Θυμάμαι τον ύπνο του πατέρα στο καλοκαιρινό μεσημέρι των διακοπών. Την επιβεβλημένη ησυχία, την κίνηση του σώματός σου όμοια με αυτή του διαρρήκτη που προσπαθεί να μην ξυπνήσει τους ανήξερους ιδιοκτήτες που κοιμούνται.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που άνοιξα τα μάτια μου κάτω από το νερό και την αίσθηση αυτή της ανακάλυψης μιας ολόκληρης επικράτειας που ήταν πάντοτε εκεί.
Θυμάμαι πως κάποτε θεωρούσα πως ο αγαπημένος μου πεζογράφος ήταν ο Χούλιο Κορτάσαρ, αγαπημένος ποιητής ο Ανρί Μισό και αγαπημένος σκηνοθέτης ο Σαμ Πέκινπα. Και θυμάμαι πως όλοι τους πέθαναν το 1984. Τη χρονιά που γεννήθηκα. Από τότε ίσως ο κατάλογος αυτός να έχει αλλάξει –αλλάζει συχνά- το οποίο σημαίνει πως εγώ μεγαλώνω.
Θυμάμαι πού βρισκόμουν όταν έγινε η 11η Σεπτεμβρίου και την αίσθηση αυτή, για λίγα δευτερόλεπτα, πως τα δικά μου προβλήματα είναι σημαντικότερα από αυτά που βλέπω στην οθόνη να εξελίσσονται.
Θυμάμαι το σπανακόρυζο που έφτιαχνε η γιαγιά μου, την υποχρέωσή μου να το φάω και την αίσθηση αυτή πως καταπίνεις μια τεμαχισμένη υγρή πετσέτα από αμφίβολα υλικά.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που διάβασα το «Μια Εποχή στην Κόλαση» του Ρεμπό. Ηταν μια αίσθηση όμοια με αυτή του κεφαλιού στο νερό. Μια νέα επικράτεια που ήταν πάντοτε εκεί και εσύ τώρα τη βλέπεις. Μπορεί να βρίσκονται και άλλοι εκεί. Αλλά αυτή η επικράτεια είναι τώρα δική σου.
Θυμάμαι την «τρελή» του δρόμου όπου έμενα όταν ήμουν μικρός. Κάθε φορά που περνάγαμε κάτω από το σπίτι της μας πετούσε νερό με μία λεκάνη. Ακόμα τη βλέπω στον ύπνο μου. Και τον άλλο περίεργο τύπο σε ένα διαμέρισμα απέναντι που περπατούσε πάνω κάτω γρήγορα στο μπαλκόνι για ώρες σιωπηλός ύστερα έμπαινε μέσα για λίγο, ούρλιαζε και έβγαινε και πάλι έξω ώστε να συνεχίσει το ατελείωτο περπάτημά του.
Θυμάμαι το πρώτο φιλί στην κατασκήνωση και μαζί την αίσθηση του πράσινου ψηλού χορταριού του γηπέδου σαν τα δύο να είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που βγήκα από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας και είδα την πόλη κάπου στα 24. Και τον αφιλτράριστο ενθουσιασμό όμοιο με αυτόν ενός παιδιού που βλέπει για πρώτη φορά τη βροχή.
Θυμάμαι τη θάλασσα του τσιμέντου από το μπαλκόνι της γιαγιάς μου, το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας να απλώνεται σαν ένα γκρι χωρίς χάσματα μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι.
Θυμάμαι τον πρώτο μου εφιάλτη.
Θυμάμαι πού βρισκόμουν και με ποιους βρισκόμουν όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και την αίσθηση αυτή πως «τώρα να δεις κάτι θα γίνει».
Θυμάμαι έναν τύπο να μπαίνει με το άλογο στη θάλασσα στον Χρούσο της Μυτιλήνης για να δροσιστούν, το σώμα του αλόγου, το νερό στο σώμα του αλόγου ενώ τιναζόταν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν τον υπερθετικό του σώματος.
Θυμάμαι την αίσθηση της ελευθερίας να κατακλύζει το σώμα την πρώτη φορά που ανέβηκα στο Πανεπιστήμιο.
Θυμάμαι εκείνη τη συναυλία των Radiohead στον Λυκαβηττό.
Θυμάμαι το πρώτο ποίημα που έγραψα γύρω στα 12 και το τελευταίο εχθές στις 12 το βράδυ.
Θυμάμαι την όψη όλων των αγαπημένων μου ανθρώπων την ώρα που κοιμούνται.
Θυμάμαι να είμαι περίπου 25 και να σκέφτομαι πόσα πολλά έχω ζήσει, πόσα πολλά μπορώ να θυμηθώ. Και τώρα στα 40 όλα να μοιάζουνε λίγα, όλο και πιο λίγα, ενώ ο κόσμος μεγαλώνει και εσύ μικραίνεις.
Σχόλια