O “Σκοτεινός” χαρακτήρας του βουνού...Ένας χρόνος χωρίς τον Θοδωρή Χριστόπουλο


Υποδοχή από το Γιώργο Ντέρο μετά την αποτυχημένη προσπάθεια της διαδρομής Αχλάδι. 
Πρωτοχρονιά 2005, Όλυμπος 
Από το mountainaction.info / Του Μιχάλη Στύλλα
Γνωριστήκαμε πριν από 10 χρόνια τέτοια εποχή, στον τόπο ζύμωσης όλων των αναρριχητών της Θεσσαλονίκης, στο Ρετζίκι. Το ίδιο βράδυ γίναμε κυριολεκτικά φυσέκια της μεθιάς σε ένα ταβερνάκι στο Τσινάρι, μέρος στο οποίο δούλευε ο κοινός μας φίλος Νίκος Δανιάς. Η πρώτη χρονιά αφότου γνωριστήκαμε κύλισε με αξιοσέβαστες αναρριχήσεις σε Ζηλνιά, Τέμπη και λοιπά αναρριχητικά πεδία καθώς και με τις πρώτες κοινές μας χειμερινές αναβάσεις στον Όλυμπο με μια παρέα που ολοένα και μεγάλωνε. Ήταν η χρονιά που ο Θοδωρής αποχωριζόταν την έντονη ενασχόληση του με τους αετούς και εγώ με τη σειρά μου αποχωριζόμουνα την προσκόλληση από το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων. 

Και οι δυό μας προερχόμενοι από τελείως διαφορετικά υπόβαθρα χωρίς να το καταλαβαίνουμε ενσωματωνόμασταν σε μια πάρα πολύ μικρή κοινωνία της Θεσσαλονίκης που ήθελε να ασχοληθεί με το βουνό στην πιο γνήσια και καθαρή του μορφή: τον Αλπινισμό. 

Την επόμενη χρονιά ήρθε στα χέρια μου η διαχείριση του καταφυγίου Ολύμπου “Χρήστος Κάκκαλος” και από την πρώτη μέρα που βάλαμε το κλειδί στην πόρτα ο Θοδωρής ήταν εκεί. Εκείνο το παρθενικό για πολλούς μας καλοκαίρι όσον αφορά την αναρρίχηση στον Όλυμπο, αλλά και λόγω του ήσυχου χαρακτήρα του Θοδωρή, του αποδόθηκε το παρατσούκλι “Σκοτεινός”. Η χρονιά κύλισε θαυμάσια, ο Θοδωρής άμεσα ενσωματώθηκε στην ομάδα διαχείρισης του καταφυγίου και όλοι μαζί απολαμβάναμε το βουνίσιο σκαρφάλωμα όσο τίποτα άλλο. Οι επαναλήψεις διαδρομών διαδεχόταν η μία την άλλη και η ανάμιξη με την παρέα των Κρητικών (Βασίλης Ναξάκης, Νικόλας Λουκάκης, Μανώλης Μεσαρχάκης, Νικηφόρος Στειακάκης) και των Αθηνών (Γιάννης Κωνσταντάκης, Αλέκος Ασημακόπουλος, Παναής Αθανασιάδης) μας έκανε όλους (Γιάννης Κινατίδης– Zibe, Νίκος Τσαβδάρης, Βαγγέλη Κατσεμακίδη, Θοδωρή Χριστόπουλο και τον γραφών) να κάνουμε υγρά όνειρα για τις μεγαλύτερες ορθοπλαγιές των Άλπεων και ακόμα περισσότερο. 

Ο Θοδωρής ήταν τις περισσότερες φορές σιωπηλός και πάντα παρατηρητικός. Για κάποιους που δεν τον ήξεραν θα χαρακτηριζόταν άνετα ως και απόμακρος. Εκ πεποιθήσεως μη διπλωματούχος μηχανολόγος από το ΑΠΘ, μιας που άφησε μόνο τη διπλωματική του εργασία προς θυσίας τίτλων και τιμών, τηρούσε μια συγκεκριμένη στάση ζωής από την πρώτη μέρα που τον γνώρισα. 

Τι να θυμάμαι έκτοτε… 

Μόνο Σκοτεινός δεν ήταν. Χαρούμενες στιγμές με τον Πασχάλη Μούτσιο και τον Billy Ναξάκη στο καταφύγιο στον Όλυμπο. 

Το φθινόπωρο του 2004 ο Θοδωρής μαζί με τον πολύ καλό του φίλο και μελλοντικά συνεργάτη Γιώργο Ντέρο και τον Πασχάλη Μούτσιο επιχειρήσανε να ανέβουνε το Matterhorn στις Ελβετικές Άλπεις, από την κόχη Hornli. Το παρθενικό του ταξίδι στις Άλπεις τους στέρησε την κορυφή λόγω κακοκαιρίας αλλά όταν γυρίσανε θυμάμαι πόσο γεμάτοι ήσαν και οι τρεις τους. Ήταν αυτή η ελευθερία που σου δίνουν τα βουνά και ανεξαρτήτου αποτελέσματος γεμίζουν το μυαλό σου και την ψυχή σου μπόλικη αισιοδοξία για όλα. Αυτό φαινόταν καθαρά στα πρόσωπα τους. 

Την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2005 στον Όλυμπο θυμάμαι να τρέχουμε βραδιάτικα στο Λαιμό που ήταν καλυμμένος από μπόλικα μέτρα χιόνι, για να υποδεχτούμε την μεγάλη παρέα μας που λόγω σφοδρότατης χιονόπτωσης είχε βραδυπορήσει χαρακτηριστικά. Την επομένη κιόλας τον θυμάμαι να γυρίζει από μία αποτυχημένη χειμερινή επανάληψη του Αχλαδιού, όταν μετά από πτώση του στην τρίτη σκοινιά του έπεσε το πιολέ και αναγκάστηκαν μαζί με το Νίκο (Τσαβδάρη) να υποχωρήσουν. 

“Τολμηρός και σώφρων ο Σκοτεινός”, 
μονολογούσα καθώς καθάριζα τα χιόνια έξω από το καταφύγιο. 

Εκείνη την χρονιά μέναμε κοντά στη Θεσσαλονίκη, ο Θοδωρής στις Συκιές και εγώ με το Γιάννη (Κωνσταντάκη ή καλύτερα Γορίλλα) στην Άνω Πόλη. Βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα, είτε για σκαρφάλωμα, είτε για καφέ, είτε στη λέσχη του Πανεπιστημίου για φαγητό. Σχολιάζαμε σε μόνιμη βάση διάφορα πράγματα περί του βουνού, το βάρος της απώλειας του Zibe (Γιάννη Κινατίδη) από την παρέα, ενώ παράλληλα σχεδιάζαμε αναβάσεις σε μεγάλα βουνά. 

Η λογική του Σκοτεινού ήταν η ίδια από τότε: 
“Είτε το κάνεις σωστά και καθαρά ή μην το κάνεις καθόλου” 

Δεν του άρεσαν οι μισοδουλειές και το “κλέψιμο” όχι μόνο στο σκαρφάλωμα αλλά στη ζωή γενικότερα. 

Η ίδια χρονιά μας έφερε να κάνουμε την πρώτη μας χειμερινή αναρρίχηση στις Άλπεις, αφήνοντας το Βασίλη (Ναξάκη) να παραμείνει στο Chamonix με ένα μόνο σακίδιο, αλλά με περίσσεια διάθεση ώστε να βρει ότι δουλειά μπορούσε και να αφοσιωθεί τελείως στο σκαρφάλωμα. Το ίδιο μόλις καλοκαίρι αρχίσαμε να επεκτείνουμε τους αλπινιστικούς μας ορίζοντες στα βουνά και τις ορθοπλαγιές του Καυκάσου. 

Ο μινιμαλιστικός τρόπος ζωής του και η καθαρότητα του χαρακτήρα του αντικατοπτριζόταν άμεσα στον τρόπο που σκαρφάλωνε. Εάν και θα έλεγες ότι το σώμα του δεν τον βοηθούσε, ο Σκοτεινός (ή Σκότ όπως συντομεύθηκε το παρατσούκλι του στα χρόνια που ακολούθησαν), ήταν από τους πιο ντελικάτους αναρριχητές που εγώ τουλάχιστον έχω γνωρίσει. 

Για το 2006 σχεδιάζαμε κάτι μεγάλο, ίσως πολύ πιο μεγάλο από αυτό που μπορούσαμε να δαγκώσουμε. Με τα δύο μέλη της ομάδας να μένουν μόνιμα πλέον στον Chamonix (Βασίλη Ναξάκη - Billy και Γιάννη Κωνσταντάκη), και εμού στη Νορβηγία, οι υπόλοιποι εν Ελλάδι βασιστήκανε σε διαφορετικά κίνητρα για να συμμετάσχουνε στην αποστολή Tirich Mir 2006. Λίγο κάποιες πολιτικές απόψεις για τις χορηγίες, λίγο τα διαφορετικά κίνητρα και η δυσανάλογη εμπειρία από παρόμοιες αναβάσεις έκαναν την αποστολή να πραγματοποιηθεί με τελείως διαφορετική σύνθεση από την αρχική. Ήταν όμως για όλους μας ένα καλό μάθημα. Ο απόηχος των αναταράξεων που δημιουργήθηκαν κατά τη φάση προετοιμασίας της αποστολής βρήκε τον Σκότ μαζί με το Γιώργο (Ντέρο) στις Άλπεις να πραγματοποιούν επιτυχημένες αναβάσεις σε Mont Blanc και Matterhorn. 

Κλείνοντας το καλοκαίρι του 2006 και με την επιστροφή του Billy (Ναξάκη) από το Chamonix, με απώτερο σκοπό να ξεκινήσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη γεωφυσική, οι τρεις μας συγκατοικήσαμε σε ένα αρκετά ευρύχωρο σπίτι το οποίο σύντομα χαρακτηρίστηκε ως η “ γιάφκα του Αγίου Παύλου”. Στην μικρή προσωπική μας αναρριχητική πίστα μέσα στο σπίτι τα session dry tooling έπαιρναν και έδιναν κάθε πρωί. Οι τρεις μας προσδοκούσαμε σε κάτι καλό για τον επερχόμενο χειμώνα, πράγμα που τελικά πραγματοποιήθηκε με την δεύτερη χειμερινή ανάβαση της Πλάκας του Zerf στα Καζάνια του Ολύμπου παραμονή πρωτοχρονιάς (την πρώτη την πραγματοποίησε ο Billy μία μέρα πριν και solo!). Ο χειμώνας αποδείχτηκε ιδιαίτερα παραγωγικός όσον αφορά την αναρρίχηση με διάφορα ταξιδάκια στα Ελληνικά βουνά αλλά και σε πεδία παγοαναρρίχησης της κοντινής Βουλγαρίας. Τα όνειρα συνέχιζαν να υπάρχουν. 

Δεν ήταν λίγες οι φορές που γυρίζαμε τσούρμο ολόκληρο από συναυλίες ή πάρτυ και αναστατώναμε την οικοδομή κάνοντας τους γείτονες να βαράνε τους τοίχους προσδοκώντας λίγο ησυχία τις πρώτες πρωινές ώρες. Κάθε φορά μετά από παρόμοιες συναθροίσεις ο Σκότ έτρωγε τα πυρά των γειτόνων μιας και ήταν ο πρώτος που ξυπνούσε λόγω δουλειάς. Τα περισσότερα πρωινά και αφού έπινε το καφεδάκι του ξυπνώντας μας με τον χαρακτηριστικό χτύπο του κουταλιού στην κούπα του, ξεμύτιζε από την πόρτα να πάει προς το φωτογραφείο όπου εργαζόταν ακούγοντας σχεδόν πάντα πρώτος τα “παράπονα” της γειτονιάς. 


Ο Θοδωρής πετώντας
Φωτογραφία αρχείο Θεόδωρου Χριστόπουλου 
Άριστος φωτογράφος είχε πλημμυρίσει το σπίτι και το μυαλό μας με φωτογραφίες τοπίων και βουνών οι οποίες είτε μας ταξιδεύανε σε παλιές περιπέτειες είτε ανοίγανε την όρεξη μας για νέες. Πίσω από τον ήσυχο χαρακτήρα του κρυβότανε ένας πολυτάλαντος άνθρωπος που δεν έλεγε πολλά, απλά έκανε. Πολλές φορές και οι ίδιοι οι συγκάτοικοι του έπρεπε να βγάλουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα του με το τσιγκέλι. 

Το καλοκαίρι του 2007 έγινε αυτό που κανείς μας δεν πίστευε ότι θα επαναλαμβανόταν. Ιδιαίτερα με τον τρόπο που έγινε και για τον άνθρωπο που χάθηκε. Ο Billy έμεινε για πάντα στο Πακιστάν. Την ημέρα του ατυχήματος ο Σκότ ήταν στη Ρωσία πραγματοποιώντας μαζί με το Γιώργο (Ντέρο) τη δεύτερη Ελληνική ανάβαση στην Ushba και εγώ στον Όλυμπο. Όταν γύρισε από τη Ρωσία και ξανά ανταμώσαμε, κοιταχτήκαμε στα μάτια και δεν μιλήσαμε για τίποτα παραπάνω. Πήρε τουλάχιστον δύο μήνες ώστε να αναλωθούμε στο τι έγινε με τον Billy. 

Με το πέρας του καλοκαιριού οι βραδινές συζητήσεις για τα γεγονότα στο Πακιστάν και το χαμό του Billy ήταν ατελείωτες. Πως ήταν δυνατόν ο καλύτερος της παρέας να σκοτωθεί με αυτόν τον τρόπο. Στα ραπέλ, όπως και ο Zibe κατεβαίνοντας από τη βόρεια του Kusum Kangguru τον Μάιο του 2004. Συζητούσαμε πλέον σε ένα άλλο επίπεδο κατανοώντας τη σοβαρότητα των εγχειρημάτων μας στα βουνά αναλογιζόμενοι της ευθύνες των πράξεων μας. 

“Θέλει προσοχή, θέλει πολύ προσοχή, δε θέλει καθόλου εγώ, θέλει επαγρύπνηση”, 
έλεγε ο Σκότ. 

Ήταν αυτό το σύστημα αξιών που καλλιεργείται κατά τις αναρριχήσεις σε μεγάλες ορθοπλαγιές μέσα από δύσκολες συνθήκες και δένει δύο ή και περισσότερους ανθρώπους μεταξύ τους. Αυτό το σύστημα αξιών ο Σκότ εφάρμοζε ευρέως στη ζωή του τόσο στο ορεινό όσο και στο αστικό περιβάλλον. Αυτό μεταξύ άλλων τον διέκρινε. Όσο αυστηρός ήταν με τον εαυτό του όταν πήγαινε κάτι στραβά στο βουνό (από λάθος εκτίμηση των καταστάσεων μέχρι και οπισθοχώρηση από μια διαδρομή), τόσο πιο αυστηρός ήταν στην πόλη στην οποία οι καταστάσεις είναι πάντα πιο περίπλοκες από τα βουνά. Για τον Σκοτεινό η ηθική ήταν πάντα πάνω από όλα. 

“Η αυτογνωσία και η αποδοχή των ευθυνών για κάθε θελημένη πράξη μας είναι τα βασικά συστατικά του ελεύθερου ανθρώπου”, μου έλεγε με αργό και κάπως σιωπηλό τόνο στη φωνή του ένα βράδυ που πίναμε και καπνίζαμε σαν μανιακοί στο μπαλκόνι της πλέον νωχελικά ήσυχης γιάφκας του Αγίου Παύλου. 

Την επόμενη χρονιά η συγκατοίκηση έλαβε τέλος μιας που διαλέξαμε διαφορετικούς δρόμους: ο Σκότ αυτόν της συγκατοίκησης με το γυναικείο φύλο και εγώ της απομόνωσης σε απόμακρα χωριά της Πίνδου. Κοινό σημείο επαφής, ανταλλαγής απόψεων και μελλοντικών σχεδίων παρέμεινε ο Όλυμπος. 

Η δημιουργική πλευρά του Σκοτεινού δεν σταμάτησε καθόλου. Κάπου μέσα στο 2008 εκτόξευσε στους διαδικτυακούς χώρους το φαινομενικά προσωπικό, αλλά ανοιχτό σε όλους, ορειβατικό blog Πέφτοντας, το ύφος του οποίου ήταν και είναι άμεσα αντικατοπτριζόμενο του χαρακτήρα του, και το οποίο blog σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κέρδισε και κέντριζε το ενδιαφέρον πολλών. 

Το ενδιαφέρον του για τη μύηση νεότερων αναρριχητών στο βουνό εκδηλώθηκε τόσο πριν όσο και μετά από την αποφοίτηση του από τη "Σχολή Βοηθών Εκπαιδευτών Ορειβασίας & Αναρρίχησης της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης" (ΕΟΟΑ), αλλά κυρίως από το γεγονός ότι κρατούσε πάντα κοντά τους αποφοίτους των Σχολών ορειβασίας και αναρρίχησης του συλλόγου του, της ΟΑΛΘ (Ορειβατική και Αναρριχητική Λέσχη Θεσσαλονίκης). Θυμάμαι την Πρωτοχρονιά του 2010 να επαναλαμβάνει με νέους αλπινιστές το Πέρασμα του Νάτση μέχρι το Μύτικα και την επομένη την Comici – Escher στην ανατολική ορθοπλαγιά του Στεφανιού, ώστε όλο και περισσότεροι να γευθούν τη μαγεία της χειμερινής αναρρίχησης στον Όλυμπο, πράγμα που τόσο τον εξέφραζε. 

Στη Βόρεια ορθοπλαγιά του Matterhorn, τελειώνοντας την Diagonalle. 
Οκτώβριος 2011 
Ο “Σκοτεινός” χαρακτήρας του βουνού πλαισίωνε ένα μίγμα καλλιτεχνικής ευαισθησίας, ιδιορρύθμου χιούμορ, πολιτικής άποψης, άκρατης ηθικής, αυστηρότητας και μινιμαλιστικής τάσης για τη ζωή. Επιτομή όλων αυτών των χαρισμάτων ήταν η αποστολή στο Raghshur του Πακιστάν το καλοκαίρι του 2009. Μία τριμελής ομάδα να τα βάζει με ένα μεγάλο βουνό. Η εμβληματική κορυφή αποτέλεσε για τον Σκότ ένα πεδίο στο οποίο εκδήλωσε όλες τις παραπάνω αρετές και τα μαθήματα των προηγουμένων ετών. Καθαρή ανάβαση χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια, επιστροφή χωρίς ούτε μία γρατζουνιά. 

“Κορυφές ή καινούργιες διαδρομές είναι πάντα το bonus”, έλεγε μνημονεύοντας τον βιβλιακό μας μέντορα Marc Twight. 

Η χειμερινή αναρρίχηση της Schwab-Aglliardi στην ανατολική ορθοπλαγιά του Στεφανιού το χειμώνα του 2010 ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές που βιώσαμε μαζί στα βουνά. Ήταν σαν να βλέπαμε όλες τις προσπάθειες μας στον Όλυμπο από το 2003 (οι περισσότερες χωρίς αποτέλεσμα) να αποδίδουν καρπούς. Γρήγορη και αποτελεσματική αναρρίχηση χωρίς πολλά-πολλά, παρέα μάλιστα με το Γιάννη (Κοβανίδη) ένα νέο αναρριχητή. 

Η αλπική αναρρίχηση με καθαρό στυλ είχε γίνει το πάθος του και η ηθική αντίληψη για το βουνό σε συνδυασμό με την εμπειρία του πλέον σήκωναν πιο βαριές και πιο δύσκολες αναβάσεις. Το έλεγε και ο ίδιος το περασμένο καλοκαίρι. 

“Θέλω κάτι πιο μεγάλο. Κάποιες κλασσικές βόρειες ορθοπλαγιές στις Άλπεις”. 

Τελευταία διαδρομή μας στον Όλυμπο ήταν η Huhn. Σοβαρότατη διαδρομή που με είχε στείλει στο αναπηρικό καροτσάκι το 2004. Την πήγε όλη μπροστά. Συν των άλλων έβλεπες και μία τρομερή αυτοπεποίθηση στο πρόσωπο του. Ήθελε κι άλλο. 

Λίγες μέρες μετά ταξιδεύαμε για τις Άλπεις. Ο στόχος σαφής: η βόρεια ορθοπλαγιά του Matterhorn. Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια μπήκαμε και πάλι στη διαδρομή μαζί με τον Αρχοντή (Εξακοίδη) και τη σκαρφαλώσαμε με ένα bivouac. Βραδάκι της δεύτερης μέρας βγήκαμε στην κορυφή. Χαρούμενοι και γεμάτοι. Ξέραμε ότι η κατάβαση ήταν δύσκολη και απαιτητική. Ξημερώματα της επομένης και έχοντας κλείσει 48 και βάλε συνεχόμενες ώρες στο βουνό με ελάχιστο ύπνο (ποιος κοιμάται κρεμασμένος έτσι εύκολα) φτάσαμε στο καταφύγιο ανάγκης Solvay με τον καιρό να επιδεινώνεται. Ξέραμε ότι θα χειροτέρευε και άλλο. Μετά από λίγη ξεκούραση ξεκινήσαμε για κάτω. Σύντομα μέσα στην ομίχλη και τη χιονόπτωση χάσαμε την κόψη και βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε ένα από τα πολλά λούκια της ανατολικής ορθοπλαγιάς. Ο Σκότ προπορευόταν συνεχώς. Βρήκε ένα παλιό καρφί και συνέχισε τα ραπέλ. Σε ένα μικρό άνοιγμα του καιρού καταλάβαμε ότι έπρεπε να κινηθούμε πάλι προς την κόψη Hornli. 

“Ένα ακόμα ραπέλ και πάω προς τα δεξιά”, φώναξε μες τη ολοένα αυξανόμενη χιονοθύελλα. 

Καθώς προσέγγιζα το ρελέ από το οποίο είχε ξεκινήσει το ραπέλ διαπίστωσα ότι το σκοινί ήταν περασμένο από έναν μόνο ιμάντα. Ο Σκότ ήταν ήδη λίγα μέτρα από κάτω μου. 

“Βιαζόσουνα εεε, τώρα που θα κάνουμε και άλλο bivouac θα δεις τι γέλια θα ρίξουμε”του φώναξα χαμογελαστά. 

Με κοίταξε και έριξε ένα χαμόγελο χωρίς να πει τίποτα, αφήνοντας το reverso να γλιστρήσει μέσα από το μισοπαγωμένο σκοινί. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Σκοτεινό... 

Γνωριστήκαμε πριν από 10 χρόνια τέτοια εποχή. 

Ο ξαφνικός θάνατος του κατεβαίνοντας, μετά την αναρρίχηση της βόρειας ορθοπλαγιάς του Matterhorn, ήρθε τόσο ξαφνικά όσο και η γνωριμία μας στα βράχια στο Ρετζίκι. Σαν σήμερα τον θυμάμαι να με ασφαλίζει από την κορυφή της διαδρομής 5. Η απώλεια του Σκοτεινού όχι μόνο από τα ορειβατο-αναρριχητικά δρώμενα, αλλά από τη ζωή πολλών από εμάς που μοιραζόμασταν λίγα ή πολλά από τα ενδιαφέροντα του μου προκαλεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων στο μυαλό, πλημμυρισμένο από βουνίσιες εικόνες. 

Μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει συνηθίζω πλέον να ζω με αυτό αναπολώντας όλες τις καταστάσεις που βιώσαμε μαζί αυτά τα εννιά χρόνια. 
Θα σε θυμάμαι για πάντα γιατί έζησες όπως ήθελες 
και όταν σε κατάπινε το κενό, εσύ χαμογελούσες. 



                                      

“Στην εποχή μας 
είναι πολύ δύσκολο να αποτινάξουμε 
τα “πρέπει” και το πρωτόκολλο 
στην συμπεριφορά μας, 
ακόμα και με τους φίλους μας…” 

(από το αξιομνημόνευτο άρθρο του Θοδωρή 
“Μ’ αρέσει αυτός που σπαταλάει την ψυχή του”)
. 

Σχόλια