«Μονό Ή διπλό τάφο πήρατε;». «Διπλό». «Ωραία, είναι 180 ευρώ».
Αυτές οι λίγες λέξεις μιας σύντομης συναλλαγής στο δημοτικό κατάστημα δήμου της Αιτωλοακαρνανίας (είχαν προηγηθεί τα συλλυπητήρια, στους μικρούς τόπους τα νέα διαδίδονται αστραπιαία) είναι ο τυπικός επίλογος μιας ζωής σχεδόν ενός αιώνα. Είχαν προηγηθεί το σύντομο πέρασμα από το κρεβάτι του νοσοκομείου, η ληξιαρχική πράξη θανάτου, η κηδεία, η ταφή, ο καφές στο καφενείο του χωριού, το τραπέζι της παρηγοριάς σε συγγενείς και φίλους, ό,τι εν πάση περιπτώσει απαιτεί το κλείσιμο των λογαριασμών ενός ανθρώπου στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου.
Ολοι είχαν έναν καλό λόγο να πουν για τον εκλιπόντα, που έφυγε «πλήρης ημερών», αν και δεν ξέρω πώς μετριέται η «πληρότητα». Θεωρητικά ο Γ. που πέθανε στα 96 του χρόνια ξεγέλασε στατιστικές, προσδόκιμα επιβίωσης, συνταξιοδοτικά συστήματα. Το ισοζύγιο ζωής - θανάτου του πρέπει να θεωρηθεί πλεονασματικό. Εξ ου και το κλισέ: «Τα χρόνια του να πάρετε. Και την υγεία του». Ακριβές το δεύτερο. Ο Γ. δεν επιβάρυνε παρά ελάχιστα το σύστημα υγείας. Ενα ολιγοήμερο πέρασμα από το νοσοκομείο, το πρώτο και τελευταίο της ζωής του, μερικά χάπια πίεσης, μια εγχείρηση καταρράκτη και κάποιες επισκέψεις στον γιατρό για τα βασικά.
«Τα χρόνια του να πάρουμε». Ως ποσότητα ήταν πράγματι χορταστικά. Αλλά ως ποιότητα; Εχει αναλογιστεί κανείς τι ακριβώς έχει ζήσει ένας άνθρωπος που γεννήθηκε το 1928 και πέθανε στα τέλη του 2023; Τι σοκ, τι δοκιμασίες ατομικές και συλλογικές, τι κρίσεις, τι απώλειες, τι ανατροπές επιφύλασσε κάθε χρονιά στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, του Μεγάλου Πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετεμφυλιακής ανωμαλίας, της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, της χούντας, της μεταπολίτευσης, του ευρωπαϊσμού, του εκσυγχρονισμού, της αναπτυξιακής φενάκης, της κρατικής χρεοκοπίας, των μνημονίων, της πανδημίας και των νέων κρίσεων; Πώς εξατομικεύτηκε και συμπυκνώθηκε η ταραγμένη εκατονταετία στη ζωή του ίδιου και των δικών του;
Καθώς είχα την τύχη να γίνω κομμάτι της ζωής του σχεδόν αιωνόβιου Γ. (ως σώγαμπρος, κατά το κλισέ), μπορώ να πω ότι από τα σπαράγματα των γλαφυρών αφηγήσεων που, με τη βαριά και χωρίς πολλά φωνήεντα ντοπιολαλιά, μου διέθεσε κάπως μπορώ να ανασυνθέσω στιγμιότυπα από τη σύντομη ιστορία του αιώνα που έζησε. Οι ιστορίες των εκατομμυρίων αφανών είναι η αφανής ιστορία της χώρας.
Ο Γ. γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό της ορεινής Ευρυτανίας. Κτηνοτρόφοι κι αγρότες η οικογένεια κι όλο του το σόι. Γίδια, πρόβατα, άλογα, χωράφια για κριθάρια, στάρια, όσπρια η περιουσία τους. Σκληροί και παγεροί οι χειμώνες τους, με πολλή δουλειά τα καλοκαίρια τους, τα σπίτια τους πέτρινα, στενόχωρα αλλά πάντα φιλόξενα για κάθε περαστικό, συγγενή ή φίλο. Λίγα γράμματα κατάφερε να μάθει στις λίγες τάξεις του Δημοτικού που πήγε. Υστερα τον άρπαξε η ανάγκη της ζωής και των ζώων. Είχε ταλέντο στη βοσκή και στη φροντίδα τους, οι τέσσερις πρώτες δεκαετίες της ζωής του ήταν αφιερωμένες στα κοπάδια του που τάιζαν τον ίδιο κι όλη την οικογένεια, την παλιά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και την καινούργια, της ενήλικης. Παρά τις στερήσεις και τις ελλείψεις που επιφύλασσε η ξεχασμένη από το κράτος ορεινή Ευρυτανία, θα ήταν μάλλον ευτυχισμένος αν έκλεινε τον κύκλο της ζωής του εκεί ως κτηνοτρόφος, έστω κι αν χρειαζόταν δέκα ώρες δρόμος με τα μουλάρια ή τα πόδια για να βρεθεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο, στο Αγρίνιο, αν παρίστατο ανάγκη. Στον Εμφύλιο επιστρατεύτηκε, τρία χρόνια πέρασε είτε μαγειρεύοντας για τους συστρατιώτες του, είτε ακολουθώντας αποσπάσματα που έψαχναν να ξετρυπώσουν από τις κρύπτες τους τούς τελευταίους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Ακολούθησε μια δεκαετία σχετικά ήρεμης, αν και στερημένης βουκολικής ζωής, πάντρεψε αδερφές και αδερφούς, παντρεύτηκε κι ο ίδιος, τα δυο πρώτα του παιδιά η γυναίκα του τα γέννησε στο σπίτι ή στο χωράφι, αδιανόητη η μεταφορά σε μαιευτήριο.
Υστερα, ήρθε το σοκ της ανάπτυξης. Τα υδροηλεκτρικά έργα, το φράξιμο των νερών του Αχελώου, κάτω από τα οποία χρειάστηκε να πνιγούν ολόκληρα χωριά, περιουσίες, σπίτια, χωράφια και ζωές. Ο Γ. μάς αφηγούνταν συχνά απίστευτες ιστορίες βίας που συνόδευσαν τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις όχι μόνο των ιδιοκτησιών, αλλά ολόκληρων των ζωών των κτηνοτροφικών οικογενειών που ξαφνικά έπρεπε να τα παρατήσουν όλα, να ξεριζωθούν από τον τόπο τους, να γίνουν μετανάστες στην ίδια την πατρίδα τους, να αλλάξουν επαγγέλματα και τρόπους επιβίωσης.
Ο εξηλεκτρισμός και ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός, για τον οποίο επαίρονται οι ηγεσίες της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι μια ιστορία ασύλληπτης οικονομικής και κοινωνικής βίας, την οποία προφανώς αγνοεί ο χρυσοπληρωμένος πρόεδρος της ιδιωτικής σήμερα ΔΕΗ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Γ., η οικογένειά του και εκατοντάδες φιλικές και συγγενικές οικογένειες μετανάστευσαν κοντά στο Αγρίνιο. Οι αποζημιώσεις για τα απαλλοτριωμένα κτήματα και για τα ξεπαστρεμένα κοπάδια ασήμαντες. Τους παραχώρησαν κάτι απομακρυσμένα ρυζοχώραφα και οικόπεδα, υποτίθεται για να χτίσουν τα νέα σπίτια τους. Αλλά κι αυτό ακόμη απαγορευόταν. Νύχτα προσπαθούσαν να στήσουν με τσιμεντόλιθους και τσίγκινες στέγες πρόχειρα παραπήγματα, γιατί τη μέρα έρχονταν Πολεοδομία και Αστυνομία και τα γκρέμιζαν. Πού θα ζούσαν, πώς θα ζούσαν, ζευγάρι με τρία μικρά παιδιά; Λεπτομέρεια άνευ σημασίας για το αναπτυξιακό έπος.
Κι έτσι, ο βοσκός Γ. αναγκάστηκε στα 40 και κάτι να γίνει εργάτης στα οδικά έργα και καπνοκαλλιεργητής. Να μάθει τι σημαίνουν τα κλεμμένα ένσημα, τα πετσοκομμένα από τους εργολάβους μεροκάματα, να ανακαλύψει τι σημαίνει εργατικό ατύχημα μέσα στην αποπνικτική γαλαρία, τι σημαίνει απεργία και συνδικάτο. Να μάθει ακόμη τι σημαίνει παζάρι με τον καπνέμπορα που ψάχνει ευκαιρία να κλέψει στο ζύγι ή στην τιμή, να δει τα ανήλικα παιδιά του να δουλεύουν στα καπνά, να ανταγωνίζονται ποιο θα αρμαθιάσει πιο γρήγορα τα καπνόφυλλα, να ζει με την αγωνία της καλής σοδειάς ή μιας καταστροφής από τις αναποδιές του καιρού. Να μάθει τι σημαίνει στεγαστικό δάνειο, δόσεις, αποταμίευση, χρέη, φευγιό των παιδιών στην Αθήνα, περικοπές στη σύνταξη έπειτα από 45 χρόνια δουλειάς, επιβίωση με φτωχοεπιδόματα, αιματηρή οικονομία για χαρτζιλικώματα των εγγονιών.
Να συνηθίσει τις πρόωρες απώλειες, τους θανάτους συγγενών και φίλων που μεταμόρφωσαν τη ρούγα των «ξενομεριτών» από τα πλημμυρισμένα χωριά της Ευρυτανίας σε έναν σχεδόν έρημο πια από ανθρώπους δρόμο...
Τα χρόνια του να πάρουμε. Αλλά χωρίς τα βάσανά του, γίνεται; Μάλλον δεν γίνεται.
Θεωρίες για την υπεραξία
Αλλες βολές στέκεται αμ’ πάν’ στο καραούλι και παραφυλάει. Και σα με βλέπει να χαζοψάχνομαι, έρχεται και μου δείχνει το καρτελάκι με το νούμερο. Τάχατες άμα θες τίποτα, σήκωσε αυτό. Δεν τα μπορώ ’γώ αυτά τα πράγματα. Και τι είμαστε δηλαδής για να ’χουμε νούμερα; Εδώ ακόμη και τα ζωντανά έχνε ονόματα και μ’ αυτά τα φωνάζουμε, όχι με το δύο και με το τρία. Μωρέ, δεν πάει στο διάολο λέω ’γώ, το παλιοκέρατο το βερνικωμένο. Ούλο έτσι κάμει και πληρώνεται κι αμ’ πάν’ γι’ αυτή τη δλεια. Για να κάθεται με σκωμένο τ’ αφρύδι ψηλά στο σκαμνί και να το παίζει καμπόσος. Αλλο πράγμα απ’ αυτό δεν κάμει και σταγόνα ιδρώτα δεν έχει η μασκάλη του. Τι να πω; Αμα τ’ αρέσει αυτή η δλεια, να την έχει να τη χαίρεται. Αλλά ξέρω ’γώ από ποιους είναι αυτός. Απ’ αυνούς που τους αρέσει να παιδεύνε τον κοσμάκη. Τον κάθε καψερό π’ άφησε το κονάκι του κι ήρθε απ’ την άλλη άκρη της γης να βγάλει το ψωμάκι του. Εμένα πάντως σ’ εργοστάσιο μου ’παν ότι θα πιάσω δλεια, όχι σε κάτεργο.
Κώστα Μπαρμπάτση, «Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες»
Σχόλια