβάλλει νέας απαιτήσεις, συμφώνως τω άρθρω 5, παράγραφος 2 της συμφωνίας περί γερμανικών εξωτερικών χρεών». 

Νομικό ζήτημα 
Και εδώ εγείρεται ένα μεγάλο νομικό ζήτημα για το ποια αξία έχει η συμπληρωματική επιστολή του πρέσβη Υψηλάντη, σε μια σύμβαση την οποία είχε υπογράψει το ελληνικό κράτος. 

Αυτό γιατί όλες τις τελευταίες δεκαετίες η Γερμανία βασίζεται στην υπογραφή της σύμβασης αυτής για να υποστηρίξει τη θέση της, όπως κάνει και τώρα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, λέγοντας ότι «το θέμα αυτό έχει προ καιρού λήξει». 

Το 1995 είχα την ευκαιρία –ως ανταποκριτής τότε της «Ελευθεροτυπίας»- να απευθύνω σχετική επιστολή προς τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, ο οποίος και απάντησε λέγοντας: «Το θέμα λύθηκε οριστικά με τη συμφωνία Ελλάδας και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με την οποία το 1960 δόθηκαν 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα ως πολεμική αποζημίωση». 

Ανάλογες διμερείς συμβάσεις υπογράφηκαν και με άλλες χώρες, η Ελλάδα πήρε ωστόσο μακράν –μετά τη Γαλλία- την υψηλότερη αποζημίωση. 

Ενώ, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, στη συνέχεια διμερούς συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης (1990), η Βόνη κατέβαλε στη Μόσχα 16 δισ. μάρκα (8 δισ. ευρώ). 

Ενα ζήτημα είναι και τι έγιναν τα χρήματα της αποζημίωσης που δόθηκαν, καθώς κανείς δεν γνωρίζει –τουλάχιστον επίσημα- πού κατέληξαν. 

Να σημειωθεί επίσης ότι τον Αύγουστο του 2000, το Βερολίνο ψήφισε τον νόμο περί θέσπισης του Ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον», με τον οποίο αποζημιώθηκαν και χιλιάδες Ελληνες, οι οποίοι υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία από τους ναζί και καταβλήθηκαν 4,4 δισ. ευρώ σε 1,7 εκατομμύρια πρώην σκλάβους των ναζί, σε διάφορες χώρες του κόσμου. 

Ακόμη το Βερολίνο υποστηρίζει πως από το 1960 έως σήμερα, η Γερμανία έχει δώσει σε διμερές και ευρωπαϊκό επίπεδο βοήθεια ύψους 16 δισ. ευρώ στην Ελλάδα για να «υποστηρίξει την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». 

Αυτές είναι και οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζει το Βερολίνο την άποψή του ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει λήξει, αρχές που υποστήριξε και πρόσφατα στην υπόθεση του Διστόμου και αρχικά δικαιώθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

Περίπλοκο 
Για αυτό και είναι πολύ δύσκολο και περίπλοκο για την χώρα μας να μπορέσει να διαρρήξει το νομικό τείχος του Βερολίνου στην υπόθεση αυτή. 

Μια υπόθεση που από τη Γερμανία κρίνεται στην κυριολεξία «ζωής και θανάτου», καθώς –εάν υπάρξει προηγούμενο με την Ελλάδα- μπορεί να κινηθούν διαδικασίες από άλλες χώρες, κυρίως της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία, χώρες που είχαν πολλαπλάσια θύματα και υλικές ζημιές από ό,τι η Ελλάδα και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν μέχρι σήμερα εισπράξει πολεμικές αποζημιώσεις. 

Οι αναλυτές λένε ότι, αν αρχίσει ένα τέτοιο ντόμινο, η γερμανική οικονομία έχει τελειώσει. 

Αντίθετα, εκεί που έχουμε αρκετές ελπίδες να πετύχουμε τις επιδιώξεις μας, είναι η υπόθεση του κατοχικού αναγκαστικού δανείου, καθώς αυτό είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η χιτλερική Γερμανία το έχει υπογράψει και το έχει αποδεχθεί και μάλιστα αποπληρώθηκαν και οι πρώτες δόσεις από το ναζιστικό καθεστώς πριν αυτό αποχωρήσει από την Ελλάδα.

Σχόλια