Ο Βαλτιμώρος

Ήταν ο Βαλτιμώρος, καλό παιδί, αλλά… Δεν είναι ότι δεν έπαιρνε τα γράμματα, απλά έκανε πολύ φασαρία στο σχολείο, στη τάξη. Όλο έξω το έβγαζαν οι δάσκαλοι του. Δεν μπορούσε όμως το μάθημα έτσι πως γίνονταν, του θύμιζαν όλοι οι δάσκαλοί του τους παππούδες του. Τους παππούδες τους λάτρευε, αλλά τους λάτρευε. Μαζί τους περνούσε καλά, όχι γιατί του έκαναν μάθημα, γιατί ήταν εκεί παρόντες. Οι δάσκαλοί του έμοιαζαν στους παππούδες του, όχι στα χρόνια, στα γηρατειά, αν και νέοι ήταν γερασμένοι. Αυτό δεν τον άντεχε ο Βαλτιμώρος και κορόιδευε τα πάντα. Τους παππούδες όμως ποτέ, από αυτούς μάθαινε πραγματικά, μάθαινε πράματα και θάματα. Οι δάσκαλοι όμως όλο τον έβγαζαν έξω, στην απ’ έξω. Και αυτός δε μάθαινε, αλλά τι να μάθει σκέφτονταν.


Περνούσαν τα χρόνια και ο Βαλτιμώρος άρχισε ποια να κρίνει πιο συνειδητά, δεν κορόιδευε ποια ούτε έκανε φασαρία. Μιλούσε λίγο αλλά κυρίως είχε ένα βλέμμα που καλύτερα να έλεγε όσα δεν έλεγε γιατί ήταν πιο κοφτερό από το πιο κοφτερό λεπίδι που υπήρχε πάνω στη γη. Γενικά ήταν στην απ’ έξω. Άρχισε να βγαίνει εκτός μόνος του ποια, άσε που όποτε ήθελε να μπει κάπου έτρωγε πόρτα, με ήπιο ή με άγαρμπο τρόπο.

Μια φορά πήρε ένα τηλέφωνο για να μπει κάπου, ήταν ευγενικός σε σημείο να ακούγεται ντροπαλός ίσως και χαζός, όμως είχε εξασκηθεί και ήταν πάντα άνετος, σέβονταν πάντα τον άλλον και ας ήξερε ότι ήταν ο μεγαλύτερος κάφρος που υπήρχε. Πήρε τηλέφωνο λοιπόν και ευγενικά μα άνετα ζήτησε να μπει γιατί είχε ακούσει ότι δέχονταν νέο αίμα και το δικό του έβραζε. Ο κάφρος που λέγονταν Στέλιος Τακανόλογλου (έβριζε, έγλυφε, έφτυνε, μετά τα πίνε, τα 'κάνε όλα δηλαδή) του μίλησε με περίσσιο ειρωνικό θράσος, του ‘πε ότι δεν άκουσε καλά, έτσι του ‘πε δεν. Ο Βαλτιμώρος αν και ασχολούνταν χρόνια με τα προβλήματα των ανθρώπων δεν μπορούσε να πιστέψει το μέγεθος του προβληματικού που υπάρχει μέσα σ’ ένα σώμα όσο μεγάλο ή μικρό ήταν αυτό.

Κάτι δεν έκανε καλά, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ένοιωθε να αυτολογοκρίνεται πολύ συχνά, δεν είχε σχέδιο. Αν και οργανωτικός δε λειτουργούσε πάντα με οργάνωση. Σκέφτηκε τους παππούδες του και την ιστορία των ονομάτων που είχαν και είχε και ο ίδιος.

Τον έναν τον φώναζαν Βαλτ, είχε ένα λυκόσκυλο που ‘ταν σχεδόν όλη του η ζωή, τον Βαλτ. Από ‘κει είχε πάρει ο παππούς του το όνομά του, κανείς δεν θυμόταν πια το βαπτιστικό του. Ο άλλος μια ζωή έκανε πράγματα και συνεχώς τον τιμωρούσαν, του ‘χαν δώσει ειρωνικά το παρατσούκλι τιμωρός. Ποτέ δεν είχε τιμωρήσει κανέναν, δεν του ‘βγαινε. Ο Βαλτιμώρος πήρε το όνομά του από τους δυο παππούδες. Λάτρευε τα λυκόσκυλα, ποτέ όμως δεν είχε βάλει τα πράγματα κάτω για να δει από που έρχονταν το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του.

Είχε στο νου του την εργατικότητα και την συντροφικότητα που έχουν τα λυκόσκυλα, ποτέ δεν σκέφτηκε όμως ότι μπορούν να τιμωρήσουν δαγκώνοντας. Φάνηκε ότι κάτι μετακινήθηκε μέσα του. Ένοιωσε να αγαπά ποιο πολύ τους παππούδες του αλλά ποιο πολύ τον εαυτό του, είχε αποφασίσει να λογο-κρίνει περισσότερο τους κάφρους όχι μόνο με το βλέμμα.

Σχόλια