The North Face Lavaredo Ultratrail 2012 - H εμπειρία της πρώτης φοράς

Της Rannelle McCoy


Ήμουν αποφασισμένη να δοκιμάσω τον εαυτό μου, τις δυνατότητές μου, σε ένα πραγματικό υπερμαραθώνιο βουνού. Ένας φίλος μου (και συναθλητής μου) από την παρέα μας, ο Κωνσταντίνος Κοζανίτης, μας πρότεινε έναν αγώνα στο εξωτερικό, τον The North Face Lavaredo Ultratrail.
Είναι 118 χιλιόμετρα στους Δολομίτες (Ιταλικές Άλπεις), με 5.740 μέτρα υψόμετρο και με χρονικό όριο 32 ώρες. Ο Ντίνος το έτρεξε πέρσι, το 2011, όταν ήταν 83 χλμ., με τον Χρήστο Μπαλτατζή. Η αναφορά του για τον αγώνα μας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που αποφασίσαμε να πάμε όλοι μαζί φέτος, για την παρέα, το τοπίο και τη δοκιμασία. 

Ο αγώνας ξεκίνησε 10 το βράδυ, 29 Ιουλίου, από τη Κορτίνα Ντ’ Αμπέτσο και εμείς αργήσαμε – φτάσαμε στην εκκίνηση 10 παρά 10 και ήμουν πολύ αγχωμένη, αλλά αποφασισμένη να τερματίσω τον αγώνα. Ήμασταν στον κεντρικό δρόμο της Κορτίνα, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος από ενθουσιασμένους θεατές και αθλητές. Οι θεατές μάς αγκάλιασαν με τη συμπαράστασή τους και την αγάπη τους. Τα παιδιά από την παρέα μου ήταν δίπλα μου, αλλά ήξερα ότι ο αγώνας θα ‘ναι μοναχικός – με την έννοια ότι η μάχη θα ‘ναι μέσα μου. 

Πριν την εκκίνηση, σκεφτόμουν ότι πριν δυόμισι χρόνια έτρεξα τον πρώτο ημιμαραθώνιό μου στον Υμηττό και ούτε 2 χρόνια πριν τον πρώτο μαραθώνιό μου στο Παρανέστι (ένας αγώνας με στόχο να τρέξω τον μισό και μετά εγκατέλειψα)! Μόλις ένα χρόνο πριν έτρεξα τον πρώτο υπερμαραθώνιό μου, μόνο 66.1 χλμ., στον Κένταυρο του Πηλίου! Και τώρα σκέφτηκα, θα διπλασιάσω περίπου την απόσταση εδώ στο Λαβαρέντο! Βέβαια, είναι άλλο πράγμα να διαβάζεις και να έχεις στον νου σου ότι είναι πιθανόν να πας από έναν αγώνα 66.1 χλμ. σε έναν 118 χλμ. χωρίς ενδιάμεσης απόστασης αγώνα, και είναι άλλο να το καταλαβαίνεις πραγματικά. Μέχρι τώρα, δεν το πίστευα ότι είναι δυνατόν και ότι θα μπορούσα να το κάνω, αλλά ήμουνα έτοιμη να μάθω. Άρχισα να πιστεύω λιγάκι στον εαυτό μου γιατί ακολούθησα το πρόγραμμα του προπονητή μου, Δημήτρη Κασίμη του Kassimis Training, για τους τελευταίους 6 μήνες και μιλήσαμε πριν από τον αγώνα. Με ενθάρρυναν οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου και οι μαθητές μου από το σχολείο. Τελικά, είχα την υποστήριξη και πίστη του χορηγού μου, του Μπάμπη Γκιριτζιώτη της GO-MRP, που μου ’δωσε φτερά. Ο Άγγλος ποιητής, John Donne, έγραψε ότι “No man is an island” (ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί ούτε στον παράδεισο)– δηλαδή, ο άνθρωπος πάντα χρειάζεται να έχει ανθρώπους γύρω του για να πάει καλά στη ζωή του, οπότε ένιωσα ότι πολλοί άνθρωποι πίστευαν στις δυνατότητές μου να τερματίσω και με βοήθησαν στην προετοιμασία μου, και έτσι ξεκίνησα τον αγώνα με την αγάπη τους να κυκλοφορεί στις φλέβες μου. 

Στο πλακόστρωτο της Κορτίνα τρέξαμε με τον φακό στο κεφάλι. Ο καιρός ήταν ζεστός με πολλή υγρασία και γι’ αυτό τον λόγο δεν έβλεπα πολύ μακριά με τον φακό. Συνήθως είμαι κρυουλιάρα, αλλά έτρεξα με ελαφριά ρούχα, το σακίδιό μου με τα υποχρεωτικά 2 λίτρα νερά και αλλά πράγματα, και μπατόν για πρώτη φορά. Φύγαμε από την πόλη, μέσα στη νύχτα, γεμάτη αστέρια. Έβλεπα τις σιλουέτες των κορυφών των βουνών. Αρχίσαμε την ανάβαση σε δασικό δρόμο και άρχισα να χαλαρώνω. Ψηλά δέντρα, φαρδιά μονοπάτια, και ήχος μόνο από τα βήματα των αθλητών και την αναπνοή που βάραινε. Από τη χαρά μας, πήγαμε με ένα ρυθμό λίγο πιο γρήγορο από αυτόν που έπρεπε … αλλά μετά από 20 χλμ. κόψαμε λιγάκι. Περάσαμε την πρώτη κορυφή και αρχίσαμε το κατέβασμα. Σ’ ένα σημείο, το μονοπάτι έκανε ένα ζιγκ-ζαγκ στο κατέβασμα και όλοι τρέξανε πολύ γρήγορα – ήταν στενό και καθόλου για προσπέραση, και κατάλαβα ότι ήμασταν σε μεγάλο γκρεμό. Δεν έβλεπες τον κίνδυνο πάντως, απλώς τον αισθανόσουν. 


Στον δεύτερο σταθμό, στο Hotel Cristallo του 33ου-34ου χλμ., η ατμόσφαιρα ήταν θετική, με πολλούς εθελοντές, φαγητό και υγρά. Αμέσως μετά, η πρόσφατη βροχή άφησε το δώρο της σε μας - δυσκολευτήκαμε λιγάκι από την πηχτή, βαθιά λάσπη που βρήκαμε σε μια ανηφόρα. Γλιστρούσαμε συχνά για αρκετά χιλιόμετρα. Τρέξαμε προς τη Misurina και σε ένα σημείο χάσαμε τα σημάδια. Είδα πολλούς αθλητές που έψαχναν για τα σημάδια και τελικά, ήταν ο Ντίνος που τα βρήκε. Ήταν και εκεί που χώρισε η παρέα στα δυο και έμεινα με τον συναθλητή μου, τον Ντίνο. Τα χαράματα περάσαμε μια σπουδαία λίμνη, το νερό σαν γυαλί, και από πάνω λίγη ομίχλη. Τα πουλιά δεν είχαν ξυπνήσει ακόμα και πολύ χάρηκα που μπορούσα να τρέξω χωρίς φακό και να απολαύσω τη φύση γύρω μου. 

Το τοπίο άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά, με τις διάσημες κορυφές μπροστά μας και ανεβαίναμε το μονοπάτι για το καταφύγιο Auronzo στα 2.300 μέτρα υψόμετρο. Έπαθα πλάκα με τα βουνά – η Ελλάδα δεν έχει τέτοια βουνά. Οι κορυφές είναι πέτρινες με γκρεμούς – ένας παράδεισος για τους αναρριχητές. Αισθάνθηκα ότι ήμουν κάπου που υπάρχει μόνο στη φαντασία μου, αλλά τελικά υπήρχε στην πραγματικότητα και γέμισε την ψυχή μου. Ένιωσα φοβερή δύναμη και όταν φτάσαμε στο 48ο χλμ., στο καταφύγιο, πήρα το drop bag, άλλαξα τα μισά ρούχα και πήρα αλλά πράγματα μαζί μου. Φάγαμε μέσα στο καταφύγιο και ακόμα το σώμα μου ήταν φρέσκο. Δυστυχώς, χωρίς πείρα, έκατσα στο καταφύγιο παραπάνω από αυτό που έπρεπε χωρίς να το καταλάβω. Φύγαμε σε μεγάλη ανηφόρα πάλι μέχρι να φτάσουμε στους πρόποδες του Tre Cime, τις τρεις κορυφές του Λαβαρέντο – όπως ονομάζεται ο αγώνας. Βλέπεις το καταπληκτικό τρίπτυχο και φτάνεις μέχρι περίπου 2.450 μέτρα και μετά αρχίζεις ένα απότομο κατέβασμα για 8 χλμ. Εκεί κατάλαβα το λάθος μου στο καταφύγιο, αφού οι μύες είχαν κρυώσει λιγάκι και ένιωσα μικρές ενοχλήσεις στα πόδια μου. Ήθελα αρκετά χιλιόμετρα για να συνέλθω. 

Όταν τελείωσε η κατηφόρα, το περιβάλλον άλλαξε πάλι και ήμασταν σε ένα μαγικό τοπίο με ποτάμι και δάσος, μέχρι το Cimabanche. Το χώμα ήταν πολύ μαλακό και μια καλή αποκατάσταση για τα πόδια μετά από την κατηφόρα. Το χαμόγελο γύρισε και πάλι, μπορούσα να απολαύσω τη θέα. Όταν περάσαμε το σταθμό στο Cimabanche, στο 66,5ο χλμ. σε 10 ώρες και 49 λεπτά, ένα τεράστιο παιδικό χαμόγελο ήρθε στο πρόσωπό μου γιατί κατάλαβα ότι μπήκα σε καινούργια φάση. Άρχισα μετά μια απότομη ανηφόρα για περίπου 5 χλμ., σκληρή, αλλά το σώμα μου αγαπάει την ανηφόρα και ο χρόνος πέρασε γρήγορα. Φτάσαμε στη κορυφή Leroso και πάλι κατέβασμα. Εδώ άρχισαν οι ενοχλήσεις πάλι, αφού το μονοπάτι άλλαξε από ωραίο χαλίκι και ξαφνικά γέμισε με ρίζες δέντρων – έπρεπε να κόψω ταχύτητα για να σώσω τα γόνατά μου. Φτάσαμε στο Malga Ra Stua, στο 75,9ο χλμ., και ένιωσα καταπονημένη. Ήθελα ένα αναλγητικό για το αριστερό μου γόνατο· άρχισα να καταλαβαίνω ότι το βάρος από το σακίδιο δημιουργεί πρόβλημα και τα μπατόν με βοηθήσανε μέχρι εκεί, αλλά τώρα εάν ήθελα να τερματίσω έπρεπε να κάνω κάτι. Το μονοπάτι μετά από τον σταθμό είχε ρίζες και πέτρα πάλι και δεν άντεχα άλλο τον πόνο. Κατάπια το αναλγητικό και σε ένα τέταρτο ο πόνος έφυγε. 


Κάποιος μου είπε ότι ο αγώνας μου θ’ άρχιζε στο 80ο χλμ. και είχε απολύτως δίκιο! Στην αρχή, σκεφτόμουνα ότι μετά από 80 χλμ., τι είναι ένας μαραθώνιος μόνο μέχρι το τέλος; Τι λάθος, βέβαια, γιατί τελικά αυτό το κομμάτι μέχρι το τέλος μου θύμισε τα Πριόνια του Ολύμπου, με πολύ υψόμετρο! Περάσαμε το 80ο χλμ. και βρήκαμε μια ατελείωτη ανηφόρα 12 χλμ.! Ανεβήκαμε σ’ ένα φαράγγι με μια απίστευτη ομορφιά … όσο προχωρούσε ο αγώνας, τόσο πιο όμορφο γινόταν το τοπίο. Περίμενα να δυσκολευτώ σ’ εκείνη την ανηφόρα, αλλά το τοπίο μου ’δωσε τόση δύναμη που δεν κατάλαβα τις δυσκολίες. Περάσαμε έναν μαύρο καταρράκτη (δηλαδή τα βράχια ήτανε μαύρα και το νερό φαινόταν μαύρο) και βρήκα την ευκαιρία να δροσιστώ λιγάκι με λίγες στάλες νερού που έπεφταν στο μονοπάτι. Όσο χάζευα τη θέα, τόσο γρήγορα πέρασαν τα πρώτα 8-9 χιλιόμετρα. Τα τελευταία χιλιόμετρα της ανηφόρας όμως ήταν σε μια μεγάλη σάρρα με λευκές πέτρες και ένιωσα πραγματικά ότι ήμασταν μέσα σ’ ένα πέτρινο φούρνο! Όλη την ημέρα είχε πολλή ζέστη και ήλιο και το υψόμετρο δεν βοηθούσε. Φτάσαμε σε 2.000 μέτρα και από κει και πέρα, ήξερα ότι θα ’μαστε σε αυτό το υψόμετρο και ψηλότερα, για τα επόμενα 22-23 χιλιόμετρα. 

Μετά από την κορυφή Col de Bois στα 2.300 μέτρα, κατεβήκαμε μέχρι τον σταθμό Pian dei Meis, όπου πήραμε μια ανάσα και προετοιμάστηκα για την επόμενη ανηφόρα, που ήταν ακόμη πιο απότομη. Η επόμενη κορυφή, το καταφύγιο Averau, ήταν πιο πολλά χιλιόμετρα από την προηγούμενη και σε 2.400+ χλμ. υψόμετρο. Είχαμε μόνο 20 χλμ. μέχρι το τέλος, αλλά θυμόμουν το προφίλ του αγώνα και ήξερα ότι θα ‘ταν ζόρικος – έπρεπε να περάσουμε άλλες 3 κορυφές ακόμα και μετά μια απότομη κατηφόρα 10 χλμ. Φτάσαμε στο Passo Giau και όλο το τοπίο ήταν χαλίκι και πέτρα, αλλά δεν προκάλεσε πόνο στις πατούσες μου αφού τα μονοπάτια είναι ωραία φτιαγμένα και φαρδιά. Ανεβοκατεβαίναμε συνεχεία και είδα ότι τα τελευταία 40 χιλιόμετρα μας είχαν φάει ήδη πολλή ώρα και ήταν τόσο δύσκολο που μετά από 103 χλμ. ήθελα να τελειώσει ο αγώνας. Τα γόνατά μου ήταν υπερβολικά κουρασμένα που ούτε άλλο ένα αναλγητικό βοηθούσε. Το μυαλό μου άρχισε να τα παίζει λιγάκι και έχασα την αυτοσυγκέντρωσή μου, με αποτέλεσμα να κάνω άλλο ένα λάθος σε σταθμό, το οποίο δεν είχα ξανακάνει. Ζαλιζόμουν, μάλλον είχα πάθει υπογλυκαιμία από το υψόμετρο, και ήπια μια Coca-cola (που δεν το κάνω σε αγώνες) και ούτε 5 λεπτά μετά πήρα και ένα τζελάκι. Λειτούργησα αυτόματα με το τζελάκι, χωρίς να θυμάμαι την Coca-cola, και πλήρωσα για αυτό λίγο μετά. 

Ανεβήκαμε τις δυο τελευταίες κορυφές και μετά άρχισε η κατάβαση. Ακούσαμε δυνατή μουσική, Blues με Rock, από τον τελευταίο σταθμό, το καταφύγιο Croda da Lago. Νομίζω ότι υπήρχε ένα συγκρότημα ζωντανής μουσικής και φαινότανε ότι οι θεατές κάνανε ένα μεγάλο πάρτι. Αυτή η ενέργεια με βοηθούσε ψυχολογικά να συνεχίσω την ατέλειωτη κατηφόρα. Έτρεχα τόσο σιγά που αναγκάστηκε ο Ντίνος να σταματήσει πολλές φορές να με περιμένει. Τα γόνατά μου δεν θέλανε άλλη κατηφόρα αλλά πίεζα τον εαυτό μου με τη λογική, με τη σκέψη ότι υπήρχαν λίγα χιλιόμετρα ακόμα μέχρι τον τερματισμό και θα μπορούσα να τρέξω λίγο ακόμα. Ο εγωισμός μου δεν μου επέτρεπε να περπατήσω σ’ αυτό το κομμάτι – το να τρέξω σαν χελώνα, το δέχτηκα, αλλά το περπάτημα τόσο κοντά στο τέλος … δεν το άντεχα. Και συνέχισα. 

Το τοπίο άλλαξε πάλι από χαλίκι και πέτρα, και έγινε πυκνό δάσος και ρίζες. Υπήρχε ένα επικίνδυνο σημείο, αλλά σε σχέση με τους αγώνες μας στην Ελλάδα, ήταν παιχνίδι. Επιτέλους, βρήκαμε δασικό δρόμο και τρέξαμε για πολλά χιλιόμετρα κατηφορικά και φτάσαμε σε χωράφια. Η Κορτίνα φαινότανε τόσο κοντά, αλλά οι διοργανωτές σχεδίασαν την πορεία έτσι ώστε να πάμε γύρω-γύρω στα χωράφια και στο ποτάμι, σαν ένα τελευταίο βάσανο πριν τον τερματισμό. Περάσαμε απέναντι το ποτάμι από μια γέφυρα και βρήκαμε ανηφόρα. Ένα γλυκό κοριτσάκι έτρεξε κοντά μου και μου ’δωσε ένα μοβ αγριολούλουδο και χαμογέλαγε – ήταν σαν ένα αγνό αγγελούδι που κατέβηκε από τα σύννεφα να με ενθαρρύνει στην τελευταία ανηφόρα μέχρι να φτάσουμε στον κεντρικό δρόμο. Εκεί κατάλαβα ότι τελειώνουμε και η χαρά έλαμπε στο πρόσωπό μου. Ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο και χειροκροτούσαν και φώναζαν ευχές και συγχαρητήρια. Μαζί με τον Ντίνο, η ομάδα GO-MRP Running Team, φτάσαμε στον τερματισμό σε 20 ώρες, 9 λεπτά και λίγα δευτερόλεπτα. 

Πήραμε ένα γιλέκο μόνο ως τερματίσαντες και μιλούσα με κάποιον για τον αγώνα, στο μικρόφωνο. Δεν θυμάμαι καν τι λέγαμε ή τι είπα στον κόσμο, γιατί διψούσα και το στομάχι μου ήταν άνω-κάτω από το λάθος μου. Μιλούσα με μια εθελόντρια και ξαφνικά τα κτίρια γύρω μου άρχισαν να χορεύουν. Ήθελα να κάνω εμετό, δεν μπορούσα να σταθώ κανονικά και ήθελα να καθίσω. Κάποιος ήθελε να με πάει στις πρώτες βοήθειες στη διπλανή σκηνή. Αυτόματα, μάλλον από εγωισμό, δεν ήθελα και επέμενα ότι μόνο να καθίσω ήθελα. Κάθισα σε ένα παγκάκι και μερικά δευτερόλεπτα μετά ξάπλωσα. Μετά, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι φωνάξανε τον γιατρό και με τραβήξανε μέσα στη σκηνή. Ξάπλωσα σε ένα κρεβάτι και απάντησα σε 2-3 ερωτήσεις. Μου ’δωσε μια ένεση να χαλαρώσει το στομάχι μου και έμεινα ξαπλωμένη εκεί λιγάκι μέχρι να συνέλθω. Με βοήθησε ένας άλλος φίλος στην παρέα, ο Ηλίας Οικονόμου, και κουβάλησε τα πράγματά μου μέχρι το ξενοδοχείο μου. Περπάτησα κανονικά όμως και είχα ενέργεια να κάνω ένα ντους. Ήπια το recovery ποτό, και μετά κοιμήθηκα μια ώρα. Συνάντησα τον Ντίνο και τον Ηλία για να πάμε στο γεύμα μας από τους διοργανωτές – κρέας, μακαρονάδα, ποτά … ένιωσα καλά και έφαγα.


Μετά από το γεύμα, περιμέναμε τα αλλά δυο παιδιά από την παρέα μας, τον Γιάννη Γκερλέ και τον Γιάννη Μπενίση, στον τερματισμό. Ένιωσα μεγάλη χαρά όταν είδα πρώτα τον Γκερλέ να φτάνει και μια ώρα αργότερα τον Μπενίση, γιατί όλοι από την παρέα μας καταφέρανε να τερματίσουν τους αγώνες τους (ο Ηλίας έτρεξε το 50άρι σε πολύ καλό χρόνο και γι’ αυτό ήταν στον τερματισμό όταν φτάσαμε). Ευχαρίστησα τον Ντίνο για την παρέα του στον αγώνα, γιατί με «τράβηξε», με περίμενε στις δυσκολίες μου, και μου έδωσε συμβουλές στη διάρκεια. Στο τέλος, πήγα για ύπνο και ναρκώθηκα σαν τα αρκουδάκια το χειμώνα και ξύπνησα την επόμενη μέρα άλλος άνθρωπος. Ένιωσα δυνατή, χαζοχαρούμενη, και ικανή να αντιμετωπίσω τα πάντα στη ζωή μου και στους αγώνες. Ήταν μια φοβερή εμπειρία και τώρα είμαι έτοιμη ψυχολογικά να δοκιμάσω τον εαυτό μου στο ROUT 2012, αν όλα πάνε καλά.

Πηγή: www.mountainaction.info


Σχόλια