Πώς μετριέται η ζωή ενός ανθρώπου; Ποια μονάδα μέτρησης μπορεί να οριστεί ως ένας ασφαλής τρόπος για να κρίνεις; Πλησιάζεις τα 40, πριν το καταλάβεις τα έχεις ξεπεράσει. Το ίδιο θα γίνει και αργότερα. Το ίδιο γίνεται πάντα. Πώς μπορείς να κρίνεις τι πήγε καλά, τι αστόχησε, τι ακόμα δεν έχει καν ξεκινήσει; Ποιος κάνει τον λογαριασμό; Και ποιος τον πληρώνει; Αν σταματήσαμε να ψηλώνουμε μετά την ανάπτυξη, αυτό συνέβη στον κόσμο αυτό. Σε έναν άλλο κόσμο συνεχίζουμε να ψηλώνουμε ακόμη. Ποιος θα πάρει τα μέτρα μας; Ποιος θα μετρήσει τώρα τις χαρακιές στα κουφώματα της πόρτας; Οχι αυτά στην πόρτα του σπιτιού σου, του παιδικού σου δωματίου, αλλά της άλλης πόρτας. Αυτής που συνεχίζει να αλλάζει μέγεθος εναρμονιζόμενη με το πραγματικό σου ύψος. Η πόρτα του κτιρίου που στεγάζει την πραγματική σου ηλικία, όλες σου τις ηλικίες μαζί ταυτόχρονα, το συνολικό σου ύψος.
Είμαστε γίγαντες για τα μερμήγκια και μερμήγκια για τους γίγαντες. Το ύψος μας διαρκώς αλλάζει ανάλογα με όσα έχουμε μπροστά μας; Λοιπόν; Τι έχουμε μπροστά μας; Τι μας περιμένει; Τι είναι αυτό με το οποίο θα αναμετρηθούμε; Πού βρισκόμαστε; Πώς τα έχω πάει; Ποιος θα κρίνει τις επιδόσεις μου στη ζωή; Τα πήγα καλά; Ας απαντήσει κάποιος.
Η Θάτσερ έλεγε πως όποιος μέχρι τα 30 του χρησιμοποιεί ακόμη λεωφορείο είναι αποτυχημένος. Χρησιμοποιώ λεωφορείο. Και είμαι χαρούμενος. Και πόσοι είναι ακόμη χαρούμενοι για το γεγονός πως η Μάγκι έχει πεθάνει. «Με τα λεφτά που ξόδεψαν για την κηδεία της Θάτσερ θα μπορούσαν απλώς να αγοράσουν ένα φτυάρι για κάθε Σκοτσέζο. Και σας εγγυώμαι πως θα έσκαβαν μια τρύπα τόσο μεγάλη ώστε να την παραδώσουν στον διάβολο αυτοπροσώπως». Αυτό λέει ένα δημοφιλές stand-up κομμάτι ενός Σκοτσέζου κωμικού. Ισως ο τρόπος που σε θυμούνται να είναι το πραγματικό μέτρο, η αληθινή κλίμακα. Αλλά δεν είναι απάντηση για το δικό μας Τώρα. Αυτό που ξέρω, αυτό που νιώθω είναι πως η οικονομική επιτυχία δεν μετράει τίποτα άλλο παρά το βάθος του πορτοφολιού σου. Παίζει ρόλο αλλά δεν είναι στόχος. Πόσο μάλλον μέτρο ζωής.
Τι δώσαμε και τι πήραμε. Ποιο είναι το μέτρο της ανταλλαγής; Πολύ συχνά μιλώ νοερά με τους παλιούς εαυτούς μου. Αυτούς στα ξεκινήματα, αυτούς στις μονωμένες ώρες που σχεδιαζόταν το μέλλον. Προσπαθώ να σκεφτώ τι έχουν να μου πουν, πώς θα με έκριναν, πώς θα με αξιολογούσαν σε σχέση με τις τότε προοπτικές. Εξαρτάται βέβαια από την ώρα. Αλλοτε το αποτέλεσμα βγαίνει θετικό κι άλλοτε αρνητικό. Ακόμα και αν χρησιμοποιείς τα ίδια ακριβώς δεδομένα. Και αν η ζωή δεν έχει να κάνει με τις μαθηματικές πράξεις, τότε πώς μπορεί να στηθεί μια κλίμακα αξιολόγησης; Και αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο ειλικρινείς -εγώ, εσείς, όλοι μας- ποιος μας εγγυάται πως αν συναντούσαμε κάποια από τις παρελθούσες εκδοχές μας θα την εμπιστευόμασταν ως κριτή; Ποιος μας λέει πως θα τη συμπαθούσαμε καν; Μήπως όμως αυτό είναι μια παραδοχή αποτυχίας; Μήπως κρίνουμε ως αφελείς τις παρελθούσες σκέψεις μας, τα όνειρα, τις ημέρες ενός ξεχασμένου μέλλοντα, απλώς για να μην αναμετρηθούμε μαζί τους; Ή μήπως τελικά είναι επιτυχία; Μήπως το γεγονός πως αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες, τα ψεγάδια, τις αφέλειες είναι κομμάτι μιας διαδικασίας που προδίδει βελτίωση, εξέλιξη, ακόμα και νίκη απέναντι σε μια άγουρη ηλικία που η απόρριψή της δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιβεβαίωση της ωρίμανσής της;
Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Εδώ η αβεβαιότητα είναι η πυξίδα μας. Και σαν τον ποιητή σημειώνουμε στο ημερολόγιο του καταστρώματός μας: «Παραμένομεν εις την αυτήν θέσιν αναμένοντες διαταγάς». Από ποιόν όμως; Από τη συγκυρία, από αυτό που μας ξημερώνει, από όσα είναι να ‘ρθουν. Και μαζί από όλες μας τις ηλικίες ταυτόχρονα. Αυτές που πέρασαν, αυτές που θα ‘ρθουν, ακόμα και από αυτές που δεν θα συναντήσουμε ποτέ. Διεκδικώντας διαρκώς τις χαρακιές αυτές που μετρούν το ύψος ενός ανθρώπου.
Σχόλια